Χρήστος Χωμενίδης
Capital.gr, 6/3/2017
Ασφαλώς και θα ήταν συζητήσιμη ιδέα το ύψος των προστίμων για τις τροχαίες παραβάσεις να εξαρτάται από την οικονομική ισχύ των παραβατών. Ακόμα και αν χωράει ισχυρός αντίλογος, το να επιβαρύνεται ο πολίτης ανάλογα με τα εισοδήματα του (όχι, προς Θεού, ανάλογα με την αναξιοποίητη και πιθανότητα μη αξιοποιήσιμη περιουσία του) φαντάζει καταρχήν δίκαιο. Υπό μια προϋπόθεση. Τα εμφανιζόμενα εισοδήματα να ταυτίζονται με τα αληθινά.
“Οι ΄Ελληνες” παρατηρούσε πρόσφατα μια φίλη “δεν διαιρούνται κυρίως σε πλούσιους και σε φτωχούς. Ούτε καν σε εργαζόμενους και σε άνεργους. Το βαθύτερο, το απύθμενο χάσμα χωρίζει εκείνους που φοροδιαφεύγουν από εκείνους που ό,τι κι αν μπει στην τσέπη τους το δηλώνουν και το μοιράζονται συνεπώς με το κράτος. Η σφοδρότερη αδικία διαπράττεται εις βάρος όσων δεν θέλουν ή -ρεαλιστικά μιλώντας- δεν μπορούν να κρύψουν τίποτα. Των κορόιδων, για να μην μασάμε τα λόγια μας, της κοινωνίας.”
Από τις χρόνιες μας παθογένειες, η αποφυγή καταβολής φόρων έχει ίσως τις βαθύτερες και ανθεκτικότερες ρίζες. Όταν, με την ίδρυση του ελληνικού κράτους, ο Καποδίστριας ζήτησε από τους εύπορους να επωμιστούν -κατά τη δύναμή τους- τις κοινές ανάγκες, η έκπληξή τους υπερέβη ακόμα και τη δυσαρέσκειά τους. “Για αυτό πολεμήσαμε τους Τούρκους;” τού χύμηξαν. “Για να πληρώνουμε τώρα χαράτσι σε εσένα;” Ως μια από τις κύριες αιτίες της δολοφονίας του Κυβερνήτη αναφέρεται η πρόθεσή του να διοχετεύσει προς το κρατικό ταμείο τα έσοδα ενός τελωνείου στη νότια Πελοπόννησο, τα οποία έως τότε προσποριζόταν η κυρίαρχη οικογένεια της Μάνης.
Κάθε προσπάθεια δημιουργίας φορολογικής συνείδησης έπεφτε στην Ελλάδα στο κενό.
Η πάγια πεποίθηση πως ό,τι δίνει κανείς στο κράτος ροκανίζεται ανερυθρίαστα από τους εκάστοτε κυβερνώντες εμπεδώθηκε και εξελίχθηκε συν τω χρόνω -και πριν τη χρεοκοπία του 2010- στη φράση “οι φόροι δεν είναι ανταποδοτικοί”.
Ηλίου φαεινότερον! Ακόμα και σήμερα, μετά από μια επταετία σκληρών περικοπών, το ετήσιο κόστος ανά μαθητή στο δημόσιο γυμνάσιο υπερβαίνει τις 5.000 ευρώ, υπολείπεται κατά δύο μόλις χιλιάρικα των διδάκτρων ενός αξιοπρεπέστατου ιδιωτικού. Σκεφτείτε δε πως οι γονείς που στέλνουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά υποχρεούνται να πληρώνουν δια των φόρων τους και τις θέσεις που αφήνουν κενές στα δημόσια σχολεία. Το ανάλογο προφανώς συμβαίνει και με τη δημόσια υγεία. Ας μη μιλήσουμε για τον δημόσιο χώρο -δρόμους, πάρκα, πλατείες-, για τη δημόσια τάξη ή ακόμα και για την άμυνα, όπου η αξιοποίηση των αστρονομικών κονδυλίων τα οποία διατίθενται είναι -όπως πρέπει για λόγους εθνικής ασφάλειας- εκτός ανοιχτής συζήτησης.
Οι φόροι ποτέ δεν υπήρξαν ανταποδοτικοί στην Ελλάδα κι αυτό ήταν το άλλοθι όσων μονίμως ξεγλυστρούσαν από τα νύχια των ΔΟΥ.
Συνέβη όμως πρόσφατα κάτι τρίσχειρότερο: Τυχόν ανταπόκριση στις φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις καθιστά πλέον τα περισσότερα νοικοκυριά, τις περισσότερες επιχειρήσεις μη βιώσιμες. Μυριάδες πολίτες διαπιστώνουν ότι εάν παραμείνουν νομοταγείς, απλώς θα λιμοκτονήσουν. Καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα στη συμμόρφωση και στην επιβίωση.
Ποιός είχε τη φαεινή ιδέα να βάλει τους Έλληνες στη μέγγενη; Προφανώς η κυβέρνηση. Με την ανοχή ωστόσο των θεσμών, οι οποίοι εν μέσω του τρίτου ήδη μνημονίου παραμένουν τόσο ανίδεοι αναφορικά με την κοινωνία μας, ώστε να φαντάζονται ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι θα επιτευχθούν βγάζοντας απ’τη μύγα ξύγκι.
“Εμένα πάντως ο ΕΦΚΑ με ανακούφισε!” μου έλεγε προχθές ένας ιδιοκτήτης ταξί. “Πληρώνοντας ανάλογα με την κλίμακα όπου ανήκω, δεν δίνω ούτε τα μισά από ό,τι πριν!” “Και γιατί έχεις το ταξίμετρο κλειστό;” “Ε δεν μπορώ να τα δηλώνω και όλα…” μού απάντησε με το αθωότερο ύφος.
Οι ταξιτζήδες κλείνουν τα ρολόγια τους, οι αμειβόμενοι με δελτία παροχής υπηρεσιών καταθέτουν τα μπλοκάκια τους… Νεκρώνεται η οικονομική δραστηριότητα στον τόπο; Όχι. Απλώς οι Έλληνες μεταναστεύουν μαζικά στη ζώνη του λυκόφωτος. Της παραοικονομίας.
“Δεν με συμφέρει πιά να εισπράττω τον μισθό μου…” μου εξομολογήθηκε ένας γνωστός μου, τριανταπεντάρης. “Και τι θα κάνεις; Θα παραιτηθείς από τη δουλειά σου;” “Τυπικά. Θα συνεχίσω, στην πραγματικότητα, να εργάζομαι κανονικότατα. Το αφεντικό μου απλώς θα με αμείβει σε είδος. Θα καλύπτει από την τσέπη του το σούπερ-μάρκετ, τις βενζίνες μου, όλα εν πάση περιπτώσει τα έξοδά μου μέχρι του ύψους του μισθού μου. Κι εκείνον τον συμφέρει. Θα κινούμαστε εφεξής κάτω από το ραντάρ της εφορίας. Και θα έχω και το επίδομα ανεργίας!” “Και το ταμείο υγείας; Και η σύνταξη;” “Έχω ευτυχώς ιδιωτική ασφάλιση. Μέχρι να βγω δε στη σύνταξη -στα εβδομηνταπέντε μου και νωρίς λέω- ποιός ζει, ποιός πεθαίνει….”
Αποτελεί οξύμωρο αλλά το μόνο που θα επιτύχει η κυβέρνηση πασχίζοντας να αλυσοδέσει την αγορά θα είναι να την απελευθερώσει πλήρως. Να τη βγάλει εκτός ελέγχου. Και να μειώσει δραματικά τη φορολογητέα ύλη.
Μπορεί η εφορία να επιχειρεί κατά καιρούς αιφνιδιαστικούς ελέγχους. Δεν θα αποσκοπεί όμως παρά στη δημιουργία εντυπώσεων. Ή στο ξετίναγμα συγκεκριμένων στόχων για συγκεκριμένους λόγους.
Ακόμα και ο πιό ακραία νεοφιλελεύθερος, ακόμα και όποιος αντιλαμβάνεται την κοινωνία όχι ως σύνθεση προσώπων αλλά σαν απλό άθροισμα ατόμων, δεν θα μπορούσε να επιχαίρει με μια τέτοια διαφαινόμενη εξέλιξη. Όσοι έχουμε ταξιδέψει στις χώρες του εφαρμοσμένου -όπως τον αποκαλούσαν- σοσιαλισμού ευθύς μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, έχουμε δει με τα μάτια μας που οδηγεί η πλήρης απαξίωση των κρατικών δομών. Πώς οι ζωές των πιό αδύναμων κυριολεκτικά σαρώνονται όταν επικρατήσει το δόγμα “ο σώζων εαυτόν σωθήτω”.
Τι ειρωνεία! Η σημερινή κυβέρνηση, που εξελέγη για να προασπιστεί -όπως διακήρυττε- τα συμφέροντα των πολλών, σπρώχνει τον κάθε πολίτη να νοιάζεται αποκλειστικά για την πάρτη του. Προωθεί με τα έργα της την πλέον άτεγκτη μορφή εγωισμού: Τον εγωισμό της ανάγκης.