Εφημερίδα Η Αξία
1 Δεκεμβρίου 2012
Με την απόφαση του Eurogroup, αντικειμενικά, κλείνει ένας κύκλος και ανοίγει ένας άλλος. Και για τη χώρα και για την ελληνική οικονομία. Η νέα περίοδος αναμφίβολα θα είναι επώδυνη. Η υλοποίηση των μέτρων που αποφασίστηκαν έχει δυσμενείς επιπτώσεις στα εισοδήματα, στην παραγωγική δραστηριότητα, στην αγορά. Οι παρενέργειες των οριζόντιων περικοπών προκαλούν οικονομική άπνοια.
Το καίριο ζήτημα είναι ότι με τη δόση των 44 δις ευρώ ενισχύεται περαιτέρω η παραμονή μας στην Ευρωζώνη. Οι επιφυλάξεις και ενστάσεις των Ευρωπαίων εταίρων μας έχουν αρθεί. Φαίνεται ότι η κυβέρνηση, και προσωπικά οι κύριοι Σαμαράς και Στουρνάρας, τους έχουν πείσει για την τήρηση του αυστηρού προγράμματος δημοσιονομικής εξυγίανσης, χωρίς ταλαντεύσεις και παλινδρομήσεις. Το αν θα το καταφέρουν θα κριθεί από την αποφασιστικότητα, τη συνέπεια και την τόλμη που θα επιδείξουν.
Το στοίχημα που καλούνται να κερδίσουν είναι η αντιμετώπιση των χρόνιων προβλημάτων υπανάπτυξης της Ελλάδας. Η οικονομική, παραγωγική και δομική της υστέρηση καθίσταται τροχοπέδη στην προσπάθειά της να προσαρμοστεί στο νέο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον, να γίνει μια σύγχρονη παραγωγική χώρα.
Η απόφαση των Ευρωπαίων εταίρων να στηρίξουν την Ελλάδα είναι σίγουρα πολυσήμαντη και εκπέμπει ισχυρά πολιτικά μηνύματα. Πάνω από όλα, όμως, δείχνει τη βούλησή τους να αντιμετωπίσουν, έστω και με δειλά βήματα και πολλές δυστοκίες, την κρίση της Ευρωζώνης. Γι’ αυτό και επέδειξαν την απαιτούμενη αλληλεγγύη προς τη χώρα μας.
Η προσπάθεια της αντιπολίτευσης να μειώσει και να ακυρώσει τη σημασία της απόφασης για την Ελλάδα, δεν υποκρύπτει απλώς και μόνο μικροπολιτικές σκοπιμότητες. Αποδεικνύει την αδυναμία της να αντιληφθεί τις ευρωπαϊκές διεργασίες. Ως οργανικά στοιχεία της γενικότερης υπανάπτυξης, οι αντιπολιτευτικές δυνάμεις και ιδιαίτερα ο ΣΥΡΙΖΑ, αποπνέουν πολιτικό επαρχιωτισμό, επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά ότι η πολιτική τους ατζέντα βρίσκεται κολλημένη στο βαθύ παρελθόν.
Μολονότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να εγκαλεί την κυβέρνηση για ολιγωρία, καθυστερήσεις και έλλειψη μεταρρυθμιστικής δυναμικής, αποδύεται σε έναν αγώνα αναζήτησης θολών και γκρίζων σημείων στην απόφαση για τη δόση. Η τακτική της αυτή δεν υποτιμά μόνο τη θετική επίδραση που θα έχει στην αναζωογόνηση της οικονομίας μας, αλλά δικαιώνει και όλους αυτούς που υποστηρίζουν ότι έχει επενδύσει πολιτικά στην επιδείνωση της κρίσης και στη χρεοκοπία.
Βέβαια, κανείς δεν υποστηρίζει ότι η χρηματοοικονομική εισροή στη χώρα μας είναι επαρκής προϋπόθεση για την έξοδο από την κρίση. Απλώς της επιτρέπει να συνεχίσει τις προσπάθειές της, προτάσσοντας το μείζον ζήτημα που δεν είναι άλλο από την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, των αποκρατικοποιήσεων και των διαρθρωτικών αλλαγών. Στο πεδίο αυτό, εξάλλου, θα κριθεί η βούληση, η αποτελεσματικότητα, αλλά και η ανθεκτικότητα της τρικομματικής κυβέρνησης.
Είναι γεγονός πάντως, πως οι μεταρρυθμιστικές πολιτικές που είναι υποχρεωμένη να υλοποιήσει προσκρούουν στα ισχυρά συντεχνιακά συμφέροντα, αλλά και στις ίδιες τις κομματικές δυνάμεις των τριών κυβερνητικών εταίρων. Στην πραγματικότητα, υπάρχει ένας συνασπισμός συμφερόντων και δυνάμεων, ο οποίος δεν θέλει να αλλάξει τίποτα σε αυτή τη χώρα. Και μάλιστα, είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για την υπανάπτυξη, την κρίση και τη χρεοκοπία.
Κατ’ αρχάς, τις αποτρεπτικές δυνάμεις τις βλέπουμε στο ίδιο το κυβερνητικό σχήμα. Δεν είναι λίγοι οι υπουργοί, οι οποίοι είτε με τις πράξεις και τις ενέργειές τους είτε με την αδράνεια και την αναβλητικότητά τους, αποδεικνύουν ότι κάθε άλλο παρά φορείς αλλαγών και τομών είναι. Περισσότερο συμπεριφέρονται ως συνδικαλιστές συντεχνιακών συμφερόντων και πολύ λιγότερο ως κυβερνητικά στελέχη μιας χώρας που αναζητά εναγωνίως την έξοδο από την κρίση. Την ίδια στιγμή, κάποιοι άλλοι φαίνεται να είναι πολιτικοί τουρίστες, επιδεικνύοντας πρωτοφανή καθυστέρηση στο έργο που έχουν αναλάβει.
Έπειτα από μία περίοδο πέντε μηνών, γίνεται εμφανές ότι η τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά κάθε άλλο παρά μεταρρυθμιστική είναι. Οι δυνάμεις που τη συγκροτούν, είτε φορούν γαλάζιο είτε πράσινο είτε κόκκινο περιβραχιόνιο, δεν μοιάζουν να πιστεύουν στην ανάγκη των διαρθρωτικών αλλαγών. Δεν είναι καθόλου τυχαία η καθυστέρηση σε καίριους τομείς της κυβερνητικής δραστηριότητας. Γι’ αυτό και ο πολιτικός λόγος και η δημόσια εικόνα της στερούνται ενός ισχυρού και καθαρού μεταρρυθμιστικού στίγματος.
Η κοινή γνώμη εισπράττει συγκεχυμένα μηνύματα. Ενώ γίνεται πολύς λόγος για μεταρρυθμίσεις, στην πράξη βλέπει ότι αυτές ευνουχίζονται ή ετεροχρονίζονται. Δεν βλέπει υπουργούς αποφασισμένους να δώσουν μάχη για την υλοποίησή τους, αλλά απρόθυμους και άτολμους πολιτικάντηδες που με διάφορα τερτίπια παραπέμπουν στις καλένδες τις απαιτούμενες αλλαγές και τομές.
Αποκαλυπτική είναι η περίπτωση της διαθεσιμότητας υπαλλήλων των δήμων και ο τρόπος που το αρμόδιο υπουργείο τη χειρίστηκε – χωρίς καμία προπαρασκευή και πολιτική προετοιμασία. Γνωρίζουμε ότι ο συγκεκριμένος χώρος ήταν πάντα ένα κακέκτυπο της δημόσιας διοίκησης. Με μοναδικό κριτήριο την ικανοποίηση πελατειακών σχέσεων, αναπτύχθηκε υπέρμετρα. Δημιούργησε άχρηστες υπηρεσίες με πλεονάζον προσωπικό, αλλά και με ακατάλληλους και ανεπαρκείς υπαλλήλους.
Η κυβέρνηση, λοιπόν, δεν θεμελίωσε πολιτικά την επιλογή της διαθεσιμότητας. Ενώ θα μπορούσε κάλλιστα να θέσει στη δημόσια συζήτηση, χωρίς περιστροφές, το ζήτημα της προσφοράς και των επιδόσεων που έχουν μια σειρά από άχρηστες υπηρεσίες της τοπικής αυτοδιοίκησης, έδειξε ενοχές αλλά και φόβο για το πολιτικό κόστος. Με αυτό τον τρόπο, όμως, ούτε τις μεταρρυθμίσεις προχωράς, ούτε τη στήριξη της κοινής γνώμης μπορείς να διασφαλίσεις.
Συνεπώς, για να κερδίσει η τρικομματική κυβέρνηση τη μάχη των μεταρρυθμίσεων και των διαρθρωτικών αλλαγών καλείται να πείσει την κοινή γνώμη ότι πιστεύει σε αυτές ακράδαντα, ότι είναι αποφασισμένη να τις υλοποιήσει, χωρίς εκπτώσεις και υπαναχωρήσεις. Καλείται να απεγκλωβιστεί από τις πρακτικές του λαϊκισμού, των πελατειακών σχέσεων και των συντεχνιακών συμφερόντων. Οι τρεις κυβερνητικοί εταίροι καλούνται να διαχειριστούν τις ιδεοληψίες που φωλιάζουν μέσα στα ίδια τα κόμματά τους, καθώς και το φόβο με τον οποίο η πλειονότητα της κοινής γνώμης αντιμετωπίζει τις επιχειρούμενες αλλαγές.
Η ανάπτυξη, την οποία σωστά επαγγέλλεται ο πρωθυπουργός, δεν θα έρθει από μόνη της, ούτε θα μας τη φέρουν οι δόσεις των δανειακών συμβάσεων. Χρειάζεται επιχειρησιακό σχέδιο και συγκεκριμένη μέθοδο για να υλοποιηθούν οι μεταρρυθμίσεις και οι διαρθρωτικές αλλαγές. Και προπαντός απαιτούνται δυνάμεις που πιστεύουν σε αυτές και είναι αποφασισμένες να τις κάνουν πράξη.
Ως εκ τούτου, το καίριο ερώτημα παραμένει ανοιχτό: ποιες δυνάμεις μπορούν να επωμιστούν την ευθύνη της υλοποίησης όλων εκείνων των αλλαγών που πρέπει να γίνουν στην οικονομία, στη διοίκηση, στο κράτος, στους θεσμούς;
Με δεδομένο ότι το υπάρχον πολιτικό προσωπικό στην πλειονότητά του αντικειμενικά αδυνατεί να ανταποκριθεί σε αυτή την ανάγκη, τίθεται επιτακτικό το αίτημα της επιστράτευσης νέων προσώπων, που βρίσκονται εντός και εκτός κομμάτων. Εξάλλου τις νέες πολιτικές δεν μπορούν να τις υπηρετήσουν οι αναχρονιστικές και ξεπερασμένες δυνάμεις ενός χρεοκοπημένου συστήματος.
Ο κ. Σαμαράς, λοιπόν, οφείλει να αντιληφθεί ότι στην κυβερνητική προσπάθεια θα πρέπει να συνδράμουν μεταρρυθμιστικές δυνάμεις που συνδυάζουν την πολιτική εμπειρία με την επιχειρησιακή επάρκεια. Οι δυνάμεις αυτές υπάρχουν, διατίθενται και θα αποδειχθούν χρήσιμες.