Του Γιώργου Πανταγιά
Εκεί που η αίσθηση και ο νους συναντιούνται, απάνω στη φόρτιση, για να επικαλεστώ το Γιώργο Σεφέρη, η ατμόσφαιρα βαραίνει, ηλεκτρίζεται. Με όπλο το φόβητρο, ο πολιτικός ανταγωνισμός γίνεται ανελέητος. Οι πρωταγωνιστές επενδύουν πλέον στο συναίσθημα ανησυχίας. Επικαλούνται κινδύνους. Καλλιεργούν το φόβο. Ανομολόγητη επιδίωξη τους είναι να συντηρήσουν, αλλά και να διευρύνουν την πολιτική τους ισχύ.
Το σκιάχτρο της ακυβερνησίας ανασύρεται από τους κυβερνώντες ενόψει των επερχόμενων εθνικών εκλογών. Θεωρούν ότι με αυτό μπορούν να σκεπάσουν τις ενστάσεις, ακόμη και τις αμφισβητήσεις ενός σημαντικού τμήματος των πολιτών. Ουσιαστικά προσπαθούν να αποφύγουν την τιμωρία, γνωρίζοντας ότι η σχέση εμπιστοσύνης που είχαν αποκτήσει με τους ψηφοφόρους τους δοκιμάζεται, περνάει κρίση.
Και αυτό γιατί οι κυβερνητικές επιδόσεις απέχουν από τις αναμενόμενες προσδοκίες. Οι υποσχέσεις οι οποίες είχαν δοθεί προσωπικά από τον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη, δεν είχαν το πραγματικό αντίκρισμα. Είτε γιατί υπερίσχυσε η διαβρωτική μικροπολιτική και ψηφοθηρία. Είτε διότι επικράτησαν αντιλήψεις συγκερασμού και μέσου όρου. Εύλογο αποτέλεσμα ήταν η μεταρρυθμιστική και διαχειριστική αδράνεια. Τα παραδείγματα είναι πάμπολλα
Καίριοι τομείς της κυβερνητικής δράσης, βλέπουμε να παραμένουν εγκλωβισμένοι σε μια αμιγώς διεκπεραιωτική πρακτική. Και το χειρότερο να διολισθαίνουν σε συνήθειες του παρελθόντος. Μετά μάλιστα και την αποκάλυψη του σκανδάλου των υποκλοπών, με την παρακολούθηση των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων του Νίκου Ανδρουλάκη, οι προσμονές που είχαν καλλιεργηθεί πλήττονται ανεπανόρθωτα. Η παραβίαση των κανόνων του κράτους δικαίου καθιστά την κυβέρνηση αναξιόπιστη και αφερέγγυα. Το πρόβλημα έγινε οξύτερο με τη διαχείριση του και τις συνακόλουθες επιλογές.
Η επίκληση της ακυβερνησίας δεν συνιστά μια στρατηγική διεξόδου από την κρίση. Ούτε ενέχει τη δυνατότητα πολιτικής ανατοποθέτησης στο νέο περιβάλλον το οποίο έχει διαμορφωθεί. Απεναντίας απευθύνεται στο σκληρό πυρήνα των υποστηρικτών, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο τα αμυντικά τους αντανακλαστικά. Ταυτόχρονα ενοχοποιεί εξαρχής τις προθέσεις όλων εκείνων, που επιλέγουν μια κριτική θεώρηση των πραγματικών γεγονότων.
Έτσι καθίσταται αδύνατη η περίπτωση λείανσης των αντιθέσεων, οδηγώντας αναπόφευκτα την πολιτική αντιπαράθεση στα άκρα. Με άλλα λόγια, η ακολουθούμενη από τους κυβερνώντες στρατηγική εδράζεται στο φόβο. Κάτι που από μόνο του δεν δημιουργεί τις προϋποθέσεις ανάκτησης του χαμένου εδάφους. Όσο και αν το δίλημμα διακυβέρνησης είναι σκληρό και υπαρκτό για τα τρία κόμματα ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, νικηφόρα στρατηγική είναι εκείνη που αντιπροσωπεύει την ελπίδα. Άλλωστε η ελπίδα είναι συνυφασμένη με τη βιωσιμότητα ενός κυβερνητικού σχήματος, μονοκομματικού ή συμμαχικού.
Η επιζήτηση της αυτοδυναμίας πάση θυσία, από την πλευρά του Πρωθυπουργού, είναι μια επιλογή υψηλού ρίσκου. Το πρόσφατο επιχείρημά του, πως ψηφίζοντας Ανδρουλάκη προκύπτει Τσίπρας, είναι τουλάχιστον άστοχο. Δεν παραπέμπει μόνο σε παλιές εποχές, αλλά ενοχοποιεί έναν ολόκληρο πολιτικό χώρο, το ΠΑΣΟΚ. Τα περί τερατογένεσης δε, φορτίζουν περαιτέρω τις ήδη τεταμένες σχέσεις του με το άλλοτε κραταιό κόμμα, καθιστώντας το χάσμα αγεφύρωτο.
Το πλεονέκτημα του Κυριάκου Μητσοτάκη ήταν ότι από την πρώτη στιγμή της εκλογής του είχε δημιουργήσει γέφυρες επικοινωνίας με τον αποκαλούμενο κεντρώο και κεντροαριστερό χώρο, τον οποίο διαχρονικά εξέφραζε το ΠΑΣΟΚ. Ο φόβος για την διαφαινόμενη ανάτασή του, ώθησε τον Πρωθυπουργό σε απαίδευτες στρατηγικές κινήσεις.
Όπως φαίνεται από τα ίδια συναισθήματα διακατέχεται και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Επισείει διαρκώς τους κινδύνους που ελλοχεύει, η ενδεχόμενη επανεκλογή Μητσοτάκη στο τιμόνι της διακυβέρνησης. Ουσιαστικά και ο Αλέξης Τσίπρας καταφεύγει στο φόβο προκειμένου να υπερβεί τα στρατηγικά του αδιέξοδα. Με τον οξύ και ισοπεδωτικό πολιτικό του λόγο επιχειρεί τη δραματοποίηση της πολιτικής ζωής, δίχως ωστόσο να μπορεί να θεμελιώσει μια αξιόπιστη ενναλακτική πρόταση εξουσίας.
Το δίλλημα διακυβέρνησης δεν απαντάται, με τα όσα ο ίδιος αλλά και το κόμμα του υποστηρίζουν. Η λεγόμενη «προοδευτική διακυβέρνηση» βρίσκεται σε πολιτικό κενό. Πρόκειται για ένα στρατήγημα. Δεν αποτελεί μια σοβαρή αντιπρόταση εξουσίας. Αντιθέτως επιτρέπει στους αντιπάλους του να καταφεύγουν στο φόβητρο μιας τερατογονίας.
Το πρόβλημα για το ΠΑΣΟΚ είναι αρκετά πιο σύνθετο. Η επαναφορά του στο κέντρο της πολιτικής σκηνής, είναι εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα. Ο δρόμος που έχει να διανύσει είναι δύσβατος και ναρκοθετημένος. Η ανάκτηση του χαμένου εδάφους, προϋποθέτει βαθιές τομές και αλλαγές στο δημόσιο λόγο και στην εικόνα του, προκειμένου να καταστήσει την αυθυπαρξία του αδιαπραγμάτευτη. Και το κυριότερο να αποβάλλει τον φόβο που συνήθως κατατρέχει τα πολιτικά εκείνα σχήματα, που βίωσαν την απώλεια της άλλοτε ισχυρής εμβέλειας και αποδοχής.
Εξάλλου το πολιτικό εκτόπισμα του ΠΑΣΟΚ, δεν προσμετράται μόνο με το δείκτη της εκλογικής του απήχησης. Όπως και το δίλημμα της διακυβέρνησης, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με φοβικά σύνδρομα, μικρομεγαλισμούς και απολυτότητες. Και πολύ περισσότερο με μονομέρειες. Η διακυβέρνηση του τόπου απαιτεί ενάργεια, εμπροσθοβαρείς πολιτικές και πρωτίστως, στρατηγική βάθους.
Πάντως εύλογα προκύπτει πως αν κάτι συνιστά ζωτική προτεραιότητα για τους πρωταγωνιστές της πολιτικής σκηνής, είναι η απεξάρτησή τους από το φόβο. Και αυτό γιατί δεν παύει να είναι ο μεγαλύτερος εχθρός τους.
Πολύ καλό Καλημέρα