Γιάννης Βούλγαρης
Τα Νέα, 12/10/2019
Το μεταναστευτικό – προσφυγικό είναι ζήτημα που πολώνει τον δημόσιο λόγο σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα και που καμμία δεν το έχει αντιμετωπίσει αποτελεσματικά. Αυτό δεν είναι παρηγορητικό για μας, ούτε θα πρέπει να καταλήγει σε μοιρολατρική απραξία. Καταρχάς, γιατί η είμαστε η ευκολότερη πόρτα εισόδου. Κυρίως όμως γιατί από τότε που η κρίση της Μέσης Ανατολής εγκαταστάθηκε σταθερά στο Αιγαίο, το μεταναστευτικό – προσφυγικό έγινε για μας όχι μόνο κοινωνικό πρόβλημα, αλλά περίπλοκο γεωπολιτικό ζήτημα.
Αυτή η περιπλοκή διαφοροποιεί το τωρινό από το προηγούμενο μεταναστευτικό ρεύμα των αρχών της δεκαετίας του 1990, όταν με την πτώση του ανατολικού συνασπισμού και την κατάρρευση του αλβανικού κράτους, η Ελλάδα έγινε για πρώτη φορά χώρα υποδοχής μεταναστών, ο αριθμός των οποίων ξεπέρασε το εκατομμύριο. Και τότε υπήρξε κοινωνική ένταση, που όμως δεν ανέκοψε μια αξιοσημείωτη διαδικασία ενσωμάτωσης. Ήταν βεβαίως μια άλλη Ελλάδα, με ανάπτυξη και ευημερία στην οποία συνέβαλαν ουσιωδώς και οι μετανάστες εργαζόμενοι. Εξάλλου, οι μετανάστες δεν έρχονταν από κράτος που μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις ροές σαν εργαλείο πίεσης. Το τωρινό κύμα διαφέρει ουσιωδώς, οι μεταναστευτικοί πληθυσμοί είναι διαφορετικοί, δυσκολότερα ενσωματώσιμοι, ενώ αθέλητα εντάσσονται στο γεωπολιτικό παιχνίδι της Μέσης Ανατολής.
Η επανεμφάνιση του προβλήματος μετά την όξυνση του 2015 δείχνει ότι ήρθε για να μείνει. Θα είναι κυρίως μεταναστευτικό ενώ θα προστίθεται το προσφυγικό ανάλογα με τις συγκυρίες. Αν η πρόβλεψη είναι εύλογη, τότε το ποσοτικό επιχείρημα ότι ο σημερινός αριθμός δεν είναι τόσο μεγάλος και γιατί να ανησυχούμε, δεν ευσταθεί. Δεν υπάρχει numerus clausus στις μελλοντικές ροές, και κανείς δεν μας εξασφαλίζει ότι ο σημερινός αριθμός θα κρατηθεί σε αυτό το επίπεδο. Όμως η τωρινή κατάσταση δεν είναι διατηρήσιμη όχι γιατί ο αριθμός είναι μεγάλος αλλά γιατί το σύστημα έχει μόνο εισόδους και όχι εξόδους. Και μόνο αυτό λειτουργεί σαν πρόσκληση στους διακινητές «ελάτε γιατί αν μπείτε στην Ελλάδα δεν φεύγετε». Το ελληνικό κράτος επί κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ μηχανεύτηκε δύο ειδών λύσεις. Η πρώτη ήταν να δημιουργήσει αφανείς «εξόδους» αφού είχε αφήσει ανοιχτές τις πόρτες. Με την ελληναράδικη κουτοπονηριά τού «οι πρόσφυγες λιάζονται» πίστευε ότι θα διοχέτευε κρυφά τους μετανάστες στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες λες και αυτές δεν θα αντιδρούσαν. Η δεύτερη ήταν να ανακόψει τις «εισόδους», όχι δια της ανασχέσεως αλλά δια της αποθαρρύνσεως. Η κυνική επιλογή ήταν να γίνουν η Λέσβος, η Σάμος και τα άλλα νησιά hot spots εγκλωβισμού, έτσι ώστε να στέλνουν το μήνυμα «αν μπείτε στην Ελλάδα δεν φεύγετε μεν, παγιδεύεστε δε» – και μάλιστα σε συνθήκες Μόριας. Ας μην ισοπεδώνουμε πάντως. Οι προθέσεις των ανθρώπων του ΣΥΡΙΖΑ ξεκινούσαν κατά κανόνα από ευγενή ιδεολογικά κίνητρα, ενώ τα κυκλώματα των ΑΝΕΛιτών έδωσαν φαίνεται μεγαλύτερο βάρος στις οικονομικές διαστάσεις της κατάστασης. Πάντως το σύστημα ήταν μοιραίο να μην αντέξει μια νέα μέτρια έστω αύξηση των ροών.
Η προσπάθεια ανασχεδιασμού της πολιτικής ήταν επομένως αναγκαία. Πρέπει να αλλάξει το όλο «σύστημα», οι δομές, οι διαδικασίες, οι τοποθεσίες, το νομικό πλαίσιο, η συμμετοχή των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, ώστε το άθροισμα αφίξεων και αναχωρήσεων να είναι κοινωνικά και πολιτικά διαχειρίσιμο. Τι σημαίνει κοινωνικά διαχειρίσιμο, πόσους μετανάστες μπορεί να σηκώσει η κοινωνία συνολικά και οι τοπικές κοινωνίες ειδικά, είναι άγνωστο γιατί δεν είναι αριθμητικό μέγεθος. Σχετίζεται με τη συλλογική ψυχολογία, τις δυνατότητες απασχόλησης, την κατάσταση της οικονομίας. Ο βαθμός ανεκτικότητας που έχει η ελληνική κοινωνία είναι κατά τη γνώμη μου αδιευκρίνιστος και αντιφατικός. Στις διεθνείς συγκριτικές έρευνες εμφανιζόμαστε εντυπωσιακά ξενόφοβοι, κλειστοί, και εχθρικοί στους μετανάστες. Από την άλλη, υπάρχουν νομίζω δεκάδες ενδείξεις από την καθημερινή ζωή που φανερώνουν μεγαλύτερη ανεκτικότητα και ικανότητα συνύπαρξης με τους «άλλους». Άλλωστε οι κοινωνιολόγοι ξέρουν πως το τι λες διαφέρει από το τι κάνεις στην καθημερινή ζωή, όταν έρχεσαι πρόσωπο με πρόσωπο με τον συνάνθρωπό σου. Είναι επίσης γνωστό ότι η ανασφάλεια των κατοίκων μιας περιοχής προς τους μετανάστες μπορεί να έχει πραγματικά αίτια (π.χ. αυξημένη εγκληματικότητα), μεγαλύτερη όμως είναι συνήθως η φαντασιακή απειλή που δεν συνδέεται με πραγματικές καταστάσεις – έτσι εξηγούνται π.χ. τα υψηλά εκλογικά ποσοστά ακροδεξιών κομμάτων σε περιοχές που δεν υπάρχει μετανάστης ούτε για δείγμα.
Το σίγουρο πάντως είναι ότι η ανεκτικότητα και η εξοικείωση με τον «μετανάστη» αυξάνει όταν οι πολίτες αισθάνονται ότι το Κράτος έχει ένα φερέγγυο «σύστημα» διαχείρισης του προβλήματος, ότι δεν υπάρχει κίνδυνος να γίνει ανεξέλεγκτο, και ότι δεν είναι μέρος μιας γενικότερης κατάστασης ανομίας. Τα τελευταία χρόνια ο δημόσιος λόγος και ο κομματικός ανταγωνισμός έκαναν ό,τι μπορούσαν για να υπονομεύσουν αυτές τις προϋποθέσεις. Πολώθηκαν γύρω από δύο ακραίες αντιλήψεις. Από τη μια, ένας επιθετικός αντιμεταναστευτικός λόγος που ενθάρρυνε όταν δεν εκμεταλλευόταν τα συντηρητικά ανακλαστικά ή τη διάχυτη ανησυχία μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης. Από την άλλη, η υιοθέτηση της επιλογής των «ανοιχτών θυρών» που ξεκινά από ποικίλες ιδεολογικές αφετηρίες. Μια αριστερίστικη θεώρηση βλέπει στους μετανάστες τις νέες φουρνιές προλετάριων, δυνάμει μαχητικότερων από τους βολεμένους ιθαγενείς. Από κοντά, ο νεοαναρχικός χώρος θεωρεί την παρουσία του μετανάστη ως de facto επαναστατική αμφισβήτηση του έθνους και του κράτους. Περισσότερο ανέξοδα, ένας ορισμένος «προοδευτισμός των βορείων προαστίων» συνηθίζει να κουνά εξ αποστάσεως το δάχτυλο στην ξενοφοβία των λαϊκών στρωμάτων. Η αντίληψη των «ανοιχτών θυρών» είναι σαφώς μειοψηφική και όπως έδειξε η εμπειρία του 2015, μόνο για λίγο μπορεί να αποκτήσει ευρύτερη απήχηση, που χάνεται όμως με την πάροδο του χρόνου όταν η κρατική οργάνωση αποδειχτεί αναποτελεσματική.
Σε κάθε περίπτωση, μεταξύ αυτών των άκρων χάνεται η δυνατότητα μιας ρεαλιστικότερης αντιμετώπισης του ζητήματος. Δεν μιλάμε για «οριστική» λύση, κάτι τέτοιο ούτε υπάρχει ούτε έχει βρεθεί. Μιλάμε για μια ασταθή και συνεχώς επαναδιαπραγματεύσιμη ισορροπία μεταξύ ανθρωπισμού, κρατικής αποτελεσματικότητας και κοινωνικής συνοχής, που δεν καταφεύγει σε εύκολους βερμπαλισμούς τύπου «οι μετανάστες είναι ευκαιρία» ούτε σε ξενοφοβική δημαγωγία τύπου «χάνεται η εθνική μας ταυτότητα». Κοινωνικό σημείο αναφοράς του ανασχεδιασμού θα είναι ο φανταστικός «μέσος πολίτης» που διχάζεται ο ίδιος προσπαθώντας να συμβιβάσει μέσα του την αλληλεγγύη προς τον δυστυχισμένο, την πίστη στο κράτος δικαίου, το δικαίωμα στην ασφάλεια. Απαραίτητος όμως όρος για να βρεθεί η στοιχειώδης ισορροπία είναι να υπάρξει μια επαρκής σύγκλιση της πολιτικής των βασικών κομμάτων. Στην πρόσφατη κοινοβουλευτική συζήτηση, φάνηκε ότι ο πρωθυπουργός έκανε τα απαραίτητα βήματα ώστε να ενσωματώσει τις διαθέσεις της παράταξής του σε ένα κεντρώο –φιλελεύθερο πλαίσιο αποδυναμώνοντας τις εθνικιστικές και ξενοφοβικές τάσεις της. Αντιθέτως, τα κενά έδρανα πιστοποιούν ότι η αξιωματική αντιπολίτευση δεν έχει βρει ακόμα τον δρόμο του αναστοχασμού του κυβερνητικού της έργου, ενώ κάποιες τάσεις της φαίνεται να ξαναβρίσκουν τον εαυτό τους στην ιδεοληψία των «ανοιχτών θυρών».
Κάποια σύγκλιση όμως επί του ζητήματος επείγει ώστε η χώρα να αποκτήσει μακροπρόθεσμη στρατηγική και η κοινωνία να βιώσει με λιγότερο δραματικούς τρόπους την κατάσταση. Η νέα γεωπολιτική ένταση στην περιοχή προειδοποιεί ότι ο χρόνος μπορεί και να στενεύει.