Εύα Στάμου
Αthens Voice, 08/07/2018
Ο βασικός λόγος που οι λαϊκιστές πολιτικοί ακούγονται τόσο ελκυστικοί είναι ότι με τη ρητορική τους φροντίζουν να απαλλάξουν τους πολίτες από οποιαδήποτε ευθύνη για την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα τους. Για να το επιτύχουν αυτό, οι λαϊκιστές κατασκευάζουν κατ’ αρχάς έναν εχθρό –εσωτερικό ή εξωτερικό- στον οποίο αποδίδουν τα μείζονα προβλήματα και τα μέγιστα αδιέξοδα που βιώνει ένας λαός.
Η οργανωμένη στοχοποίηση –κι ο συνακόλουθος αποκλεισμός- μιας ομάδας ανθρώπων που υποτίθεται ότι ευθύνεται για την οικονομική πτώχευση ή την κοινωνική αναταραχή, επιτυγχάνει δυστυχώς τη συσπείρωση όσων πολιτών διψούν για απλοϊκές συνταγές.
Αρκετοί από τους πολίτες που γοητεύονται από τους δημαγωγούς δεν διαθέτουν τη συναφή εκπαίδευση και τα κατάλληλα εργαλεία ώστε να αναλύσουν και να κατανοήσουν τις πραγματικές, συχνά περίπλοκες, αιτίες πίσω από τα φαινόμενα, και να αποφύγουν τις παγίδες της συνωμοσιολογίας που ευδοκιμεί την εποχή των fake news. Κάποιοι άλλοι απλώς «αυταπατώνται».
Είτε η δαιμονοποίηση αφορά τους Μεξικάνους –όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Ντόναλντ Τραμπ-, είτε τους μετανάστες από την ανατολική Ευρώπη -όπως στην περίπτωση του Βρετανικού UKIP, που με τη συστηματική προπαγάνδα οδήγησε τελικά στο Brexit-, είτε στους πρόσφυγες από την Αφρική και την Μέση Ανατολή -όπως συμβαίνει στην Αυστρία, την Ουγγαρία, την Πολωνία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες-, το κοινό χαρακτηριστικό είναι η χειραγώγηση των πολιτών από επιτήδειους δημαγωγούς με σκοπό τη μετάθεση των εσωτερικών προβλημάτων σε εξωτερικούς εχθρούς.
Είναι μάλιστα ενδιαφέρον ότι, όπως έκαναν στη Βρετανία οι ηγετικές φιγούρες του UKIP, έτσι ακριβώς και ο Τραμπ έπεισε τους οπαδούς του ότι μια πιθανή εισροή προσφύγων θα απειλήσει σοβαρά το ήδη επιβαρυμένο Αμερικάνικο Σύστημα Υγείας και ότι προκειμένου να υπάρξουν πόροι για την υγειονομική μέριμνα των αμερικανών πολιτών θα πρέπει, με κάθε μέσο, να κρατηθούν μακριά οι μετανάστες από τη Λατινική Αμερική.
Ας έρθουμε στα δικά μας και ας σκεφτούμε επίσης τον τρόπο με τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ, διαστρέφοντας βασικά οικονομικά και δημοσιονομικά δεδομένα, απέδωσε όλα τα προβλήματα της χώρας μας στους ευρωπαίους εταίρους μας, τους οποίος μετονόμασε συλλήβδην και υποτιμητικά σε «δανειστές», παρασύροντας τους Έλληνες πολίτες σε ένα διχαστικό Δημοψήφισμα, για να ανατρέψει ο ίδιος κατόπιν το καταστροφικό του αποτέλεσμα -αφού είχε όμως πρώτα εξασφαλίσει την υποστήριξη ή την ανοχή του μεγαλύτερου τμήματος των ψηφοφόρων.
Σήμερα, τρία χρόνια μετά τον Ιούλιο του 2015, πιστεύω πως είναι πολύ σημαντικό, όσοι (πολιτικοί, δημοσιογράφοι, πολίτες) με οποιονδήποτε τρόπο πήραν μέρος στην προώθηση της άποψης ότι πρέπει να βγει η χώρα από την Ευρώπη, να παραδεχθούν ότι έσφαλαν.
Όχι επειδή αυτό φαίνεται ότι έκανε ήδη με τη συνέντευξή του στη «Die Welt» ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, όχι επειδή τίθεται κάποιο θέμα «εκδίκησης» -η οποία υποτίθεται ότι είναι «ένα πιάτο που σερβίρεται κρύο»-, ούτε επειδή οι υποστηρικτές του ΝΑΙ συκοφαντήθηκαν και κατηγορήθηκαν άδικα ως «προδότες», από τους δημαγωγούς, και ήρθε η ώρα να δικαιωθούν.
Πολύ απλά, οι υποστηρικτές του ΟΧΙ οφείλουν να κάνουν την αυτοκριτική τους αναφορικά με εκείνη τη συγκεκριμένη επιλογή τους, επειδή πρέπει επιτέλους να αρχίσουμε και σε αυτή τη χώρα να αναλαμβάνουμε τις μικρές ή μεγάλες ευθύνες που μας αναλογούν.
Μόνο έτσι θα διασφαλίσουμε ένα πιο ώριμο εκλογικό σώμα, μόνο έτσι θα απαλλαγούμε από τη θυματοποίηση –η οποία είχε πάντα καταστροφικές επιπτώσεις στην ιστορία των λαών–, μόνο έτσι θα αποκρούσουμε στο μέλλον τα «μάγια» των επίδοξων δημαγωγών που διψασμένοι για εξουσία θα επιχειρήσουν ακόμα μία φορά να μας παραπλανήσουν.
Μόνο έτσι θα κατανοήσουμε ότι κοινός εχθρός όλων μας είναι τελικά ο λαϊκισμός.
Όσοι αμφιβάλλουν, ας σκεφτούν πως η Ελλάδα σήμερα πληρώνει τόσο τον εγχώριο λαϊκισμό, όσο και τον λαϊκισμό των ξένων ηγετών που έχουν κλείσει τα σύνορά τους στις προσφυγικές ροές, όπως ακριβώς υποσχέθηκαν στο δικό τους εκλογικό ακροατήριο.
Το αποτέλεσμα είναι η Ελλάδα –και λόγω της περιορισμένης διαπραγματευτικής ικανότητας της κυβέρνησης– να συνεχίζει να δέχεται πρόσφυγες τη στιγμή που, λόγω της κρατικής κακοδιαχείρισης, δεν μπορεί να προσφέρει ούτε σε αυτούς τους κατατρεγμένους ανθρώπους, αλλά ούτε και στις κοινότητες που φιλοξενούν τα hot spot, μια ασφαλή και αξιοπρεπή διαβίωση.