Ένας σπάνιος άνθρωπος, ο Δημήτρης Κουμάνταρος, έφυγε από τη ζωή. Μυαλό κοφτερό, πνεύμα ανήσυχο, μαχητικό. Αληθινά ευαίσθητος, ασυμβίβαστος και ανιδιοτελής.
Τον Μήτσο, όπως τον αποκαλούσαμε, τον γνώρισα στην πρώτη πορεία για την επέτειο του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβριο του ‘74. Λίγες μέρες μετά τον συνάντησα στην πλατεία Εσταυρωμένου στο Αιγάλεω να υπερασπίζεται με πάθος τις ιδέες του.
Η σχέση που αναπτύξαμε στη συνέχεια με σημάδεψε. Εκείνος με έπεισε να ενταχθώ στο ΕΚΚΕ. Μαζί αποχωρήσαμε. Μαζί του βίωσα όμορφες και συναρπαστικές στιγμές, στην Αθήνα και στον Πόρο. Μαζί του κατάλαβα ότι η αμφιβολία είναι η αξιοπρέπεια της ανθρώπινης ύπαρξης.
Το μεγαλείο του ήταν ότι μπορούσε να δει «τον Κόσμο σ’ έναν κόκκο άμμου και τον Παράδεισο σ’ ένα αγριολούλουδο», να κρατήσει «το Άπειρο στην παλάμη του και την Αιωνιότητα σε μια ώρα», όπως θα έλεγε και ο Μπλέικ.
Πάντα διεισδυτικός και στοχαστικός, μου είχε επισημάνει αμέσως μετά την εκλογή του Κ. Σημίτη: «Ο κίνδυνος αφομοίωσης από την εξουσία και η απονεύρωση του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος είναι ο μεγαλύτερος εχθρός σας».
Η ακόρεστη δίψα του Κουμάνταρου για τη δικαίωση των ονείρων του αφύπνιζε τα κοιμισμένα αντανακλαστικά μας, κρατώντας μας σε εγρήγορση. Η άρνησή του να αποποιηθεί την οργή της νιότης δεν συνιστούσε έκφραση αδυναμίας, αλλά βαθιάς πίστης. Ο μύθος και ο ρεαλισμός πυροδοτούσαν τις ιδέες του, καθιστώντας τον πάντα επίκαιρο και ελκυστικό.
Το πάθος του ήταν ασίγαστο μέχρι την τελευταία στιγμή. Πριν λίγες μέρες έγραφε: «…Ονειρεύομαι έναν ξεσηκωμό ενάντια στην αναξιοκρατία, στην κομματοκρατία, στη διαφθορά, στην αδιαφάνεια, στην τσαπατσουλιά….»
Ο Δημήτρης, παρακολουθώντας την ερημιά της πολιτικής ζωής, μάς υποδείκνυε την πηγή για να πιούμε νερό. Πάντως, προσωπικά μού έμαθε ότι η ανάβαση στα κακοτράχαλα βουνά της αλήθειας είναι επώδυνη, σκληρή και μοναχική, αλλά δεν είναι μάταιη.