Εφημερίδα Η Αξία
25 Φεβρουαρίου 2012
Μετά την αποφυγή της άτακτης χρεοκοπίας, το ερώτημα που ανακύπτει είναι: Μπορούν οι πολιτικοί φορείς που μας οδήγησαν στην κρίση να είναι εκείνοι που θα μας βγάλουν απ’ αυτή; Το ερώτημα αυτό είναι, κατά την άποψή μου, θεμελιώδες και συνδέεται με την ανάγκη να αντιμετωπίσει η χώρα τις εκκρεμότητες του παρελθόντος, αλλά και να κάνει πράξη όλες εκείνες τις μεταρρυθμίσεις και εκσυγχρονιστικές τομές που οι δυνάμεις του δικομματισμού παρέπεμψαν στις καλένδες.
Είναι πλέον σαφές και παραδεκτό από όλους ότι οι πράξεις και οι παραλείψεις των κυβερνώντων μάς οδήγησαν σε πρωτοφανή οικονομικά αδιέξοδα, θέτοντας σε κίνδυνο ακόμη και την παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη. Γι’ αυτό άλλωστε γίνεται πολύς λόγος για το χρεοκοπημένο πολιτικό σύστημα.
Κάνοντας μια αναδρομή σε όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο των τριάντα οκτώ χρόνων, θα πρέπει να αποδεχτούμε ότι ως χώρα είχαμε πραγματικές αναλαμπές και κορυφαίες ιστορικές στιγμές. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι η ένταξή μας στην ΕΟΚ και η είσοδό μας στην Ευρωζώνη.
Ταυτόχρονα, όμως θα πρέπει να παραδεχτούμε και τις αγκυλώσεις και τις εμμονές μας που μας κρατούν καθηλωμένους στο παρελθόν και στην υπανάπτυξη. Δεν είναι τυχαίο ότι όσες μεταρρυθμιστικές και εκσυγχρονιστικές αλλαγές επιχειρήθηκαν έμειναν μετέωρες. Προσέκρουσαν στον λαϊκισμό, στα συντεχνιακά συμφέροντα και στις πελατειακές σχέσεις.
Ως εκ τούτου, τα σημερινά αδιέξοδα που βιώνει η χώρα είναι αποτέλεσμα των πολιτικών που ακολούθησαν τα αποκαλούμενα αστικά κόμματα εξουσίας. Το παράδοξο είναι ότι ο πολιτικές αυτές στην πραγματικότητα δεν αμφισβητήθηκαν από τις δυνάμεις της Αριστεράς. Αξιοσημείωτη περίπτωση είναι η συμπόρευση όλων εναντίον της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης Γιαννίτση.
Ζώντας στις φαντασιώσεις μιας επίπλαστης ευημερίας, η πολιτική τάξη δεν θέλησε να προχωρήσει στις αυτονόητες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις στο κράτος, στους θεσμούς, στην οικονομία, στις εργασιακές σχέσεις, κ.λπ.. Οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες είχαν άδοξο τέλος, ενοχοποιήθηκαν, συκοφαντήθηκαν. Παράλληλα οι πολίτες, παραδομένοι στη νιρβάνα της υπερκατανάλωσης, πίστεψαν ότι η Ελλάδα βρίσκεται στον αστερισμό της ανάπτυξης και της ευημερίας, αρνούμενοι να συναινέσουν στις απαραίτητες αλλαγές. Και οι δύο πλευρές δεν ήθελαν να δουν την πραγματικότητα.
Ωστόσο, κύριοι υπαίτιοι της σημερινής κατάστασης δεν μπορεί παρά να είναι οι πολιτικές ηγεσίες, οι οποίες ενώ γνώριζαν –ή όφειλαν να γνωρίζουν- σιωπούσαν. Μάλιστα, πλειοδοτούσαν υπερβολικές προσδοκίες και αναμονές χωρίς αντίκρισμα. Εφάρμοσαν πολιτικές που εξέθρεψαν τη χρεοκοπία, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα την ανεπάρκεια, την αναποτελεσματικότητα, τη στρέβλωση του ίδιου του πολιτικού συστήματος.
Γι’ αυτό αν κάτι βγαίνει ως συμπέρασμα από τα όσα έζησε και ζει η χώρα εδώ και δυόμισι χρόνια, αυτό δεν είναι άλλο από την επιβεβαίωση της ήττας του πολιτικού συστήματος. Η αποσύνθεσή του είναι πλέον εμφανής, η ανικανότητά του να καταθέσει ένα συγκεκριμένο σχέδιο αντιμετώπισης της κρίσης, υπερβαίνοντας τα καθορισμένα πλαίσια του μνημονίου και του μεσοπρόθεσμου, είναι πρωτόγνωρη. Η έλλειψη στοιχειώδους αφήγησης για την Ελλάδα της κρίσης είναι πρωτοφανής.
Η πολιτική τάξη τα τελευταία χρόνια ετεροκαθορίζεται από τις πολιτικές που μας υποδεικνύουν οι εταίροι μας, αλλά και οι δανειστές μας. Τουλάχιστον μέχρι τώρα δεν μπόρεσε να καταθέσει τη δική της πρόταση, το δικό της σχέδιο. Οι παρεμβάσεις και ο ρόλος της εξαντλούνται στις ενστάσεις, τις επιφυλάξεις ή στην αποδοχή των προτεινόμενων μέτρων. Το κενό αυτό θα γίνει πολύ πιο εμφανές κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, στην οποία ζητούμενο θα είναι η πολιτική πρόταση του ενός και του άλλου κομματικού σχηματισμού.
Εμποτισμένο από έναν άκρατο λαϊκισμό, το πολιτικό σύστημα οδηγείται όλο και πιο συχνά σε λογικές ανορθολογισμού. Αντί να αναγνωρίσει την πραγματική αιτία του κακού, να παραδεχτεί τα ενδογενή προβλήματά μας και να προωθήσει λύσεις για την αντιμετώπισή τους, μετακυλύει τις ευθύνες αλλού.
Επιρρεπές στις εθνοκεντρικές αντιλήψεις, βλέπει παντού εχθρούς και υπαίτιους της κατάστασής μας. Υιοθετεί με ευκολία θεωρίες συνωμοσίας εις βάρος της χώρας μας. Δυσανασχετεί που οι εταίροι μας εκφράζουν τις ενστάσεις τους, όταν μας αντιμετωπίζουν με επιφυλακτικότητα, θέτοντας όρους και προϋποθέσεις.
Και το χειρότερο είναι ότι η συγκεκριμένη νοοτροπία έχει διαχυθεί σε ολόκληρη την κοινωνία – από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες και τα ΜΜΕ, μέχρι τους απλούς πολίτες.
Χαρακτηριστικές είναι οι σφοδρές αντιδράσεις που προκλήθηκαν στην Ελλάδα με τα όσα είπε πρόσφατα ο αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομίας της Γερμανίας Φ. Ρέσλερ, αναφορικά με την υστέρηση που επιδεικνύουμε στην απορρόφηση κοινοτικών πόρων.
Όλοι μας, με πρώτους τους πολιτικούς, ενοχοποιήσαμε εκείνον που έθεσε το πρόβλημα επί τάπητος, εγκαλώντας μας για καθυστερήσεις και αναποτελεσματικότητα, αρνούμενοι να δούμε την πραγματικότητα και κυρίως να εξετάσουμε την αιτία του προβλήματος.
Το παράδειγμα μας αποκαλύπτει με τον χειρότερο τρόπο τις στρεβλώσεις που κυριαρχούν στην πολιτική ζωή της χώρας, αποδεικνύοντας ότι το υπάρχον πολιτικό σύστημα αντικειμενικά δεν μπορεί να διαχειριστεί τη σημερινή κρίση, αλλά ούτε μπορεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις υπέρβασής της.
Μέλημά του είναι η προάσπιση του συντεχνιακού και πελατειακού συστήματος, το οποίο το ίδιο δημιούργησε. Ουδόλως ενδιαφέρεται για τις μεταρρυθμίσεις. Ούτε προβληματίζεται για τη θεσμική και πολιτική υστέρηση που εμφανίζει η Ελλάδα έναντι των άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Ωστόσο, η αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων της οικονομίας, των ελλειμμάτων, του χρέους, της απουσίας παραγωγικού και αναπτυξιακού μοντέλου, προϋποθέτει την ανάδειξη και επικράτηση των μεταρρυθμιστικών και εκσυγχρονιστικών δυνάμεων που διαπερνούν οριζόντια όλο σχεδόν το φάσμα της πολιτικής.
Η απάντηση στην κρίση δεν είναι οι αντιμνημονιακές δυνάμεις, αλλά οι μεταρρυθμιστικές. Μόνο με μια ισχυρή μεταρρυθμιστική και εκσυγχρονιστική ατζέντα μπορεί η Ελλάδα να αντιπαρέλθει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει.
Κι ενώ η ανάγκη αυτή αποτελεί κοινή διαπίστωση, δυστυχώς απουσιάζουν εκείνοι οι φορείς που θα μπορούσαν να διαχειριστούν με αποτελεσματικότητα τα μεγάλα προβλήματα, επανασυνδέοντας τη χώρα με την ευρωπαϊκή στρατηγική.
Άρα, η ανασύνθεση του πολιτικού συστήματος, θα συνεχίσει να παραμένει το μεγάλο ζητούμενο.