Εφημερίδα Η Αξία
23 Μαρτίου 2012
Το πρόβλημα νομιμοποίησης που αντιμετωπίζουν τα αποκαλούμενα κόμματα εξουσίας, ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία, θέτει επί τάπητος το ζήτημα του μετασχηματισμού τους.Στην πραγματικότητα βιώνουν υπαρξιακή κρίση. Η στρατηγική που ακολούθησαν μέχρι σήμερα είναι πλέον ξεπερασμένη. Χρειάζονται νέα πολιτικά εργαλεία, νέες ιδέες και προσεγγίσεις.
Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διέθεταν, όπως η πολυσυλλεκτικότητα, η ανθεκτικότητα, καθώς και η σταθερή κομματική βάση, έχουν χαθεί και δύσκολα μπορούν να ανακτηθούν. Οι φυγόκεντρες δυνάμεις που αναπτύχθηκαν την τελευταία περίοδο σε επίπεδο οροφής, με την αποχώρηση ή διαγραφή βουλευτών, δεν συνιστούν μόνο έκφραση πολιτικών φιλοδοξιών κάποιων στελεχών, ούτε βεβαίως είναι μετέωρες. Αντίθετα εκφράζουν τον κατακερματισμό της πολιτικής και κοινωνικής βάση και των δύο κομμάτων. Η αδυναμία τους να συσπειρώσουν τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους τους αποδεικνύει ότι τα προβλήματά τους δεν είναι πρόσκαιρα. Δεν είναι έκφραση εσωκομματικής αμφισβήτησης, ούτε ένας απλός «ακρωτηριασμός», όπως ισχυρίζεται ο νέος αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, αναφερόμενος στη κρίση του κόμματός του. Έχουν βαθύτερες αιτίες.
Όλα αυτά τα χρόνια, συνεκτική ουσία των δύο κομμάτων εξουσίας ήταν ο κυβερνητισμός και η νομή της εξουσίας. Το ιδεολογικό και πολιτικό τους μοντέλο στερούνταν διακριτού πολιτικού στίγματος, προσπαθώντας στο όνομα της πολυσυλλεκτικότητας, να συγκεράσει εκ διαμέτρου αντίθετες πολιτικές εκφράσεις. Η συγκεκριμένη στρατηγική όμως οδήγησε στα σημερινά αδιέξοδα, δημιουργώντας την κρίση εκπροσώπησης, η υπέρβαση της οποίας δεν θα επιτευχθεί με προσκλητήρια συστράτευσης ούτε με αφύπνιση του παραταξιακού πατριωτισμού. Τα ρήγματα που έχουν δημιουργηθεί στα δύο μεγάλα κόμματα, με σημείο αναφοράς τα μνημόνια, δεν θα επουλωθούν με πολιτικές ισορροπιών, στρογγυλεύματος και μέσου όρου.
Οι δυνάμεις που απεξαρτήθηκαν από τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ επιδιώκουν την πολιτική τους αυθυπαρξία, έχοντας συγκεκριμένες ιδεολογικές και πολιτικές σημάνσεις. Γι’ αυτό και οι διακηρύξεις των κομματικών επιτελείων ότι «δεν περισσεύει κανείς», δεν αποκαλύπτουν μόνο σύγχυση και αμηχανία. Αποδεικνύουν περίτρανα την αδυναμία τους να κατανοήσουν την ουσία του προβλήματος, αλλά και τις νέες πραγματικότητες, όπως αυτές διαγράφονται στην πολιτική σκηνή του τόπου.
Σήμερα το μεγάλο ζήτημα που καλούνται να διαχειριστούν οι ηγεσίες του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας δεν είναι μόνο η χρεοκοπία της χώρας, αλλά και η κρίση πολιτικής εκπροσώπησής τους. Το μείζον στοίχημα που καλούνται να κερδίσουν είναι η δημιουργία νέας ταυτότητας, νέας φυσιογνωμίας, σύγχρονης αφήγησης. Τα ερωτήματα στα οποία οφείλουν να απαντήσουν είναι καίρια και άμεσα: Ποιες πολιτικές πρεσβεύουν; Ποιες δυνάμεις εκπροσωπούν; Ποια στρατηγική ακολουθούν;
Έχουν επίγνωση ότι οι κομματικοί σχηματισμοί τους αντιμετωπίζουν οξύ πρόβλημα ιδεολογικού προσανατολισμού και ότι η πολιτική τους αξία έχει τρωθεί και απομειωθεί. Η επιλογή του «Όλον» ΠΑΣΟΚ δοκιμάστηκε στην πράξη, έδειξε τα όρια και τις δυνατότητές της και -το κυριότερο- τις αδυναμίες της. Επικαλούμενη το «Όλον» ΠΑΣΟΚ η δεύτερη τετραετία Σημίτη αποπολιτικοποιήθηκε μετά τη στρατηγική της υποχώρηση στην ασφαλιστική μεταρρύθμιση. Η συγκατοίκηση της φιλελεύθερης με τη λαϊκή Δεξιά, το μόνο αποτέλεσμα που είχε ήταν να νομιμοποιεί τον άκρατο λαϊκισμό και εθνικισμό, με τους οποίους έχει εμποτιστεί χρόνια τώρα ο χώρος της Κεντροδεξιάς. Άλλωστε, οι αντιφάσεις εμφανίστηκαν σε πολύ έντονο βαθμό με τις μνημονιακές μεταμορφώσεις της Νέας Δημοκρατίας.
Ο κατακερματισμός των κομματικών δυνάμεων συμβάλλει στην αποσαφήνιση και οριοθέτηση των πολιτικών που ο κάθε σχηματισμός πρεσβεύει. Η ανασύνθεση της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς δεν μπορεί να στηρίζεται σε λογικές συγκόλλησης. Για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες και απαιτήσεις, οφείλει να είναι το αποτέλεσμα μιας ουσιαστικής ανατοποθέτησης στο πεδίο της πολιτικής, των ιδεών και των προτάσεων, χωρίς ιδεοληπτικές εμμονές και λογικές συγκερασμού.
Ο Βενιζέλος και ο Σαμαράς καλούνται να τολμήσουν, πιστοποιώντας το τέλος του μεταπολιτευτικού κύκλου των κομμάτων τους. Παράλληλα, οφείλουν και οι ίδιοι να απεξαρτηθούν από εκείνο το πλέγμα των παρωχημένων και αναχρονιστικών πολιτικών και ιδεολογικών θέσεων που υπηρέτησαν. Η επανεκκίνηση της χώρας δεν θα επιτευχθεί με τις εμμονές στην αυτοδυναμία και με την επίκληση της αυτοδύναμης Ελλάδας. Ούτε με τη συντήρηση ανάρμοστων ιδεολογικών και πολιτικών συνευρέσεων και ανίερων συμμαχιών. Και το κυριότερο απ’ όλα δεν μπορεί να στηρίζεται σε αντιτιθέμενες στρατηγικές.
Η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ που γνωρίζαμε έχουν κάνει τον κύκλο τους. Η ευθύνη τους για τα σημερινά μεγάλα αδιέξοδα δεν αναιρεί το έργο και τη συμβολή τους. Σήμερα λοιπόν, καλούνται να αποδείξουν ότι έχουν επίγνωση των προβλημάτων και πως για την επίλυσή τους απαιτείται ένα τολμηρό και ουσιαστικό μεταρρυθμιστικό σχέδιο.
Η ανασύσταση της χώρας προϋποθέτει βαθιές αλλαγές και τομές στην οικονομία, τη δημόσια διοίκηση, την οργάνωση και στον τρόπο λειτουργίας του κράτους. Προϋποθέτει την αλλαγή των ίδιων των κομμάτων, τα οποία οφείλουν να τραβήξουν διαχωριστική γραμμή με ό,τι παραπέμπει στο παρελθόν. Οι ηγεσίες τους θα κριθούν στις επικείμενες εκλογές από την πρόθεση και από δυνατότητά τους να κάνουν πράξη τον πολιτικό και ιδεολογικό τους μετασχηματισμό.
Στην πραγματικότητα ο Σαμαράς και ο Βενιζέλος καλούνται να δείξουν ότι μπορούν να θέσουν τα κόμματά τους σε μια νέα τροχιά. Το μετά-ΠΑΣΟΚ και η μετα-Νέα Δημοκρατία δεν είναι σχήμα λόγου. Στην ουσία είναι ζωτική ανάγκη για την ίδια την ύπαρξή τους.