Εφημερίδα Η Αξία
07 Δεκεμβρίου 2013
Η νέα εμπλοκή με την τρόικα αναμφίβολα προσφέρει τη δυνατότητα για την εξαγωγή καίριων πολιτικών συμπερασμάτων. Μας επιτρέπει να αντιληφθούμε τόσο την πρακτική που ακολουθούν οι εκπρόσωποι των πιστωτών, όσο και τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται η κυβέρνηση τις υπάρχουσες εκκρεμότητες.
Βέβαια, το μείζον ζήτημα δεν είναι οι υπαρκτές μονομέρειες, ακόμη και οι εμμονές της κάθε πλευράς, αλλά τα εγγενή προβλήματα των μνημονιακών συμβάσεων. Για άλλη μια φορά επιβεβαιώνεται ότι η συνταγή τους ήταν κατ’ αρχήν ετεροβαρής, στρεβλή, ανεπαρκής, και, το κυριότερο απ’ όλα, δεν έλαβε σοβαρά υπόψη την ελληνική πραγματικότητα. Τα μνημόνια, που έγιναν δεκτά από τις τότε κυβερνήσεις χωρίς καμία διαπραγμάτευση, ενέχουν σοβαρά δομικά προβλήματα, τα οποία βρίσκουν μπροστά τους σε κάθε φάση της διαπραγμάτευσης, οι δύο πλευρές. Ως εκ τούτου, οι δυστοκίες που κατά καιρούς εμφανίζονται, οι αποκλίνουσες προσεγγίσεις, είναι εύλογες και εξηγήσιμες.
Οι τροϊκανοί εκλαμβάνουν τις μνημονιακές δεσμεύσεις της χώρας μας ως μια στατική υπόθεση, ως νόμους που πρέπει να τηρηθούν πιστά και απαρέγκλιτα, ενώ η κυβέρνηση, τις αντιμετωπίζει ως υποχρεώσεις, που επιδέχονται όμως κάποια ελαστική εφαρμογή. Είναι φυσικό, λοιπόν η απολυτότητα των εκπροσώπων των δανειστών να συγκρούεται με τις στρογγυλεμένες θέσεις των κυβερνώντων.
Η άρνηση της τρόικας να αποδεχτεί τις αναγκαίες προσαρμογές αποδεικνύει δογματισμό και αυταρέσκεια. Η αποστροφή της κυβέρνησης για αποφάσεις επώδυνες εκπορεύεται από τον φόβο του πολιτικού κόστους. Η έλλειψη κοινών προσεγγίσεων, σε συνδυασμό με την απουσία ευελιξίας, καθιστά κάθε τόσο προβληματική την επίτευξη συμφωνίας. Στερούμενες και οι δύο πλευρές μιας ρεαλιστικής στρατηγικής, παγιδεύονται σε άγονες και ατελέσφορες διαπραγματεύσεις.
Από την πρώτη στιγμή οι τροϊκανοί, είχαν θέσει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός τους μόνον την αυστηρή τήρηση των συμφωνηθέντων. Η εμμονή τους αυτή όμως, δεν συνάδει με την ανάγκη εξεύρεσης κοινά αποδεκτών λύσεων, ούτε είναι συμβατή με την έννοια της αλληλεγγύης, την οποία οφείλουν να επιδεικνύουν, τουλάχιστον οι κοινοτικοί μας εταίροι. Ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζονται καίρια και σύνθετα ζητήματα δείχνει το έλλειμμα πολιτικότητας που τους διακρίνει.
Από την άλλη πλευρά, είναι πλέον καθαρό πως η κυβέρνηση αντιμετωπίζει τις μνημονιακές υποχρεώσεις της χώρας με έναν αποσπασματικό τρόπο. Προσηλωμένη στον στόχο της δημοσιονομικής εξυγίανσης, τον αποσυνδέει από τις μεταρρυθμίσεις και τις διαρθρωτικές αλλαγές, τις οποίες θεωρεί δευτερεύουσας σημασίας, ενώ στην πραγματικότητα είναι πλήρως αλληλένδετα ζητήματα. Δεν είναι τυχαίο που οι πολιτικές της χαρακτηρίζονται από μεταρρυθμιστική άπνοια.
Κι αυτό γιατί δεν θέλει να έρθει σε αντίθεση με όλες εκείνες τις δυνάμεις που αντιστέκονται στις αλλαγές στο κράτος και στη διοίκηση. Δέσμια των δύο συγκυβερνώντων κομμάτων και των αντιδράσεων μιας μεγάλης μερίδας βουλευτών, αποφεύγει να διατυπώσει καθαρές θέσεις για μια σειρά ζητημάτων που οφείλει να υλοποιήσει. Επιρρεπής στον λαϊκισμό, ο οποίος περισσεύει στις κοινοβουλευτικές ομάδες της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, αμφιταλαντεύεται και παλινδρομεί, προσπαθώντας να τετραγωνίσει τον κύκλο. Μάλιστα, φτάνει στο σημείο να ανέχεται την πλειοδοσία κοινωνικής ευαισθησίας από πρώην υπουργούς -γαλάζιους και πράσινους-, που στην πραγματικότητα είναι το ίδιο υπόλογοι για την κρίση και τη χρεοκοπία της χώρας.
Αλήθεια, πόσο αξιόπιστοι μπορεί να είναι όλοι εκείνοι που σήμερα επιδίδονται σε μάχες χαρακωμάτων, ενώ στο παρελθόν είτε υπηρέτησαν με αφοσίωση τη νεοκαραμανλική διακυβέρνηση, η οποία μας οδήγησε στο δημοσιονομικό εκτροχιασμό, είτε στήριξαν τις ανερμάτιστες πολιτικές του νεοπαπανδρεϊσμού; Πόσο φερέγγυοι μπορεί να είναι όλοι αυτοί που σήμερα καταφεύγουν σε πολιτικές σκιαμαχίες, στοχοποιώντας τον υπουργό Οικονομικών ως τον μόνο υπεύθυνο της πολιτικής της κυβέρνησης, ενώ στο τέλος θα σπεύσουν να ψηφίσουν τον προϋπολογισμό;
Οι κυβερνώντες θα πρέπει να αντιληφθούν ότι δεν μπορούν να πολιτεύονται με τον φόβο του πολιτικού κόστους, με το άγχος της ισχνής κοινοβουλευτικής τους πλειοψηφίας, υπό την πίεση της λαϊκίζουσας και βερμπαλίζουσας αντιπολίτευσης. Δεν νοείται να επιδίδονται σε ασκήσεις ισορροπίας και ικανοποίησης εκ διαμέτρου αντίθετων απόψεων. Ακολουθώντας αυτή την κοντόφθαλμη στρατηγική, καθίστανται ευάλωτοι στους καιροσκοπισμούς και στη μικροπολιτική.
Αυτό που οφείλουν να κάνουν είναι να συγκροτήσουν μια συνεκτική και στιβαρή στρατηγική. Να ιεραρχήσουν προτεραιότητες, να επεξεργαστούν εναλλακτικές προτάσεις, προκειμένου να θεμελιώσουν με τρόπο αποτελεσματικό τον αντίλογό τους στις καίριες ενστάσεις που διατυπώνει η τρόικα. Κυρίως να υλοποιήσουν άμεσα όλες εκείνες τις πολιτικές που θα δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη, μετριάζοντας το κόστος των μέτρων της δημοσιονομικής εξυγίανσης.
Η δυστοκία συνεννόησης με τους τροϊκανούς δεν θα αντιμετωπιστεί με πολιτική διαπραγμάτευση, αλλά με την αποφασιστικότητα και την αποτελεσματικότητα που οφείλει να επιδείξει η κυβέρνηση ως προς τα ζητήματα των μονίμως ετεροχρονισμών διαρθρωτικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων.
Αλλά και οι ίδιοι οι εταίροι μας οφείλουν, έστω και τώρα, να καταλάβουν ότι οι στρεβλώσεις, οι μονομέρειες και οι απολυτότητες των μνημονίων υπονομεύουν τη χρησιμότητα και αποτελεσματικότητά τους. Άλλωστε, οι διαπραγματεύσεις δεν είναι μια διαδικασία ελέγχου και επικύρωσης.