Εφημερίδα Η Αξία
21 Απριλίου 2012
Θεωρείται βέβαιο ότι οι επικείμενες εκλογές θα αλλάξουν τον πολιτικό χάρτη, αναδεικνύοντας μια πολυκομματική Βουλή και επισφραγίζοντας παράλληλα το τέλος του μονοκομματικού μοντέλου διακυβέρνησης.
Μέχρι πρότινος οι φυγόκεντρες τάσεις που εμφανίζονταν κατά καιρούς στα δύο μεγάλα κόμματα δεν απειλούσαν την ανθεκτικότητά τους και δεν έθιγαν τον πυρήνα τους, αφού τα ρήγματα που προκαλούσαν ήταν συγκυριακά. Σήμερα όμως, δεν έχουμε απλώς κλυδωνισμούς του δικομματισμού, αλλά στην πραγματικότητα κατάλυσή του.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι τα νεότοκα σχήματα δεν θα είναι κατ’ ανάγκη θνησιγενή. Ωστόσο, ο κατακερματισμός και οι ανάρμοστες πολιτικές συμπράξεις δείχνουν ότι τα πολιτικά ρεύματα της Μεταπολίτευσης, που είχαν στοιχεία ιδεολογικής συνοχής, απώλεσαν τη συνεκτικότητά τους.
Αναμφίβολα η περίοδος που διανύουμε είναι μεταβατική και κανείς δεν μπορεί να προδικάσει από τώρα αν οι αλλαγές που συντελούνται θα παγιωθούν. Σημαντικό ρόλο στην οριοθέτηση και στην αποσαφήνιση των εξελίξεων, θα διαδραματίσει το μετεκλογικό τοπίο και πρωτίστως η πορεία της χώρας στο νέο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον.
Παρακολουθώντας τα δύο αποκαλούμενα κόμματα εξουσίας την πολιτική ζωή να αποκτά καινούργια χαρακτηριστικά και το μεταπολιτευτικό υπόδειγμα να πνέει τα λοίσθια, συνειδητοποιούν σιγά σιγά ότι πρέπει να αλλάξουν στρατηγική. Η αδυναμία τους ωστόσο να διαχειριστούν τα νέα δεδομένα είναι εμφανής.
Η Νέα Δημοκρατία, παρά τις μεγάλες απώλειες από τα δεξιά, συμπεριφέρεται σαν η πολιτική κρίση να μην την ακουμπά. Προσπαθεί να δείξει ότι μόνο το ΠΑΣΟΚ υφίσταται τις συνέπειες και τις επιπτώσεις της, λόγω της πρόσφατης ανερμάτιστης διακυβέρνησής του. Μάλιστα, την απόσχιση των δυνάμεών της στην αρχή την υποτίμησε, ενώ στη συνέχεια προχώρησε σε μια άτεχνη, χωρίς ουσία και περιεχόμενο, αντιπαράθεση.
Στην πραγματικότητα η προεκλογική στρατηγική της είναι βαθιά εσωστρεφής, και έχει ως κύριο στόχο τη μεγαλύτερη συσπείρωση των δυνάμεών της. Με αιχμή την αυτοδυναμία θεωρεί ότι θα αφυπνίσει τα αντανακλαστικά της Κεντροδεξιάς. Παραβλέπει το γεγονός ότι η στρατηγική αυτή βρίσκεται σε διάσταση με την καταγεγραμμένη γνώμη της πλειονότητας των πολιτών, οι οποίοι με ποσοστά πάνω από 60% προκρίνουν κυβέρνηση συνεργασίας.
Είναι γεγονός ότι οι πολιτικοί ηγέτες ενίοτε χρειάζεται να πηγαίνουν και κόντρα στο ρεύμα, ειδικά όταν διακυβεύονται πολιτικά ζητήματα μείζονος σημασίας. Στην προκειμένη περίπτωση όμως, η τακτική του κ. Σαμαρά υπαγορεύεται από στενό και μόνο κομματικό συμφέρον. Ενώ αντιθέτως η κοινή γνώμη, έστω και ενστικτωδώς, καταλαβαίνει ότι οι κίνδυνοι για τη χώρα είναι μεγάλοι και υπαρκτοί, και δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν από μονοκομματική κυβέρνηση.
Αυτή η δυσαρμονία με το κοινό αίσθημα δεν έχει απαντηθεί επαρκώς από την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, όπως δεν έχει δοθεί σαφής και καθαρή απάντηση και για το έλλειμμα κυβερνησιμότητας, με το οποίο θα έρθει αντιμέτωπη η χώρα μετά τις εκλογές. Διότι επιμένοντας στην αυτοδυναμία αρνείται να τοποθετηθεί στο αυτονόητο ερώτημα τι θα κάνει αν αυτή δεν προκύψει. Πάντως η θέση της περί επαναληπτικών εκλογών, με την Ελλάδα στο κόκκινο, μόνο ως πυροτέχνημα μπορεί να εκληφθεί.
Η αποστροφή της Νέας Δημοκρατίας για τις κυβερνήσεις συνεργασίας, αν δεν δείχνει πολιτικό επαρχιωτισμό, υποκρύπτει την προσήλωσή της στην κομματοκρατία και στην πολιτική αυταρέσκεια. Με δεδομένη μάλιστα την πολυδιάσπαση του δεξιού χώρου, η εμμονή στην αυτοδυναμία κινδυνεύει να γίνει χίμαιρα.
Έτσι κι αλλιώς όμως, η προσπάθειά της να καρπωθεί τη δυσαρέσκεια, το θυμό και την αγανάκτηση σημαντικής μερίδας της κοινής γνώμης για τη διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, δεν μπορεί να επιφέρει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, τη στιγμή που στους πολίτες έχει εμπεδωθεί η αντίληψη ότι για τα δεινά της χώρας υπεύθυνα είναι τα δύο μεγάλα κόμματα.
Από την άλλη το ΠΑΣΟΚ βιώνει πρωτοφανή καταβαράθρωση. Αν και μετά την εκλογή της νέας ηγεσίας εμφανίζει σημάδια μικρής ανάκαμψης, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να επανασυσπειρώσει τις δυνάμεις του.
Ο νέος αρχηγός επιλέγει κι αυτός μια εσωστρεφή στρατηγική, η οποία απευθύνεται στον σκληρό κομματικό πυρήνα του βαθέος ΠΑΣΟΚ και πολύ λιγότερο στις δυνάμεις εκείνες που προσέδιδαν στο κόμμα την «κεντρικότητα» που είχε στην πολιτική σκηνή. Στόχος, η αφύπνιση των παραταξιακών αντανακλαστικών, ο οποίος εξυπηρετείται από την επίκληση της πρωτιάς και την ανάδειξη του ΠΑΣΟΚ σε συνδιαμορφωτή των μετεκλογικών εξελίξεων.
Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ γνωρίζει πολύ καλά ότι ένα σημαντικό κομμάτι των ψηφοφόρων του είχε συνηθίσει να είναι «μέσα στα πράγματα», έχοντας εύκολη πρόσβαση στα προνόμια της εξουσίας. Αυτούς τους ψηφοφόρους δεν θέλει να τους χάσει εντελώς. Η ανάδειξη της συμβολής του ΠΑΣΟΚ στις μετεκλογικές εξελίξεις, περισσότερο αυτόν τον σκοπό εξυπηρετεί, παρά μια στρατηγική συνεργασιών.
Παράλληλα, ο Ευάγγελος Βενιζέλος γνωρίζει ότι τα σημάδια που έχει αφήσει η πρόσφατη κυβερνητική θητεία του ΠΑΣΟΚ είναι πολύ έντονα και δύσκολα εξαλείφονται. Αντιλαμβανόμενος την ανάγκη να πάρει σαφείς αποστάσεις, προσπαθεί, σιγά σιγά, να αποστασιοποιηθεί από καίριες επιλογές αυτής της περιόδου. Μια προσπάθεια ατελέσφορη και αναποτελεσματική. Οι πολίτες μπορεί να του πιστώνουν τη συμβολή του στο PSI, όμως στην κοινή γνώμη έχει καταγραφεί η συμπόρευσή του με τον Παπανδρέου.
Αναμφίβολα ο κάθε ηγέτης έχει το δικαίωμα της επανεξέτασης και αυτοκριτικής, όμως αν η αυτοκριτική δεν γίνεται με τολμηρό και καθαρό τρόπο δεν μπορεί να είναι πειστική. Άλλωστε, η διαφοροποίηση της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ έρχεται σε ευθεία αντίφαση με την επιλογή της να απευθυνθεί στη σκληρή κομματική βάση, η οποία δύσκολα δείχνει ανεκτικότητα στις διαφοροποιήσεις και στην όποια κριτική αποτίμηση της παπανδρεϊκής διακυβέρνησης.
Όπως ο κ. Σαμαράς έτσι και ο κ. Βενιζέλος έχουν επιλέξει να ακολουθήσουν μια αρχηγοκεντρική στρατηγική. Το πολιτικό τους αφήγημα επισκιάζεται από τις αναφορές στο πρόσωπό τους. Γνωρίζοντας ότι τα κόμματα που ηγούνται είναι φθαρμένα πολιτικά προϊόντα, προσπαθούν να τα υπερκεράσουν, προβάλλοντας τις δικές τους πολιτικές προσωπικές εικόνες.
Συμπερασματικά, και τα δύο μεγάλα κόμματα, έχοντας επίγνωση ότι στην κοινή γνώμη θεωρούνται συνυπεύθυνα για τα αδιέξοδα της χώρας, δίνουν μια μάχη με τον εαυτό τους. Οι ηγεσίες τους, αντιμετωπίζοντας με αμηχανία και μισόλογα το κυβερνητικό παρελθόν τους, απευθύνονται πρωτίστως στη στενή τους κομματική βάση, αφού εκεί μπορούν να βρουν ευήκοα ώτα τα μηνύματα της επανασυσπείρωσης.
Παρόλο που ξέρουν ότι είναι αναγκασμένα να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα, αδυνατούν να καταρτίσουν μια σύγχρονη πολιτική ατζέντα και ακολουθούν την τακτική «βλέποντας και κάνοντας».
Αντί να έχουν αποκρυσταλλωμένη στρατηγική και καθαρές θέσεις για τα μεγάλα προβλήματα της οικονομίας και της χώρας, επιδίδονται σε γενικόλογες διακηρύξεις και ανέξοδες υποσχέσεις, αρνούμενα να μιλήσουν για την ταμπακιέρα, που είναι τα επείγοντα ζητήματα των μεταρρυθμίσεων, των διαρθρωτικών αλλαγών κ.ά..
Την προσαρμογή τους δεν τη βλέπουν ως φυσική και αναγκαία εξέλιξη, προκειμένου να ανταποκριθούν στο νέο πολιτικό οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον, αλλά ως πολιτική τακτική να μετριάσουν τις απώλειες τους και να αποκομίσουν κομματικά κέρδη.
Είναι γεγονός ότι η κυβερνησιμότητα και των δύο μεγάλων κομμάτων έχει τρωθεί σημαντικά. Η κυβερνητική τους αναξιοπιστία και ανικανότητα έχει καταγραφεί και, όσο δεν γίνεται αντιληπτή, προσλαμβάνει μεγαλύτερες διαστάσεις.
Προφανώς, τα αποκαλούμενα κόμματα εξουσίας φαίνεται να μην μπορούν να ακολουθήσουν την ιστορική ρήση «νέα κατάσταση, νέα καθήκοντα».