Εφημερίδα Έθνος
25 Νοεμβρίου 2016
Το ΠΑΣΟΚ θα έλκει το ενδιαφέρον των πολιτικών, κοινωνικών και ιστορικών επιστημών για πολλά χρόνια. Τόσο για την εκτίναξη και κυριαρχία του όσο και για την υποχώρηση και την πτώση του. Το άλλοτε πανίσχυρο κόμμα βρίσκεται σήμερα στις παρυφές της πολιτικής ανυπαρξίας. Το πλήγμα που υπέστη μοιάζει ανεπανόρθωτο. Το γιατί παραμένει αναπάντητο. Η θεωρία ότι επωμίστηκε περισσότερες ευθύνες από εκείνες που του αναλογούσαν είναι το λιγότερο παιδαριώδης.
Το ζήτημα είναι πιο σύνθετο. Συνδέεται με την πολυεπίπεδη υστέρηση της χώρας και της κοινωνίας. Το παράδοξο είναι ότι αυτή διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο αφενός στην επικράτηση, αφετέρου στην καταβαράθρωσή του. Αν δεν εντοπίσουμε την παραπάνω αντίφαση, δεν θα μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε την αιμορραγία που υπέστη. Γεγονός είναι ότι η πλειονότητα του εκλογικού του σώματος μεταπήδησε στον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ κάποιοι άλλοι αποστασιοποιήθηκαν. Παράλληλα, δεν θα κατανοήσουμε γιατί σήμερα που το κυβερνών κόμμα υποχωρεί, το ΠΑΣΟΚ δεν εισπράττει τίποτα. Οι απογοητευμένοι, εξαπατημένοι ψηφοφόροι του Αλέξη Τσίπρα δεν προτίθενται να επιστρέψουν στη μητρική τους βάση. Το ίδιο συμβαίνει και με το πασοκικό τμήμα που δεν προσχώρησε στον ΣΥΡΙΖΑ, θεωρώντας τον εθνολαϊκιστικό σχήμα.
Η πολιτική πραγματικότητα που διαμορφώθηκε στον χώρο της Κεντροαριστεράς δεν εξηγείται με υπεραπλουστεύσεις. Οι τεκτονικές αλλαγές που συντελέστηκαν στη μνημονιακή Ελλάδα επαναχάραξαν τις διαχωριστικές γραμμές του κομματικού συστήματος. Η λεηλασία του ΠΑΣΟΚ από τον Αλέξη Τσίπρα δημιουργεί νέα δεδομένα. Η κυβερνητική και προσωπική του φθορά δεν ακυρώνει την ηγετική του παρουσία, στο κεντροαριστερό ακροατήριο. Μια πιθανή απώλεια της εξουσίας δεν του στερεί τη δυνατότητα να επενδύει σ’ αυτό. Αντίστοιχη ευκαιρία μικρότερου βεληνεκούς προσφέρεται και στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Οι πρώην εκλογείς του ΠΑΣΟΚ που αποστρέφονται την αναπαλαίωσή του, αλλά και τις ιδεοληψίες και τον αναχρονισμό του ΣΥΡΙΖΑ, ενδέχεται να πριμοδοτήσουν τις δεξαμενές του.
Το βέβαιο είναι πως το ΠΑΣΟΚ αντιμετωπίζει υπαρξιακή κρίση. Η απήχησή του καταποντίζεται στο ναδίρ. Οι διαρκείς ρωγμές το καθιστούν αδύναμο. Η αποψίλωσή του από ικανά στελέχη είναι πασιφανής. Ο λόγος και η εικόνα του αποπνέουν παρελθόν. Η ηγεσία του δεν μπορεί να ανταποκριθεί στοιχειωδώς στις νέες ανάγκες και απαιτήσεις. Η αριστεροσύνη που επιδεικνύει η κυρία Γεννηματά είναι ατελέσφορη και επιζήμια. Μερίδα των δυσαρεστημένων ψηφοφόρων του Αλέξη Τσίπρα, που είναι το μεγαλύτερο ποσοστό των αναποφάσιστων, ακούγοντας τον παρωχημένο λόγο της πιθανόν να παραμείνουν στον ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις ενστάσεις τους.
Στην εγχώρια κομματική σκηνή υπάρχει μεγάλο κενό εκπροσώπησης. Το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να το καλύψει. Οι διάσπαρτες δυνάμεις της Κεντροαριστεράς που απορρίπτουν ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ αναζητούν νέα πολιτική έκφραση. Την ανάγκη αυτή διαπιστώνει και ο Κώστας Σημίτης στο νέο του βιβλίο – συζήτηση με τον Γιάννη Πρετεντέρη, “Υπάρχει λύση;”, υπογραμμίζοντας ότι χρειάζεται νέο ‘όχημα’ με νέα πρόσωπα που θα εκφράσουν την αλλαγή.
Ασφαλώς χρειάζεται νέο κόμμα με νέα και άφθαρτα πρόσωπα, που θα εκφράσουν τη σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία. Το brand name ΠΑΣΟΚ, δυστυχώς, έχει περιπέσει σε ανυποληψία, με το στίγμα της διαφθοράς, αφού έχει υπουργό και στελέχη του στη φυλακή. Προσωπικά, δεν θεωρώ ότι φταίει η Γεννηματά που “δεν τραβάει”, αλλά αυτό καθαυτό το κόμμα ΠΑΣΟΚ, με τις σημαίες και τα σύμβολά του. Κρίμα που αυτό δεν γίνεται κατανοητό από πολλούς πιστούς πασόκους, συμπεριλαμβανομένης της κας Γεννηματά και των συμβούλων της. Ο Καραμανλής το 1974 εγκατέλειψε την ΕΡΕ που είχε κατηγορηθεί για βία και νοθεία και έστησε νέο κόμμα. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, για διαφορετικούς λόγους, έκανε το ίδιο. Γιατί εμείς δεν μπορούμε τώρα να αλλάξουμε το παλιό όχημα με ένα brand new, σύγχρονης τεχνολογίας? Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι θα διαγράψουμε την ιστορία του ΠΑΣΟΚ και όσα καλά προσέφερε στον τόπο μας. Ούτε τους άξιους ηγέτες του. Σήμερα όμως, υπό τις νέες συνθήκες, χρειάζονται νέοι και άφθαρτοι που θα μπορούσαν να ηγηθούν και να οδηγήσουν με ασφάλεια το νέο όχημα, υπό μία προϋπόθεση: ότι η παλιά φρουρά των πολιτικών θα υπερβεί τις όποιες προσωπικές της φιλοδοξίες, υπέρ του κοινού συμφέροντος. Άλλωστε, αυτός είναι και ο ορισμός της αληθινής ηγεσίας..