Κυπριακή εφημερίδα Πολίτης
9 Οκτωβρίου 2005
Φέτος ο Μίκης Θεοδωράκης συμπληρώνει τη 8η δεκαετία της ζωής του και οι γειτονιές της Ελλάδας, οι γειτονιές του κόσμου ανακαλύπτουν ξανά την απεραντοσύνη, το θησαυρό και την οικουμενικότητα που διαποτίζει τη ζωή και το έργο του. Ανακαλύπτουν τις φωτιές της μνήμης και της συνείδησης, της αφύπνισης και της ανάτασης, της προσμονής και της ελπίδας που χρόνια τώρα πυροδοτούσε και ακόμη πυροδοτεί ο μεγάλος δημιουργός.
Σήμερα, εποχή αποκαθήλωσης των συμβόλων και των μύθων, συλλαμβάνουμε τον εαυτό μας να φυλάει κρυφά, ψηλά, στην ανατολική κόγχη του σπιτιού, το εικονοστάσι με «τους δικούς μας Χριστούς, τους δικούς μας Αγίους», όπως έγραφε ο Γιάννης Ρίτσος.
Ένας τέτοιος «Άγιος» είναι ο Μίκης Θεοδωράκης. Αυτή η ζώσα αγιότητα μας κρατάει δροσερούς σε μια εποχή αφόρητης ξηρασίας. Εμποτίζει ως τα βαθύτερα υποστρώματα τη συνείδησή μας. Χρόνια τώρα εμβολιάζει επίμονα την ιδιοσυγκρασία μας στο υψηλό και το ευγενικό, στο αληθινό και το ωραίο, στο πραγματικό και το μεγάλο.
«Παγανιστής στην ψυχή, ορθολογιστής στο μυαλό, κομμουνιστής στη συμπεριφορά. Ο υπαρξιακός μου πυρήνας βαθιά διασπασμένος οδηγείται σε αλυσιδωτές εκρήξεις, που θα χαρακτηρίσουν από εκεί και πέρα τη ζωή μου και θα τη σφραγίσουν», εξομολογείται στην αυτοβιογραφία του: «Οι δρόμοι του Αρχάγγελου», ο Μίκης Θεοδωράκης, σκιαγραφώντας τον εαυτό του.
Ο παγανισμός του στην ψυχή, τον φέρνει στα ευλογημένα άκρα και αυτά εκθέτουν και υμνολογούν οι μελωδίες του. Τα άκρα, τα όρια της ψυχής, τα επέκεινα των απτών και κατανοητών. Ωστόσο, ουδέποτε αποποιείται τον ορθολογισμό, γιατί ως γνήσιος καλλιτέχνης, γνωρίζει πως πρέπει σαν τον πελαργό, από την πιο ψηλή κορφή να επισκοπεί τον κόσμο, με το ένα πόδι όμως στη γη και το άλλο στον αέρα. Ο Μίκης παραμένει κομμουνιστής στη συμπεριφορά. Αυτή η συμπεριφορά του είναι που μας σκλαβώνει, αφού εκεί αναθερμαίνονται οι ουσιαστικές ανθρώπινες σχέσεις, στην αντρίκεια και καθαρή στάση του, απέναντι στην αλήθεια στο απλό και καθημερινό.
Η βαθιά του διάσπαση, η παρεξηγημένη για όσους αντικρίζουν μονοσήμαντα τον κόσμο – μια ρωγμή, ένα ρήγμα, τεκμήριο της εσώτερης ενότητας και συνοχής της ψυχής του- είναι αυτή που αφυπνίζει το νου και την ψυχή μας.
Αυτό το σολωμικό χάσμα, που ανοίγει ο σεισμός και η ταραχή μέσα του, γεμίζει με τα άνθη της μουσικής του.
Η εκκλησιαστική – θρησκευτική υμνωδία, η λειτουργία, συνυπάρχουν με τον επαναστατικό θούριο σε μια σφικτή ενότητα αφού και οι δύο θεραπεύουν τις βασικές ανάγκες της ψυχής. «Όταν βάζω τα δάκτυλα πάνω στα ψυχρά και λεία πλήκτρα του πιάνου, ξαφνικά μου έρχεται η σκέψη… Ένα ρίγος τότε με διαπερνά, νιώθω ότι πράγματι κάτι μέσα μου γίνεται ένας μικρός θεός πλαστουργός» συλλαμβάνει την προοπτική του ο συνθέτης.
Τις αλλεπάλληλες εκρήξεις και τις εξαίσιες λάμψεις τους, έχουμε την τύχη να παρακολουθούμε έκθαμβοι τόσα χρόνια. Μέσα από τις αναλαμπές που φωτίζουν τα όποια ερέβη -εννοώ αυτά της ψυχής μας- ή το ζόφο της λεγόμενης εξωτερικής πραγματικότητας, αναπηδά η μεστή εποχή που έθρεψε τον Μίκη και αναδύεται σφυρηλατημένη η υπέροχη μορφή του μεγάλου Έλληνα.
Τόσο οι παλιές, όσο και οι νεότερες γενιές θα ανακαλύπτουν συνεχώς τη δύναμη και τη διαχρονικότητα του Μίκη Θεοδωράκη.
Σε μια αντιηρωική εποχή, σε μια εποχή όπου η τέχνη και ο πολιτισμός υποκαθίστανται από την τηλεοπτική υποκουλτούρα, πρέπει να είμαστε υπερήφανοι για το έργο και την προσφορά των μεγάλων δημιουργών μας.
«Εμείς πρέπει να τους φυλάμε – καθώς το θέλει ο Γιάννης Ρίτσος – μήπως καμιάν ώρα οι αντίπαλοι τους ξεθάψουν και τους πάρουν μαζί τους και τότε χωρίς τη δική τους προστασία διπλά θα κινδυνεύαμε». Η ιστορία πατά στη μνήμη και η μνήμη συντηρεί άφθαρτα τα ιερά πρόσωπα.
Καθώς ραγδαία αλλάζουν οι καιροί και μια απίστευτη ευτέλεια δείχνει να δεσπόζει και να κυριαρχεί, ο Μίκης Θεοδωράκης, με το δάχτυλο στο στόμα και το μειλίχιο, σοφό του ύφος, μάς γνέφει για να σωπάσουμε. Μας υποδεικνύει την περίφημη σιωπή του, υποσχόμενος ταχύτατη εκδίκηση των ονείρων και παλινόρθωση των προσδοκιών μας.
Κι εμείς ευλαβικά, τόσο που μας ταπεινώνει πια η νέα πραγματικότητα, ενθαρρυνόμαστε και προσβλέπουμε στο παρήγορο αύριο.
Περιδιαβάζοντας σήμερα τα αγαπημένα τοπία της τέχνης και της ζωής του Μίκη Θεοδωράκη κρατάμε το έργο του ως «λάλον ύδωρ», υπακούοντας στην προτροπή του Μιχάλη Κατσαρού. «Μην ξεχνάτε, πάρτε μαζί σας νερό, το μέλλον έχει πολλή ξηρασία».
Όσοι κατοικούν σ’ αυτή τη χώρα, γνωρίζουν ότι το έργο του Μίκη, είναι πηγή έμπνευσης Η ζωή του ήταν και είναι μια συνεχής επιβεβαίωση της έννοιας του ανθρώπου: άνω θρώσκω.
Ο Μίκης, ένα τάνκερ στη λίμνη του Μαραθώνα, όπως ο ίδιος έχει πει, έγινε σύμβολο αγώνων για ελευθερία, ισότητα και δικαιοσύνη. Σύμβολο που δεν υπήρξε ποτέ ανώδυνο κι ουδέτερο.
Ο Μίκης παραμένει πάντοτε σύγχρονος, μαχητικός, και απρόβλεπτος. Ως άνθρωπος, αναδείχθηκε το σύμβολο του ασίγαστου πάθους. Ως δημιουργός, εξακολουθεί να είναι πηγή φωτός σε άνυδρους και σκοτεινούς καιρούς. Ως εμπνευστής, έγινε η φωνή μεγάλων ριζοσπαστικών και επαναστατικών κινημάτων. Ως καλλιτέχνης, μεγαλούργησε. Ως πολιτικός, έδειξε τι σημαίνει να είσαι ανυπότακτος και αντικομφορμιστής.
Αγαπητέ Μίκη, αναπολώντας την πολυτάραχη ζωή σου, σίγουρα θα θυμάσαι τα σκοτεινά βράδια και τα πέτρινα χρόνια της εξορίας σου. Θα θυμάσαι τις καλλιτεχνικές αναζητήσεις σου, αφετηρία και απαρχή της πλούσιας καλλιτεχνικής δράσης σου. Θα θυμάσαι τους συναγωνιστές και συνεπιβάτες σου στο μεγάλο ταξίδι προς τη δική σου Ιθάκη.
Άραγε, θυμάσαι ακόμη το βράδυ που απευθυνόμενος στον ποιητή της Ρωμιοσύνης του είπες: «γράψε μου ένα στίχο για να ξημερώσει». Και σήμερα ακόμη, εσύ σκέφτεσαι, αγωνίζεσαι για ένα καλύτερο αύριο.
Ένα πράγμα πρέπει να ξέρεις: Εμείς που ζήσαμε στα χρόνια της φωτιάς, που παίζαμε με τη φωτιά, που η ζωή μας ήταν μια περιπέτεια, το έργο σου πυροδοτεί διαρκώς τα όνειρά μας και διατηρεί ασίγαστο το πάθος μας, ακόμη και αν βιώσαμε επώδυνα τα κατεστραμμένα είδωλα της ιστορίας. Παρακολουθούμε πάντα τις φαντασμαγορικές, αλυσιδωτές εκρήξεις σου που ζεσταίνουν την ψυχή μας και μας αγαλλιάζουν.
«Καθημερινά μεγάλωνε μέσα μου η δίψα να ζήσω και να μεγαλουργήσω», σημειώνει ο Μεγάλος Έλληνας στην αυτοβιογραφία του «οι Δρόμοι του Αρχάγγελου».
Εμείς σου ευχόμαστε να κρατήσεις ακόρεστη αυτή τη δίψα, αλλά και να επιμείνεις να υποδεικνύεις και σε εμάς την πηγή.
Μπορεί κάποτε να τη νιώσουμε, να την οσμιστούμε…