Παύλος Παπαδόπουλος
Η Καθημερινή, 16/04/2018
Η στρατηγική του Ελσίνκι, δηλαδή η μεταβολή των ελληνοτουρκικών σχέσεων σε ευρωτουρκικές, «γεννήθηκε» μέσα από την κρίση των Ιμίων. Ο αείμνηστος Νίκος Θέμελης, ο συγγραφέας της «Αναζήτησης», της «Ανατροπής» και της «Αναλαμπής» και στενός συνεργάτης του Κώστα Σημίτη από το 1981, έλεγε στους συνομιλητές του ότι τα Ίμια επιβεβαίωσαν μια εδραία πεποίθησή του. Γνώστης της Ιστορίας, πίστευε ότι οι τριβές με την Τουρκία εκπορεύονται από τα βάθη των αιώνων, επαναλαμβάνονται σε κάθε εποχή και προκαλούν κρίσεις με έκβαση απρόβλεπτη.
Μαζί με τον Κώστα Σημίτη, αρκετά χρόνια προτού φτάσει η ώρα της πρωθυπουργίας, συζητούσαν στο γραφείο της οδού Ακαδημίας ότι η μόνη στρατηγική για τη μεταβολή αυτής της νομοτελειακής «ιστορικής μηχανικής» ήταν η αξιοποίηση του ευρωπαϊκού κεκτημένου για την οικοδόμηση μιας «Ισχυρής Ελλάδας» που θα θωράκιζε και την Κύπρο. Η Ευρώπη θα μπορούσε να μεταβάλει την ελληνοτουρκική ισορροπία συμφερόντων που συντηρούσε την ένταση στο Αιγαίο και κρατούσε παγωμένη την εξίσωση του Κυπριακού.
«Ποιος ενδιαφέρεται για τo Κυπριακό, κ. Θέμελη;», του είχε πει το 2002 ένας συνεργάτης του που ανησυχούσε περισσότερο για τις δημοσκοπήσεις και λιγότερο για τα εθνικά θέματα. «Η εθνική γραμμή του ελληνισμού βρίσκεται σήμερα στην Κύπρο» ήταν η απάντηση του Θέμελη. «Αν δεν κρατήσουμε ισχυρή την εθνική γραμμή στην Κύπρο, αύριο θα μετατοπιστεί στην Κρήτη». Η ενίσχυση της «εθνικής γραμμής» στο Αιγαίο και στην Κύπρο στηρίχθηκε σε μια «σημιτική» μεθοδολογία που ελάχιστα έχει συζητηθεί πέρα από τον κύκλο των άμεσων συνεργατών του.
Ο πρώην πρωθυπουργός περιγράφει στις ιδιωτικές συζητήσεις του ότι το «κλειδί» για την υποστήριξη των ελληνικών θέσεων από τους εταίρους ήταν η διαμόρφωση μιας στρατηγικής για την υποστήριξη των θέσεων των εταίρων από την Ελλάδα. Ο Θέμελης έχει αναφερθεί στην τακτική αυτή ως εξής: «Συνήθως οι μικρές χώρες φωνασκούν για τα δικά τους θέματα και αδιαφορούν για όλα τα υπόλοιπα. Εμείς μελετούσαμε συστηματικά τα θέματα κοινού ενδιαφέροντος των ισχυρών ευρωπαϊκών χωρών. Γνωρίζαμε τι επιδίωκαν και δρούσαμε αναλόγως. Αυτές διαπίστωναν ότι η Ελλάδα αναπτύσσει ρόλο εποικοδομητικό και μας επέστρεφαν τη διευκόλυνση στα θέματα που απασχολούσαν εμάς».
Η φράση του Κλίντον, η ευρωπαϊκή στάση και οι εξοπλισμοί
«Η Τουρκία μας λέει τα δικά σου δικά μου και τα δικά μου δικά μου», είπε ο Μπιλ Κλίντον στον Έλληνα πρωθυπουργό όταν τον υποδέχτηκε στον Λευκό Οίκο στις 9 Απριλίου 1996. Ο Αμερικανός πρόεδρος είχε συμβάλει στην εκτόνωση της κρίσης τη νύχτα των Ιμίων και γνώριζε τα θέματα. Πώς εξηγείται, όμως, αυτή η υποστηρικτική φράση;
Τα Ίμια ήταν η πρώτη –και μοναδική έως σήμερα– απόπειρα αμφισβήτησης ηπειρωτικού χώρου της Ελλάδας. Η Τουρκία επιδίωξε –και απέτυχε– να οδηγήσει σε διμερή διαπραγμάτευση το ζήτημα του προσδιορισμού της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο, παρακάμπτοντας τους κανόνες του διεθνούς δικαίου. Ο πρώην πρωθυπουργός αποφάσισε ότι η Ελλάδα θα πρέπει να αξιοποιήσει τη θέση της στην Ευρωπαϊκή Ένωση προκειμένου να αναγκάσει την Τουρκία να υποχωρήσει και να αποδεχθεί την εφαρμογή των αρχών του διεθνούς δικαίου ως μέσου επίλυσης διαφορών. Η αποδοχή των κανόνων αυτών από την Άγκυρα θα ήταν το «αντάλλαγμα» για την ωρίμανση των ευρωτουρκικών σχέσεων που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε.
Η πρώτη πρωτοβουλία του πρώην πρωθυπουργού την άνοιξη του 1996 ήταν να επισκεφθεί τις ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες και τις ΗΠΑ. Ταξίδεψε στο Βέλγιο, στη Γερμανία, στη Γαλλία, στη Βρετανία και στην Ιταλία, που ήταν προεδρεύουσα χώρα της Ε.Ε. Ο Γάλλος πρόεδρος Ζακ Σιράκ ήταν ο πρώτος ηγέτης που τάχθηκε υπέρ της παραπομπής των διαφορών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, ενώ ο Γερμανός καγκελάριος Χέλμουτ Κολ αποδέχθηκε εμμέσως την έννοια των ενιαίων ευρωπαϊκών συνόρων, παρατηρώντας ότι πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος για την επίλυση συνοριακών διαφορών που υφίστανται σε διάφορες περιοχές της Ένωσης.
Στις 26 Φεβρουαρίου 1996, λιγότερο από έναν μήνα μετά τα Ίμια, στο Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων, όπου την Ελλάδα εκπροσώπησε ο ΥΠΕΞ Θεόδωρος Πάγκαλος, η Ευρωπαϊκή Ένωση για πρώτη φορά αποδέχθηκε ότι η τουρκική επιθετικότητα κατά της Ελλάδας επηρέαζε τις ευρωτουρκικές σχέσεις. Η Ελλάδα «πάγωσε» το χρηματοδοτικό πακέτο προς την Άγκυρα, απότοκο της τελωνειακής ένωσης Ε.Ε. – Τουρκίας της 6ης Μαρτίου 1995. Η εξέλιξη αυτή προβλημάτισε τον Λευκό Οίκο. Ο πρόεδρος Κλίντον έστειλε επιστολή στον κ. Σημίτη με ουσιαστικές διατυπώσεις για την πρόθεση των ΗΠΑ να συνδράμουν στην επίλυση των ανοιχτών ζητημάτων. Κάπως έτσι, λίγες εβδομάδες μετά, ο κ. Κλίντον αποδέχθηκε το γενικό πλαίσιο των ελληνικών θέσεων για τα ελληνοτουρκικά και την Κύπρο και στο τέλος των συνομιλιών στον Λευκό Οίκο είπε στον κ. Σημίτη την επίμαχη φράση για την Τουρκία.
Τα οφέλη των συμμάχων
Όλες αυτές οι κινήσεις υποστήριξης στην Ελλάδα ήταν συμβατές με τη στρατηγική των μεγάλων δυνάμεων να θέτουν όρια στην Τουρκία χωρίς ταυτόχρονα να την αποξενώνουν από τη Δύση. Ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ διέβλεπαν ότι η ένταξη της Τουρκίας στην Ένωση, που διακαώς προωθούσαν, δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί υπό συνθήκες ελληνοτουρκικής σύγκρουσης. Ενδιαφέρονταν λοιπόν να υποστηρίξουν το ελληνικό σχέδιο για την υπέρβαση των διαφορών, που άλλωστε ήταν το μοναδικό που υπήρχε. Τρίτον και ίσως σημαντικότερο, η Ελλάδα επρόκειτο να προχωρήσει σε σημαντικές παραγγελίες αμυντικών εξοπλισμών και οι ισχυροί ηγέτες ήθελαν με την υποστηρικτική τους στάση να διεκδικήσουν σοβαρό μερίδιο για τις αμυντικές βιομηχανίες τους.
Οι πιο κρίσιμες ημέρες πριν από τις αποφάσεις
Η λογομαχία Σημίτη – Σιράκ είναι ένα από τα περιστατικά του δρόμου προς το Ελσίνκι. Κατ’ αρχήν, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Νόρντβεϊγκ της Ολλανδίας (23-24 Mαΐου 1997) και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Άμστερνταμ (16-17 Ιουνίου), η ελληνική πλευρά δοκίμασε και πέτυχε να συμπεριληφθεί στα συμπεράσματα η δέσμευση της Ένωσης για την προστασία των εξωτερικών συνόρων. Ως εκεί, καλώς. Το πρόβλημα προέκυψε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λουξεμβούργου (12-13 Δεκεμβρίου 1997). Η Ε.Ε. θα αποφάσιζε την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με αρκετές χώρες, θα δήλωνε ότι θα συνέχιζε τις συζητήσεις με την Τουρκία, αλλά δεν θα προχωρούσε στην ανακήρυξή της σε υποψήφια χώρα.
Γι’ αυτό οι ηγέτες ήταν απρόθυμοι να συνοδεύσουν την ψυχρολουσία προς την Τουρκία με επιπλέον «ελληνικούς όρους». Το αδιέξοδο που προέκυψε ξέσπασε, αργά τη νύχτα, σε λογομαχία μεταξύ του κ. Σημίτη και του κ. Σιράκ σε άψογα γαλλικά. Ο καβγάς αυτός, ίσως επειδή έγινε στα γαλλικά, αποτέλεσε την αφετηρία για τη φιλία και τη συνεργασία των δύο ηγετών που αναπτύχθηκε στα επόμενα χρόνια, με αποκορύφωμα τα εύσημα του κ. Σιράκ για τη διαχείριση του πολέμου στο Ιράκ από την ελληνική προεδρία το 2003. Οσο για τη διατύπωση για την παραπομπή των διαφορών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, «πέρασε» στα συμπεράσματα της Συνόδου του Λουξεμβούργου με τη συμβολή του οικοδεσπότη και ορκισμένου φίλου της Ελλάδας Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ.
Όπως αναφέρει ο Κώστας Σημίτης στο βιβλίο του «Πολιτική για μια δημιουργική Ελλάδα 1996-2004» (εκδόσεις Πόλις, 2005), από το 1997 έως τη Σύνοδο του Ελσίνκι (10-11 Δεκεμβρίου 1999) εργάστηκαν συστηματικά με επαφές σε όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ο Νίκος Θέμελης, ο Γιάννος Κρανιδιώτης, ο καθηγητής Χρήστος Ροζάκης, οι πρέσβεις Αριστείδης Αγαθοκλής και Θεόδωρος Σωτηρόπουλος, ο Θεόδωρος Πάγκαλος και ο Γιώργος Παπανδρέου που διαδέχθηκε τον κ. Πάγκαλο στο υπουργείο Εξωτερικών την άνοιξη του 1999. Είκοσι ημέρες πριν από το Ελσίνκι, ο πρόεδρος Κλίντον επισκέφθηκε μια Αθήνα «βομβαρδισμένη» από διαδηλωτές αγανακτισμένους κατά των ΗΠΑ. Υποστήριξε, όμως, την αρχή της παραπομπής των διαφορών στη Χάγη.
Σκληρές διαπραγματεύσεις
Στο Ελσίνκι οι δρόμοι ήταν χιονισμένοι. Εξίσου παγωμένη ήταν και η υποδοχή των Ελλήνων. Το πρώτο κείμενο που παρουσίασε ο προεδρεύων Πάαβο Λίπονεν απορρίφθηκε από την ελληνική πλευρά. Οι εταίροι ήθελαν αφενός να δοκιμάσουν την επιμονή της Ελλάδας στις προτάσεις της και αφετέρου να δείξουν στην Τουρκία ότι δεν ήταν πρόθυμοι να αποδεχθούν τις ελληνικές θέσεις. Το συμβούλιο διακόπηκε. Εγιναν διαρκείς τριμερείς συνεννοήσεις. Ο τότε γ.γ. του ΝΑΤΟ Χαβιέ Σολάνα συνέβαλε ώστε ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Μπουλέντ Ετζεβίτ να συναινέσει στις αποφάσεις, παρότι η χώρα του δεν είχε αποδεχθεί το Διεθνές Δικαστήριο και δεν είχε υπογράψει τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982. Μάλιστα ο κ. Σολάνα με τη λήξη της συνόδου μετέβη στην Άγκυρα για να προσφέρει τις αναγκαίες διαβεβαιώσεις και να κατευνάσει τα πνεύματα.
Τελικώς, στο Ελσίνκι αποφασίστηκε ότι η Κύπρος θα ενταχθεί στην Ένωση χωρίς απαραιτήτως να επιλυθεί το Κυπριακό, κάτι που έγινε, και η Τουρκία αποδέχθηκε ότι για να συνεχίσει να διαλέγεται με την Ευρώπη, οφείλει να παραπέμψει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης όσες διαφορές επί της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου δεν θα μπορούσαν να επιλυθούν μέσα από διάλογο έως το 2004, κάτι που δεν έγινε. Ηταν μια νίκη της Ελλάδας που ήρθε έπειτα από σχεδόν τέσσερα χρόνια επίμονης εφαρμογής μιας στρατηγικής, που ελάχιστοι πίστευαν ότι θα πετύχει.
Οι απόρρητες συνομιλίες, το Καστελλόριζο και η «χτένα» στο Αιγαίο
Ο ελληνοτουρκικός διάλογος για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο ξεκίνησε μετά το Ελσίνκι και διήρκεσε έως το 2005 υπό συνθήκες άκρας μυστικότητας. Επικεφαλής από ελληνικής πλευράς ήταν ο τότε διοικητής της ΕΥΠ, πρέσβης Παύλος Αποστολίδης. Αρωγός σε θέματα διεθνούς δικαίου ήταν ο καθηγητής Χρήστος Ροζάκης. Παρά την πλήρη μυστικότητα, οι κύριες παράμετροι των συζητήσεων ήταν οι ακόλουθες: Οι Τούρκοι έτειναν να αποδεχθούν ότι, όπως ορίζει το διεθνές δίκαιο, οι νήσοι του Αιγαίου διαθέτουν όλες ανεξαιρέτως υφαλοκρηπίδα. Γνώριζαν ασφαλώς ότι κάθε νησί ή βραχονησίδα έχει διαφορετική «επήρεια» (effect) στη διαμόρφωση των ορίων της υφαλοκρηπίδας του και ότι η μέγιστη επήρεια προβάλλεται από τον ηπειρωτικό όγκο που μπορεί να υπάρχει απέναντι. Δηλαδή, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης είναι πιθανόν να αποφάσιζε ότι π.χ. η «επήρεια» της ηπειρωτικής Τουρκίας στην υφαλοκρηπίδα μεταξύ των τουρκικών ακτών και του Καστελλόριζου θα ήταν μεγαλύτερη από εκείνη του Καστελλόριζου.
Επίσης, η Τουρκία προέβαλλε το αίτημα να αποκτήσουν τα λιμάνια της (Σμύρνη, Κουσάντασι κ.λπ.) άνοιγμα στην αιγιαλίτιδα ζώνη, με αποτέλεσμα ο χάρτης του Αιγαίου να αποκτούσε εικόνα «χτένας» με αιχμές τις εξόδους των τουρκικών λιμένων. Για να ενισχυθεί περισσότερο η ελληνικότητα του θαλάσσιου άξονα Ρόδου-Καστελλόριζου, οι Τούρκοι φέρονται να πρότειναν την επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης και της υφαλοκρηπίδας στο Νότιο Αιγαίο πέραν όσων ορίζει το διεθνές δίκαιο, με «αντάλλαγμα» μια αντίστοιχη επέκταση υπέρ της Τουρκίας στο Βόρειο Αιγαίο.
Ο αντίλογος στο Ελσίνκι
Η κυβέρνηση Καραμανλή τήρησε σαφείς αποστάσεις από τη στρατηγική του Ελσίνκι, θεωρώντας απαράδεκτο ότι η κυβέρνηση Σημίτη για πρώτη φορά αναγνώριζε ότι η Τουρκία έχει ζωτικά συμφέροντα στο Αιγαίο. Ο αντίλογος, δηλαδή, στη στρατηγική του Ελσίνκι που εκφράστηκε από την πλευρά του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή, ήταν ότι η Ελλάδα δεχόταν για πρώτη φορά να παραπεμφθούν στη Χάγη όσες διαφωνίες παραμείνουν για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου μετά έναν διάλογο των δύο πλευρών επί των ελληνοτουρκικών, δεσμευόμενη ότι στο τέλος θα αποδεχθεί το αποτέλεσμα του Διεθνούς Δικαστηρίου. Και άρα, ότι θα συνυπογράψει ενδεχομένως και μια συμβιβαστική απόφαση η οποία να μην μπορεί να γίνει αποδεκτή από την ελληνική πλευρά, επιβάλλοντας ακόμη και μία σοβαρή υποχώρηση από τις πάγιες ελληνικές θέσεις στα ζητήματα του Αιγαίου. Ο κ. Σημίτης, πάντως, με δηλώσεις του, το 2016 και πρόσφατα, συνιστά την επαναφορά των ευρωτουρκικών σχέσεων με γνώμονα το Ελσίνκι, θεωρώντας ότι η Τουρκία εξακολουθεί να υπολογίζει στην Ευρώπη.