Γιάννης Πρετεντέρης
Τα Νέα, 5/10/2017
Η κυβέρνηση κατέθεσε προχθές στη Βουλή έναν προϋπολογισμό που είναι ο τελευταίος του τριετούς Μνημονίου 2015-2018 και κατά πάσα πιθανότητα ο τελευταίος δικός της.
Εκπληξη καμία.
Εχει την ίδια λογική με όλους τους προηγούμενους προϋπολογισμούς των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ: βαριά φορομπηχτικός, καθαρά αντιαναπτυξιακός, άρα βαθιά αντικοινωνικός.
Περιλαμβάνει δώδεκα (!) νέους φόρους, αυξήσεις φόρων, μειώσεις ή καταργήσεις φοροαπαλλαγών.
Μια επιλογή που, όπως έχουν διαβεβαιώσει όλες οι πλευρές των δανειστών, αποτελεί καθαρά επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης. Ούτε της ζητήθηκε,, ούτε της επιβλήθηκε από την τρόικα.
Αυτά για όσους κρύβονται στα άλλοθι της επιτροπείας!
Γιατί όμως η κυβέρνηση επιλέγει αυτόν τον φορομπηχτικό, αντιαναπτυξιακό και τελικά αντικοινωνικό δρόμο; Είναι κοινωνική αναλγησία ή πολιτικός μαζοχισμός;
Εχω τρεις εξηγήσεις.
Πρώτον, από ιδεοληψία. Είναι μια ομάδα ανθρώπων που θεωρούν ότι κοινωνική πολιτική δεν είναι «να φτιάχνεις δουλειές» (όπως έλεγε ο Τόνι Μπλερ…) αλλά να μοιράζεις επιδόματα, να προσλαμβάνεις καθαρίστριες στο Δημόσιο και να ξοδεύεις όσα (δεν) έχεις σε μη παραγωγικές αλλά «κοινωνικά δίκαιες» δραστηριότητες.
Δεύτερον, από φαυλότητα. Οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ διαιωνίζουν τη χειρότερη αντίληψη της Μεταπολίτευσης, σύμφωνα με την οποία οι προϋπολογισμοί είναι ένα μέσο εξαγοράς ψήφων.
Στο μυαλό τους η διακυβέρνηση κινείται κάπου ανάμεσα σε τράμπες με ταξιτζήδες και σε πελατειακή πολιτική με το χρήμα των άλλων.
Τρίτον, από ανικανότητα. Να είμαστε ειλικρινείς: αν έλεγε κανείς πριν από πέντε ή δέκα χρόνια ότι την οικονομική πολιτική θα διεκπεραιώνουν ο Τσακαλώτος με τον Χουλιαράκη, νομίζω ότι ακόμα θα γελούσαμε. Τώρα κλαίμε.
Ο προϋπολογισμός αυτός όμως έχει τουλάχιστον ένα μεγάλο πλεονέκτημα: δείχνει ακριβώς τι ΔΕΝ χρειάζεται ο τόπος, άρα τι ΔΕΝ πρέπει να γίνει από την επόμενη κυβέρνηση.
Διότι η Ελλάδα (όπως όλοι συμφωνούν, τουλάχιστον στα λόγια…) χρειάζεται ένα πράγμα: ανάπτυξη.
Κι η ανάπτυξη στη σημερινή Ελλάδα υπόκειται σε δυο σαφείς προϋποθέσεις: σε ένα φορολογικό σοκ (το οποίο θα τονώσει τα διαθέσιμα εισοδήματα και θα μειώσει το επενδυτικό κόστος) και σε ένα επιχειρηματικό σοκ (το οποίο σε αναζήτηση κερδών θα φτιάξει τις δουλειές που έλεγε ο Μπλερ).
Ολα τα άλλα είναι λόγια να αγαπιόμαστε. Σε μια χώρα κι από ανθρώπους που ακόμη δυσκολεύονται να καταλάβουν τι τους συνέβη.
Σε μια χώρα που το 2009 χρεοκόπησε από το κράτος της (όπως, ας πούμε, η Ιρλανδία χρεοκόπησε από τις τράπεζες…) αλλά ακόμη και σήμερα υπάρχουν άνθρωποι που προστατεύουν τη βασική αιτία της χρεοκοπίας και τιμωρούν τους πολίτες.
Σε μια χώρα δηλαδή που παθαίνει αλλά αρνείται πεισματικά να μάθει.