Κωνσταντίνος Ζούλας
Καθημερινή , 2/9/2017
Πολλά μπορεί κανείς να καταλογίσει στη Φώφη Γεννηματά, αλλά αν κάτι όλοι πια οφείλουν να της πιστώσουν, είναι ότι πέτυχε ό,τι δεν κατόρθωσαν δεκάδες πρόσωπα εδώ και τέσσερα χρόνια. Να συνενωθεί όλος ο χώρος του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς σε ένα νέο φορέα που προσβλέπει –μη γελιόμαστε– να εξοβελίσει τον ΣΥΡΙΖΑ στο πολιτικό περιθώριο που βρισκόταν προ του 2015 και να επανέλθει η χώρα μας σε μια ευρωπαϊκή πολιτική κανονικότητα. Να έχει δηλαδή μια κεντροδεξιά και μια κεντροαριστερή παράταξη και να μην κυβερνάται από μια τυχάρπαστη πολιτική παρέα ανθρώπων που πάσχουν είτε από αριστερή ιδεοληψία είτε από ψεκασμένο εθνικολαϊκισμό. Και που είναι πια προφανές πως ούτε σχέδιο είχαν, αλλά ούτε και κανένα δισταγμό να κάνουν οτιδήποτε –ακόμη και κόντρα στις υποτιθέμενες ηθικές τους συνειδήσεις– για να παραμείνουν στην εξουσία όσο περισσότερο μπορούν.
Το αν θα πετύχει, ωστόσο, το πολυσυζητημένο εγχείρημα θα εξαρτηθεί από δύο παράγοντες. Ο πρώτος αφορά τη στάση που θα κρατήσουν οι χαμένοι διεκδικητές της ηγεσίας. Για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, τόσο η Φώφη Γεννηματά και ο Νίκος Ανδρουλάκης, όσο κυρίως ο Στ. Θεοδωράκης και ο Γιώργος Καμίνης που περιγράφονται σήμερα ως οι επικρατέστεροι διεκδικητές, οφείλουν να δεσμευθούν πως δεν θα φύγουν αν χάσουν. Οτι σε κάθε περίπτωση δηλαδή θα παραμείνουν στον νέο φορέα όπως ακριβώς έκαναν και οι ηττημένοι διεκδικητές της ηγεσίας της Ν.Δ. Παρεμπιπτόντως σημειώνεται ότι χάριν και της αξιέπαινης πολιτικής στάσης του Ευ. Μεϊμαράκη, η Ν.Δ. έχει βρει εδώ και ενάμιση χρόνο μια σπάνια –για την ίδια– εσωκομματική ηρεμία, καθώς ακόμη και οι αντίπαλοι του κ. Μητσοτάκη τού εκχώρησαν αυτονόητα την απόλυτη ελευθερία ακόμη και της χάραξης της ιδεολογικής γραμμής του κόμματος.
Κάπως έτσι, όμως, οδηγούμαστε στον δεύτερο πιο κρίσιμο παράγοντα επιτυχίας του εγχειρήματος. Διότι αν κάτι επέτρεψε στη θέση της Κεντροαριστεράς να επιβληθεί ο λαϊκισμός του ΣΥΡΙΖΑ, ήταν γιατί το ΠΑΣΟΚ απεδείχθη ότι δεν είχε ούτε την ετοιμότητα και την ομοιογένεια, αλλά και ούτε και την ειλικρίνεια και το θάρρος να αντιμετωπίσει την κατάσταση που παρέλαβε. Αν το δει πια κανείς με την απόσταση του χρόνου, θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο Γιώργος Παπανδρέου απεδείχθη εκτός τόπου και χρόνου όχι μόνον γιατί αυτοϋπονομεύθηκε με το «Λεφτά υπάρχουν» και «Τα πιστόλια πάνω στο τραπέζι». Αλλά, γιατί ακόμη και όταν με τεράστια καθυστέρηση συνειδητοποίησε την κατάσταση της οικονομίας, επέλεξε να διατηρεί στην κυβέρνησή του ουκ ολίγους υπουργούς που μέχρι τέλους υπονόμευαν τις μεταρρυθμίσεις που ακόμη και ο ίδιος διατεινόταν ότι είναι σωτήριες για τη χώρα. Κοντολογίς η Κεντροαριστερά κατέρρευσε –κι ας μην το ομολογούν οι θιασώτες της– επειδή ούτε πίστεψε στην ανάγκη δραστικών αλλαγών ούτε όμως και μπήκε στον κόπο να αρθρώσει μια συνεκτική αντιπρόταση ανάκαμψης της οικονομίας μετά το τέλος των δανεικής ευμάρειας. Ακόμη και σήμερα η ΔΗΣΥ αφορίζει ως νεοφιλελεύθερες και συντηρητικές τις λύσεις που προτείνει η Ν.Δ., αλλά όταν η συζήτηση μπαίνει στην ουσία για το πώς θα βρεθούν τα χρήματα να συντηρηθεί το αδηφάγο κράτος και να μην καταρρεύσουν τα ασφαλιστικά ταμεία των 2,6 εκατ. συνταξιούχων, τα περισσότερα στελέχη της σφυρίζουν αδιάφορα.
Ιδού λοιπόν πεδίον δόξης λαμπρόν και για τους διεκδικητές της ηγεσίας του νέου φορέα, αλλά και για μας τους δημοσιογράφους. Και για να γίνω σαφέστερος θα απαριθμήσω κάποια πολύ συγκεκριμένα ερωτήματα που θα έθετα σήμερα σε όλους τους υποψήφιους αρχηγούς της νέας προοδευτικής παράταξης στο τηλεοπτικό debate που θα κάνουν, αξιώνοντας πειστικές απαντήσεις. Εχουμε και λέμε:
Συμφωνούν ή διαφωνούν με την πλειοψηφία των πολιτών που θέλουν μικρότερο και λιγότερο παρεμβατικό κράτος; Τι αντιπροτείνουν για τους ανελέητους φόρους που έχει επιβάλει ο ΣΥΡΙΖΑ και δολοφονούν επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα; Πόσο θα πρότειναν να μειωθούν οι συντελεστές και πώς να κλείσουν οι αντίστοιχες τρύπες στον προϋπολογισμό; Με ποιες ιδιωτικοποιήσεις διαφωνούν και σε ποιους τομείς πέραν της Υγείας και της Παιδείας πρέπει να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο το κράτος; Τι προτείνουν για να πάψουν οι εναπομείνασες ΔΕΚΟ να είναι προβληματικές; Πρέπει ή δεν πρέπει να αρθεί η μονιμότητα στο Δημόσιο; Να γίνει καθολική αξιολόγηση στο Δημόσιο που να οδηγεί και σε απολύσεις; Τι πιστεύουν για τις ευέλικτες σχέσεις εργασίας; Ναι ή όχι στην ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων; Και για να κλείσουμε με δύο θεσμικές μεταρρυθμίσεις: Συμφωνούν ή όχι με τη μείωση των βουλευτών σε 200; Θα δέχονταν τον ΕΝΦΙΑ να τον εισπράττουν οι δήμοι και όχι το κράτος για να αποκτήσει η Τοπική Αυτοδιοίκηση πλήρη αυτοτέλεια;
Σιγά μην απαντήσουν σε όλα αυτά τα ερωτήματα, σας σκέφτομαι να… σκέφτεστε. Μα ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο τα διετύπωσα. Αυτά είναι τα ερωτήματα που έχουμε πια όλοι. Αν οι διεκδικητές της νέας προοδευτικής παράταξης δεν έχουν πειστικές απαντήσεις και δεν αρθρώσουν επιτέλους μια συνεκτική πολιτική αντιπρόταση, θα εξακολουθήσουν να απορούν γιατί και ο νέος φορέας θα αποδειχθεί ένα θλιβερό και ετεροπροσδιοριζόμενο μονοψήφιο πολιτικό συμπλήρωμα μεταξύ της «νεοφιλελεύθερης» Ν.Δ. και του ανερμάτιστου ΣΥΡΙΖΑ.