Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης
Το Βήμα, 22/10/2017
Η επίσκεψη του αριστερού πρωθυπουργού Αλ. Τσίπρα στον Λευκό Οίκο του ακραίου εκκεντρικού εθνικιστή προέδρου Ντόναλντ Τραμπ – και ανεξάρτητα από τα συγκεκριμένα αποτελέσματά της – μπορεί να θεωρηθεί ένας συμβολικός ιστορικός σταθμός στη σχέση της Αριστεράς με τις ΗΠΑ, αλλά και για τον προσανατολισμό της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Διαχρονικά για την Αριστερά οι Ηνωμένες Πολιτείες ήσαν οι «φονιάδες των λαών» που ανέβαζαν και κατέβαζαν καθεστώτα με όλα τα μέσα, θεμιτά ή αθέμιτα, με ανατροπές και δικτατορίες, με συνωμοσίες κρυφές ή φανερές. Ηταν οι Ηνωμένες Πολιτείες που προσπαθούσαν να επιβάλουν την κυριαρχία τους στο παγκόσμιο σύστημα εις βάρος της κυριαρχίας των κρατών και των συμφερόντων των λαών. Αυτό λίγο-πολύ ήταν και το αφήγημα της Αριστεράς για τον ρόλο των ΗΠΑ σε σχέση με την Ελλάδα από το τέλος του εμφυλίου πολέμου και το δόγμα Τρούμαν στη δικτατορία των συνταγματαρχών, που για την Αριστερά ήταν «αμερικανοκίνητη», μέχρι σχετικά πρόσφατα. Στόχος επομένως της Αριστεράς ήταν η απομάκρυνση της Ελλάδας από την επιρροή των Ηνωμένων Πολιτειών και των θεσμών στους οποίους κυριαρχούσαν (όπως, π.χ., το ΝΑΤΟ). Το γεγονός ότι κάθε χρόνο η πορεία για την εξέγερση του Πολυτεχνείου καταλήγει στην Αμερικανική πρεσβεία των Αθηνών αποτελεί το κατάλοιπο του ιστορικού συμβολισμού του αριστερού αφηγήματος.
Ολα αυτά όμως σε επίπεδο ουσίας πλέον φαίνεται να φθάνουν στο οριστικό τέλος τους για την Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ (το ΚΚΕ παραμένει στην ανάγνωση του ευαγγελικού αφηγήματος που γνωρίζει). Ο Αλ. Τσίπρας αποδέχεται πλήρως τον κομβικό, έστω και συρρικνούμενο, διεθνή ρόλο που διαδραματίζουν οι ΗΠΑ και τη σημασία των καλών σχέσεων για τα ελληνικά αμυντικά, οικονομικά και άλλα συμφέροντα. Ετσι ο ακραίος ή και λιγότερο ακραίος αντιαμερικανισμός – ως και «ο σοσιαλισμός των ηλιθίων», εγκαταλείπεται. Με την ίδια άνεση που η Αριστερά καταδίκαζε τις ΗΠΑ, με την ίδια ακριβώς, αν όχι περισσότερη άνεση εναγκαλίζεται τις ΗΠΑ.
Δεν ξέρω αν κάποιος τον Ιανουάριο του 2015, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ήλθε στην εξουσία, θα περίμενε ότι η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας θα ήταν οι εκλεκτοί της Ουάσιγκτον, με τον αμερικανό πρέσβη στην Αθήνα να τους πλέκει το εγκώμιο! Κι όμως, όλα αυτά είναι ήδη μια ωραία πραγματικότητα. Ο Αλ. Τσίπρας μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο συναντήθηκε με δύο αμερικανούς προέδρους (Ομπάμα και Τραμπ)! Είναι μια πραγματικότητα που μεταξύ άλλων σημαίνει ότι με την εξαίρεση του ΚΚΕ οι κεντρικές πολιτικές δυνάμεις της χώρας φαίνεται να έχουν φθάσει στον υψηλότερο δυνατό βαθμό συναίνεσης σε όλη την agenda θεμάτων της εξωτερικής πολιτικής. Θέματα όπως η θέση της χώρας στην Ευρώπη, το ΝΑΤΟ, οι σχέσεις με τις ΗΠΑ και άλλα που πριν από μερικά χρόνια αποτελούσαν αντικείμενο έντονης πολιτικής διαμάχης σήμερα αποτελούν πεδίο συναίνεσης (έστω κι αν ο πολιτικός λαϊκισμός καλλιεργεί μύθους για τον ρόλο της Ρωσίας και η τελευταία επιχειρεί συστηματικά τη διείσδυση στην Ελλάδα).
Αλλά μήπως όμως στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής έχουν φθάσει στη «λάθος, τοξική συναίνεση»; Στη συναίνεση της αδράνειας που οδηγεί, όπως έγραψε πρόσφατα και ο Σωτήρης Βαλντέν, «προς τα εθνικιστικά αδιέξοδα»; Φοβάμαι ότι πρόκειται ακριβώς για συναίνεση που διαιωνίζει τα αδιέξοδα στα μείζονος σημασίας θέματα της εξωτερικής πολιτικής, και ιδιαίτερα στα τρία πλέον ευαίσθητα και διαχρονικά περίπλοκα: Κυπριακό, ελληνοτουρκικές σχέσεις, ονομασία γειτονικής χώρας – πΓΔΜ. Στα θέματα αυτά ο κοινός παρονομαστής της συναίνεσης είναι ουσιαστικά να μην κάνουμε απολύτως κανέναν συμβιβασμό, να μην αναζητήσουμε καμιά εφικτή, ρεαλιστική λύση, να ρίχνουμε σταθερά το ανάθεμα στην άλλη πλευρά (Τουρκία, πΓΔΜ) για τα αδιέξοδα ανεξάρτητα από τις ευθύνες που έχει η άλλη πλευρά.
Η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση είναι η τελευταία αποτυχία στη διαδικασία επίλυσης του κυπριακού προβλήματος στο Κραν Μοντανά. Ολοι οι υπεύθυνοι παράγοντες και κυρίως ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ αναγνωρίζουν άμεσα ή έμμεσα ότι Λευκωσία και Αθήνα υπήρξαν οι πλευρές που με τη στάση τους οδήγησαν στο ναυάγιο την προσπάθεια. Κι όμως, καθολική, με κάποιες οριακές διαφοροποιήσεις, υπήρξε η θέση των πολιτικών δυνάμεων ότι «η αδιαλλαξία της Τουρκίας οδήγησε στο ναυάγιο». Την ίδια λογική της άρνησης αναζήτησης προσεγγίσεων για την επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων και του «Μακεδονικού – ονοματολογικού» τροφοδοτεί η λάθος συναίνεση που έχει επικρατήσει. Είναι χαρακτηριστική η άνεση με την οποία ευρύτατη κατηγορία πολιτικών δυνάμεων έχει αποδεχθεί τη στρεβλή περιγραφή των τριών παραπάνω θεμάτων ως «εθνικών θεμάτων», λες και όλα τα άλλα (οικονομία, Παιδεία, περιβάλλον, ανάπτυξη κ.λπ.) είναι… αντεθνικά. Προφανώς είναι εθνικά. Αλλά ο αυθαίρετος χαρακτηρισμός των εν λόγω θεμάτων ως των μόνων «εθνικών» και η άκριτη αποδοχή του τείνουν να καταδικάζουν οποιαδήποτε κριτική και, πολύ περισσότερο, αντίθετη άποψη, ως περίπου… αντεθνική.
Ενα άλλο συγγενές θέμα – θύμα της τοξικής συναίνεσης είναι αυτό του ύψους των αμυντικών δαπανών. Η Ελλάδα της κρίσης και της λιτότητας έχει το μεγαλύτερο ύψος στρατιωτικών δαπανών απ’ όλες τις ευρωπαϊκές χώρες (2,6% του ΑΕΠ). Κι όμως, υπάρχει απόλυτη σιωπή, πλήρης συναίνεση, στο να μην ερευνηθούν δημιουργικές προσεγγίσεις για τη μείωσή τους! Κάτι που επεσήμανε και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, ο οποίος εξέφρασε μάλιστα και την απορία του για το πώς είναι δυνατόν μια αριστερή κυβέρνηση να προτιμά να κόβει συντάξεις και όχι στρατιωτικές δαπάνες! Είναι.
Ευπρόσδεκτη η συναίνεση αλλά όχι σε έναν παρονομαστή που οδηγεί στην αδράνεια και ακυρώνει τελικά την οποιαδήποτε δημιουργική αντιπολίτευση…