Κώστας Σημίτης
ΤΑ Νέα, 14/12/2019
Το 1999, όταν πραγματοποιήθηκε στο Ελσίνκι η τακτική σύνοδος Κορυφής, η Ευρωπαϊκή Ένωση των 15 κρατών βρισκόταν σε μία μεταβατική φάση. Επιχειρούσε να θέσει σε παράλληλη τροχιά τη διεύρυνση και την Οικονομική και Νομισματική Ενοποίηση. Ήταν η χρονιά που κυκλοφόρησε το ευρώ, αποδεικνύοντας την πρόοδο της Ένωσης. Το επόμενο βήμα, η διεύρυνση είχε ήδη αποφασιστεί, αλλά δεν είχε προσδιοριστεί η διαδικασία προσχώρησης των νέων μελών. Επίσης είχε συμφωνηθεί η «ατζέντα 2000», η διαδικασία χρηματοδότησης της διεύρυνσης και η χρηματική ενίσχυση διαφόρων κρατών της Ένωσης, που παρουσίαζαν ιδιαίτερα προβλήματα, όπως η Ελλάδα.
Στις διαβουλεύσεις για τη διαδικασία που θα εφαρμοζόταν για τη διεύρυνση, η Ελλάδα θα αντιμετώπιζε δύο κρίσιμα θέματα. Αφορούσαν: α) την υπέρβαση της άποψης που επικρατούσε στην Ένωση, ότι η λύση Κυπριακού είναι προϋπόθεση για την Κυπριακή ένταξη και β) την άποψη των περισσοτέρων χωρών, πως η ενταξιακή πορεία της Κύπρου θα έπρεπε να συμβαδίζει με την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας. Η Ελλάδα κατά τη Σύνοδο Κορυφής έπρεπε να μεταπείσει τα μέλη της ΕΕ και να γίνει αποδεκτή η δική της στρατηγική. Η «στρατηγική του Ελσίνκι» περιελάμβανε ένα ενιαίο σύνολο ρυθμίσεων οι οποίες αφορούσαν την ευρωπαϊκή πορεία της Κύπρου, το κυπριακό, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και την ευρω-τουρκική πορεία.
Καταρχάς επιδιώκαμε, η Ελλάδα να υποστηρίξει δραστικά την κυπριακή υποψηφιότητα για ένταξη, η οποία έδειχνε να χωλαίνει. Στην Ένωση επικρατούσε η αντίληψη, ότι η Κύπρος δεν μπορούσε να ενταχθεί χωρίς προηγούμενη επίλυση του πολιτικού προβλήματος, δηλαδή πριν από την επανένωση του νησιού. Επίσης θέλαμε, η Ευρωπαϊκή Ένωση να εμπλακεί στην επίλυση των ελληνοτουρκικών εκκρεμοτήτων – ως άμεσα ενδιαφερόμενη – διευκολύνοντας έτσι, ανάμεσα στα άλλα, και τη συνεπή εφαρμογή όσων θα συμφωνούσαμε. Με άλλα λόγια, η «κοινοτικοποίηση» των ελληνοτουρκικών θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ένα αξιόπιστο και, κυρίως αποτελεσματικό υποκατάστατο στην μέχρι τότε πολιτική των συνεχών βέτο κατά της ένταξης της Τουρκίας που, σε κάθε περίπτωση, είχε εξαντλήσει τις δυνατότητές της.
Ο στόχος της στρατηγικής μας ήταν σαφής. Οι ενστάσεις μας για την ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας και ειδικότερα για την αναβάθμισή της ως υποψήφιας χώρας θα αίρονταν, εφόσον θα διασφαλίζονταν δύο όροι: α) Η ενταξιακή πορεία της Κύπρου θα καθοριζόταν ανεξάρτητα από την επίλυση του πολιτικού προβλήματος, και β) θα κατοχυρωνόταν η προοπτική προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο για την οριοθέτηση της τουρκικής υφαλοκρηπίδας, σε συγκεκριμένο ορατό χρονικό ορίζοντα.
Το Ελσίνκι μας υποδέχτηκε χιονισμένο, οι δρόμοι παγωμένοι, τα παράθυρα στολισμένα με τα παραδοσιακά λευκά χριστουγεννιάτικα κεριά. Η συνάντηση με τη φιλανδική προεδρία έγινε το μεσημέρι της παραμονής της Συνόδου. Το κείμενο που μας παρουσίασαν, ως αποτέλεσμα και των συνεννοήσεων με τους εταίρους, απείχε θεαματικά από το κείμενο των θέσεών μας. Αοριστολογίες που σε τίποτα δεν δέσμευαν και σε τίποτε δεν οδηγούσαν. Το απορρίψαμε αμέσως.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συνήλθε στις 10 Δεκεμβρίου 1999. Ξεκίνησε με θέμα τη διεύρυνση της Ένωσης και την υποψηφιότητα της Τουρκίας. Δήλωσα ότι αδυνατώ να συναινέσω στην υποψηφιότητα της Τουρκίας, αν δεν αντιμετωπιστεί θετικά και η υποψηφιότητα της Κύπρου. Το Συμβούλιο, μπροστά στο αδιέξοδο που δημιουργήθηκε, διακόπηκε. Έγιναν διαδοχικές τριμερείς συνεννοήσεις με την Προεδρία και τους συναδέλφους μας για να διατυπωθεί μια γενικά αποδεκτή απόφαση. Αισθάνθηκα ότι βαθμιαία το κλίμα άλλαζε. Οι αντιρρήσεις στηρίζονταν στο επιχείρημα, ότι οι Τούρκοι δεν δέχονται τη λύση του Κυπριακού. Η Προεδρία βρισκόταν διαρκώς σε επαφή με την τουρκική αντιπροσωπεία και την Άγκυρα, ενώ το Συμβούλιο είχε αρχίσει να ενοχλείται από την άτεγκτη στάση τους. Με μεγάλη προσπάθεια, στην οποία συνέβαλε καθοριστικά ο Ύπατος εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας κ. Σολάνα, επιτύχαμε στο τέλος τους σκοπούς μας. Οι δύο κρίσιμες ρυθμίσεις έγιναν αποδεκτές.
Τα 15 κράτη-μέλη συμφώνησαν να αναγνωρισθεί η Τουρκία ως υποψήφια χώρα. Θα έπρεπε σε εύλογο χρονικό διάστημα, να επιλύσει τις τυχόν συνοριακές ή άλλες διαφορές της με τα κράτη μέλη στην βάση των αρχών του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένης και της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης – εφόσον δεν επερχόταν συμφωνία σε εκκρεμείς διαφορές. Προς περαιτέρω αποσαφήνιση εξάλλου, στα συμπεράσματα Συνόδου σημειώθηκε ότι «το αργότερο το 2004» οι 15 ηγέτες θα επανεξέταζαν την κατάσταση για να εγκρίνουν την εκκίνηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας. Αν δεν είχαν επιλυθεί οι εκκρεμείς διαφορές, θα προωθούσαν την επίλυσή τους μέσω του ∆ιεθνούς ∆ικαστηρίου.
Σε ό,τι αφορά την Κύπρο πείσαμε τους εταίρους μας, ότι η προϋπόθεση λύσης του Κυπριακού, που πρότειναν ως αφετηριακό σημείο ενταξιακής πορείας της Κύπρου, καθιστούσε τον πρόεδρο της Βόρειας Κύπτου Ρ. Ντενκτάς κυρίαρχο των εξελίξεων. Θα μπορούσε στο εξής να διαπραγματεύεται εκβιαστικά απέναντι στην Ένωση και στην Ελλάδα, αφού θα κρατούσε στα χέρια του το κλειδί της ενταξιακής πορείας της Κύπρου. Οι 14 εταίροι μας αποδέχθηκαν τον συλλογισμό μας. Στα συμπεράσματα της Συνόδου σημειώθηκε ότι «εάν μέχρι την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων προσχώρησης της Κύπρου δεν έχει επιτευχθεί λύση (στο Κυπριακό), η απόφαση του Συμβουλίου όσον αφορά την προσχώρηση θα ληφθεί χωρίς το ανωτέρω να αποτελεί προϋπόθεση». Η Τουρκία εξοργίστηκε με την απόφαση στο Ελσίνκι. Γι’ αυτό και ο κ. Σολάνα μετέβη αμέσως στην Άγκυρα για να καθησυχάσει την τουρκική ηγεσία – το οποίο και πέτυχε.
Η Κύπρος εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση μαζί με άλλες δέκα χώρες την 1η Μαΐου 2004. Η υπογραφή της Συνθήκης Προσχώρησης έγινε στην Αθήνα τον Απρίλιο του 2003 όταν η Ελλάδα προήδρευε του Συμβουλίου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το 2004 όταν πραγματοποιήθηκε, σύμφωνα με την απόφαση του Ελσίνκι, η Σύνοδος Κορυφής στις Βρυξέλλες για να αποφασισθεί η έναρξη των συνομιλιών με την Τουρκία, την Ελλάδα εκπροσωπούσε ο νέος πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής. Στη Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών αποφασίστηκε η εκκίνηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας παρόλο που δεν είχε τακτοποιήσει τις διαφορές της με την Ελλάδα όσον αφορά την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα. Ο Έλληνας πρωθυπουργός κατά τη συζήτηση αν και είχε τη δυνατότητα δεν πρόβαλε την ένσταση για την έλλειψη ανταπόκρισης της Τουρκίας στον όρο που είχε τεθεί στο Ελσίνκι και αφορούσε την ύπαρξη διαφορών σχετικά με την έκταση της τουρκικής υφαλοκρηπίδας. Αντίθετα επεσήμανε, ότι «οι ασφυκτικοί χρονικοί περιορισμοί δεν βοηθούν». Απεδέχθη έτσι την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία με ανεπίλυτες τις ελληνοτουρκικές διαφορές ως προς τα όρια των υφαλοκρηπίδων και των αιγιαλίτιδων ζωνών τους.
Ίσως σήμερα με την εμπειρία των εξελίξεων στην Τουρκία προβληθεί το επιχείρημα, ότι ο Ερντογάν δεν θα δεχόταν ποτέ την παραπομπή των υφισταμένων διαφορών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης αδιαφορώντας για την ένταξη της Τουρκίας. Όμως το 2004, ο Ερντογάν δεν υποστήριζε ακόμη τις απόψεις για μια Τουρκία διάδοχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία έχει δικαιώματα σε όλη την ανατολική Μεσόγειο. Τις απόψεις του αυτές πρόβαλε αργότερα ιδίως μετά το 2016, μετά την απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον του. Το 2004 επιθυμούσε ιδιαίτερα την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Μετά τη συμφωνία του Ελσίνκι αναπτύχθηκε μια δυναμική στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αποτέλεσμα της οποίας ήταν και οι αλλεπάλληλες διερευνητικές συνομιλίες για την αντιμετώπιση των υφιστάμενων διαφορών. Αλλά και στις συζητήσεις αυτές η τότε νέα ελληνική κυβέρνηση τελικά δεν έδωσε συνέχεια. Το αποτέλεσμα της στάσης του 2004 είναι οι σημερινές απειλές και οι εκβιασμοί της Τουρκίας.
Η προσφυγή στη Χάγη δεν αποκλείει ούτε την ανάπτυξη των πολιτικών και οικονομικών σχέσεων των δύο χωρών ούτε την πραγματοποίηση διερευνητικών συνομιλιών για την αντιμετώπιση των μεταξύ τους προβλημάτων. Είναι μέσο για την ειρηνική διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών.