Εφημερίδα Η Αξία
20 Οκτωβρίου 2012
Η οικονομική κρίση δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, ούτε την προκάλεσαν οι δυνάμεις του κακού. Η χώρα χρεοκόπησε γιατί στηρίχθηκε σε ένα πολιτικό σύστημα που υπολειπόταν κατά πολύ των αναγκών και απαιτήσεών της.
Ως εκ τούτου, το καίριο ζήτημα δεν είναι μόνο η δημοσιονομική προσαρμογή και οι διαρθρωτικές αλλαγές, που έτσι κι αλλιώς συνιστούν ζωτική ανάγκη για τη χώρα και την οικονομία, αλλά η εκ βάθρων αλλαγή όλων των πολιτικών και θεσμικών δομών που επί πολλές δεκαετίες κράτησαν τη χώρα στην υπανάπτυξη. Στο ζήτημα αυτό τα υπάρχοντα πολιτικά σχήματα είναι λογικό να αισθάνονται άβολα και αμήχανα, γιατί αντιλαμβάνονται ότι βασική προϋπόθεση επιτυχίας είναι η αυτοκατάλυσή τους.
Αρνούμενα να αποδεχτούν την αυτονόητη αυτή αλήθεια προσαρμόζουν τις πολιτικές τους στη διαχείριση των τρεχουσών αναγκών και απαιτήσεων. Αποποιούνται τις ευθύνες τους, καταφεύγοντας στις γνωστές πολιτικές σκιαμαχίες. Βλέπουν με επιφύλαξη, έως και εχθρότητα, την παρουσία νέων δυνάμεων. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε η παρουσία του Γιάννη Στουρνάρα στο υπουργείο Οικονομικών.
Το πολιτικό προσωπικό περισσότερο αντιλαμβάνεται την εξουσία ως λάφυρο και ευκαιρία για την ικανοποίηση προσωπικών φιλοδοξιών και πολύ λιγότερο ως μέσο για την προώθηση πολιτικών που θα έθεταν την Ελλάδα σε τροχιά ανάταξης και ανάκαμψης. Δεν είναι καθόλου τυχαία η δυστοκία που εμφανίζουν κυβερνητικοί τομείς που έχουν στελεχωθεί από πρόσωπα, τα οποία δεν φαίνεται να αντιλαμβάνονται τις συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί μετά τη χρεοκοπία.
Η τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά στηρίζεται σε δυνάμεις που εκ των πραγμάτων αδυνατούν να ανταποκριθούν στις νέες ανάγκες και απαιτήσεις. Ανεξαρτήτως της κομματικής προέλευσής τους είναι εμφανές ότι οι περισσότερες από τις δυνάμεις αυτές δεν μπορούν να κάνουν πράξη ούτε τις μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, αλλά ούτε να εναρμονίσουν την πολιτική των υπουργείων που προΐστανται με τη δημοσιονομική εξυγίανση. Στην πραγματικότητα είναι μια κυβέρνηση πολλαπλών ταχυτήτων. Το γεγονός αυτό επιτείνεται από τις αντιφάσεις, τη διστακτικότητα και τις παλινδρομήσεις των πολιτικών αρχηγών.
Η προσαρμογή της χώρας μας στα νέα δεδομένα και η ανταπόκρισή της στις δεσμεύσεις και υποχρεώσεις που έχει αναλάβει δεν προσκρούει μόνο στις αντικειμενικές συνθήκες, αλλά και στις υποκειμενικές αδυναμίες. Η δυσαρμονία που υπάρχει ανάμεσα στις ανάγκες της χώρας και στις δυνατότητες του πολιτικού συστήματος είναι κάτι περισσότερο από εμφανής, και λειτουργεί ως τροχοπέδη για την προώθηση των αλλαγών τόσο στη χώρα όσο και στα ίδια τα κόμματα.
Η Νέα Δημοκρατία, κληθείσα ως βασικός εταίρος να αναλάβει την ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας, στηρίχθηκε σε δυνάμεις που καμία σχέση δεν έχουν με τη μεταρρυθμιστική ατζέντα, την οποία πρέπει να υλοποιήσουν. Πώς είναι δυνατόν οι φορείς της γαλάζιας επέλασης να εξυγιάνουν το δημόσιο τομέα, κάνοντας βαθιές τομές; Για να μην αναφέρω εδώ τις πάλαι ποτέ αντιμνημονιακές της εξάρσεις.
Από την άλλη, το ακρωτηριασμένο ΠΑΣΟΚ, αν και δεν συμμετέχει με στελέχη του στην κυβέρνηση, βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση. Για παράδειγμα ζητάει να τεθεί υπό κοινοβουλευτικό έλεγχο το έργο του Ταμείου Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου, όταν ως κυβέρνηση το συνέστησε, θέλοντας να αποδεσμεύσει το εγχείρημα των αποκρατικοποιήσεων από πολιτικές και κομματικές επιρροές. Την ίδια στιγμή πρωτοκλασάτα στελέχη του φαίνεται να συνηγορούν με ακραίες φωνές που μιλούν για άρση της στήριξης της κυβέρνησης, ακόμη και για καταγγελία των μνημονίων.
Ο τρίτος κυβερνητικός εταίρος, η ΔΗΜΑΡ, αν και δεν έχει αποδεσμευτεί πλήρως από τις ιδεοληψίες της, τουλάχιστον η ηγεσία της δείχνει μεγαλύτερη υπευθυνότητα. Οι υπουργοί της βέβαια φαίνεται να παραμένουν προσκολλημένοι στις πολιτικές του παρελθόντος, παρέχοντας υποστήριξη στις συντεχνίες, αρνούμενοι στοιχειώδεις διαρθρωτικές αλλαγές.
Το συμπέρασμα βγαίνει αβίαστα: Τα κόμματα που στηρίζουν την κυβέρνηση παραμένουν προσηλωμένα, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, στις πολιτικές που μας οδήγησαν στην κρίση και στη χρεοκοπία. Κι αυτό γιατί οι δυνάμεις που είναι κυρίαρχες στους κόλπους τους έχουν γαλουχηθεί και εμποτιστεί από τον κρατισμό, τον λαϊκισμό, τις πελατειακές σχέσεις.
Η έξοδος, λοιπόν από την κρίση, δεν γίνεται να στηριχθεί στις δυνάμεις αυτές. Οι αναγκαίες για τη χώρα τομές δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν από όλους εκείνους που δημιούργησαν, τροφοδότησαν και ανέχτηκαν ένα στρεβλό μοντέλο οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας.
Το υπάρχον κομματικό σύστημα είναι αδύνατον να ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες και απαιτήσεις. Τις νέες πολιτικές μπορούν να τις υπηρετήσουν νέες δυνάμεις που είναι διάσπαρτες εντός και εκτός κομμάτων. Η χρεοκοπία της χώρας δεν καθιστά απαραίτητες μόνο τη δημοσιονομική εξυγίανση και τις διαρθρωτικές αλλαγές, αλλά και την αναδόμηση του πολιτικού συστήματος.
Η κρίση εκπροσώπησης που αντιμετωπίζουν τα κόμματα επιβεβαιώνει το τέλος του μεταπολιτευτικού κύκλου. Στην πολιτική σκηνή θα αναδυθούν νέες δυνάμεις που θα υπερβαίνουν τους παραδοσιακούς διαχωρισμούς. Το εγχείρημα της τρικομματικής κυβέρνησης αποδεικνύει ότι οι οριζόντιες διασυνδέσεις είναι πολύ πιο ισχυρές από τις παλιές διαχωριστικές γραμμές.
Το κομματικό σύστημα που κυριάρχησε τα τελευταία τριάντα οκτώ χρόνια πνέει τα λοίσθια. Η καταβαράθρωση του ΠΑΣΟΚ επιβεβαιώνει ότι τίποτα δεν είναι στατικό στην πολιτική. Η συρρίκνωση της Νέας Δημοκρατίας δημιουργεί νέα δεδομένα στον αποκαλούμενο κεντροδεξιό χώρο. Η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κυρίαρχη αντιπολιτευτική δύναμη συνιστά μια νέα πολιτική πραγματικότητα. Η εμφάνιση νέων σχημάτων στο χώρο της ακροδεξιάς δεν φαίνεται να είναι πρόσκαιρη.
Ως εκ τούτου, η αναδιάταξη των πολιτικών και κομματικών δυνάμεων εκ των πραγμάτων έχει τεθεί επί τάπητος. Το μεγάλο ζητούμενο είναι ποιες δυνάμεις θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις πραγματικές ανάγκες και απαιτήσεις της χώρας και της κοινωνίας, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στη διαμόρφωση ενός νέου πολιτικού συστήματος.