Νίκος Κωνσταντάρας
Η Καθημερινή, 10/11/2018
Είναι κοινός τόπος ότι όσο μεγαλώνουμε τόσο αναπολούμε το παρελθόν, είτε επειδή «τα πράγματα ήταν καλύτερα» τότε είτε επειδή εμείς ήμασταν καλύτεροι – δηλαδή νεότεροι. Τελευταία, όμως, από γλυκόπικρη προσωπική ανάμνηση, η νοσταλγία μετατρέπεται σε κινητήριο δύναμη της πολιτικής, καθώς πολλοί πολίτες χάνουν την εμπιστοσύνη τους στο μέλλον και είναι θυμωμένοι με το παρόν. Βλέπουμε την οργή όσων πιστεύουν ότι «οι ξένοι» και οι «πουλημένες» ελίτ τούς στερούν την πατρίδα όπως πίστευαν ότι αυτή ήταν. Βλέπουμε τους Βρετανούς που ήθελαν το Brexit να οραματίζονται την επιστροφή στις ημέρες της αυτοκρατορίας, ενώ όσοι θέλουν να παραμείνει η χώρα στην Ευρωπαϊκή Ενωση πιστεύουν με πάθος ότι η «διόρθωση» ενός νέου δημοψηφίσματος θα επαναφέρει τη Βρετανία στην ευρωπαϊκή της τροχιά, σαν να μην έχουν δηλητηριαστεί ήδη η πολιτική και η κοινωνία, σαν να μην έχει αλλάξει ριζικά η Βρετανία. Στην Αμερική, η προσταγή του Ντόναλντ Τραμπ «Κάνε την Αμερική μεγάλη πάλι» έχει ριζώσει σε μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού, όπως απέδειξαν οι πρόσφατες εκλογές.
Ερευνα του Ιδρύματος Bertelsmann, που δημοσιεύθηκε τη Δευτέρα (5/11), αναδεικνύει τον κυρίαρχο ρόλο που παίζει η νοσταλγία στην Ευρώπη, όπου το 67% των 10.885 ερωτηθέντων πιστεύει ότι «ο κόσμος ήταν καλύτερος πριν». Η δημοσκόπηση eupinions διεξήχθη τον περασμένο Ιούνιο στις 28 χώρες-μέλη (δημοσιεύονται συγκεκριμένα στοιχεία μόνο για τις πέντε μεγαλύτερες χώρες). Μεταξύ των ευρημάτων είναι ότι οι Ευρωπαίοι που αισθάνονται νοσταλγία τοποθετούν εαυτούς στα δεξιά του πολιτικού κέντρου, σε αντίθεση με τους «μη νοσταλγούς», και εκφράζονται πιο έντονα εναντίον της μετανάστευσης: 53% των νοσταλγών πιστεύει ότι οι μετανάστες «μάς παίρνουν τις δουλειές», ενώ το 30% των μη νοσταλγών πιστεύει αυτό. Από τους δεύτερους, το 63% θεωρεί ότι η μετανάστευση είναι καλή για την οικονομία. Οπως αναμενόταν, οι μεγαλύτερες ηλικίες δείχνουν περισσότερη νοσταλγία (70% των 56-65χρονων), ενώ στους κάτω των 25 χρόνων το ποσοστό πέφτει στο 52%. Πάντως, σύμφωνα με την έρευνα, υπάρχει σχετική ομοψυχία όσον αφορά το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με την πλειοψηφία να θέλει περισσότερη πολιτική και οικονομική ενοποίηση (51% οι νοσταλγοί και 57% οι μη νοσταλγοί), καθώς και πιο έντονη παρουσία της Ε.Ε. στη διεθνή σκηνή (80% και 85%, αντιστοίχως). Αξίζει να σημειώσουμε ότι σε έρευνα της διαΝΕΟσις τον Μάρτιο, το 67,6% των Ελλήνων έχει «θετική και μάλλον θετική» αποτίμηση για τη συμμετοχή της Ελλάδας στην Ε.Ε. (υποθέτουμε, βέβαια, ότι ο αριθμός των Ελλήνων νοσταλγών πρέπει να είναι μεγάλος).
Η Ιζαμπέλ Χόφμαν, ειδικός για θέματα Ευρώπης στο Ινστιτούτο Bertelsmann, παρατηρεί ότι «Η νοσταλγία είναι ενδεικτική υψηλού επιπέδου κοινωνικής ανασφάλειας». Σύμφωνα με τη Χόφμαν και άλλους συγγραφείς της μελέτης, όμως, «η αντίληψη ενός ένδοξου παρελθόντος, που συχνά έχει αρνητικές αποχρώσεις στον δημόσιο χώρο, παίζει σημαντικό ρόλο στο ότι μπορεί να προσφέρει σταθερότητα και υποστήριξη. Κόμματα το εκμεταλλεύονται αυτό για να μετατρέψουν αναφορές στο παρελθόν, την αβεβαιότητα και τους φόβους σε ψήφους». Παρατηρούν, επίσης, ότι «μια ματιά στις ΗΠΑ και στη Μεγάλη Βρετανία δείχνει ότι είναι ακριβώς αυτές που υπόσχονται επιστροφή στα μεγαλεία του παρελθόντος και στη σταθερότητα που έχουν προκαλέσει ταραχή».
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας, ο Βρετανός φιλόσοφος Julian Baggini (Τζούλιαν Μπαγκίνι) γράφει στον Guardian: «Ο πολιτικός λαϊκισμός λέει στους ανθρώπους ότι η θλίψη τους δεν είναι αναγκαία επειδή το παρόν μπορεί να γίνει όπως ήταν το παρελθόν. Οι πόλεις με τις χαλυβουργικές βιομηχανίες μπορούν να αναστηθούν, οι δρόμοι μπορούν να ελευθερωθούν απ’ όσους έχουν διαφορετική προφορά η άλλο χρώμα δέρματος, οι συντάξεις θα πληρώνονται όπως πριν, παρότι ο αριθμός των συνταξιούχων μεγαλώνει ραγδαία. Το παρελθόν δεν είναι χαμένο, απλώς κρατείται μακριά από τις πουλημένες ελίτ που βρήκαν ότι τους εμπόδιζε». Προσθέτει, όμως, ότι «μια καλύτερη, στοχαστική νοσταλγία μπορεί να κάνει έναν θρήνο για το παρελθόν να μας βοηθήσει να χτίσουμε διαφορετικό μέλλον. Αυτό απαιτεί απ’ εμάς να ξεχωρίσουμε αυτό που δεν σώζεται απ’ αυτό που βρίσκεται ηττημένο αλλά έχει ζωή ακόμη». Και θέτει το ερώτημα: «Γιατί να μην αισθανόμαστε νοσταλγοί εάν το συναίσθημα που αυτό προκαλεί μας κάνει να εστιάσουμε την προσοχή μας στον πολύτιμο στόχο της ευρωπαϊκής συνεργασίας;»
Σύμφωνα με τον Μπαγκίνι, «είναι λάθος να απορρίπτουμε τη νοσταλγία ως άχρηστη, επιμένοντας ότι το παρόν είναι καλύτερο σε όλα και ότι μόνο το μέλλον μετράει. Ο άνθρωπος που είναι ικανός να βλέπει μόνο μπροστά είναι το ίδιο προβληματικός με αυτόν που βλέπει μόνο πίσω. Η ιδέα ότι δεν πρέπει να κάνουμε ούτε το ένα ούτε το άλλο, αλλά απλώς να ζούμε τη στιγμή, είναι αφελής: οι ανθρώπινες σχέσεις και η αλληλεγγύη εξαρτώνται από το να μοιραζόμαστε το παρελθόν και το μέλλον».
Καθώς έχει αρχίσει η συζήτηση για τη μετα-λαϊκιστική εποχή –αυτή που ακολουθεί τις αναπόφευκτες αποτυχίες του λαϊκισμού– πρέπει να μελετήσουμε τις ανησυχίες και τις αναζητήσεις που ωθούν πολλούς στο να ενστερνιστούν πολιτικές αντίθετες με το συμφέρον τους και να δούμε πώς θα στραφούν σε θετική κατεύθυνση. Η αναζήτηση ενός εξιδανικευμένου παρελθόντος είναι εξίσου επικίνδυνη με τις ουτοπίες του μέλλοντος, που έθρεψαν ολοκληρωτικά καθεστώτα. Το παρελθόν είναι πάντα εδώ – εμείς θα επιλέξουμε εάν θα χτίσουμε πάνω του ή αν θα μας καταπλακώσει.