Εφημερίδα Η Αξία
21 Σεμπτεβρίου 2013
Το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας βρίσκεται σε διαρκή περιδίνηση. Χρόνια τώρα, δεν έχει κατορθώσει να αποκτήσει μια σταθερή γραμμή πλεύσης. Η στρατηγική του υπόκειται σε συνεχείς μεταβολές. Ετεροπροσδιορίζεται από τις τρέχουσες εξελίξεις, επηρεάζεται από τις μικροπολιτικές σκοπιμότητες. Δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες και στις απαιτήσεις μιας εξαιρετικά κρίσιμης πολιτικής περιόδου. Και το κυριότερο απ’ όλα, δεν είναι εναρμονισμένο με την επίτευξη ενός μεγάλου στόχου για τη χώρα, αλλά και την παράταξη.
Στερούμενη μιας καθαρής και στιβαρής στρατηγικής, η Νέα Δημοκρατία στροβιλίζεται γύρω από διαμετρικά αντίθετες προσεγγίσεις. Οι συνεχείς αναστροφές της επιβεβαιώνουν τη σύγχυση στην οποία βρίσκεται. Η δυστοκία της να απογαλακτιστεί από τις ακροδεξιές παραφυάδες, η αδυναμία της να απεξαρτηθεί από τους αναχρονισμούς της αποκαλούμενης «λαϊκής Δεξιάς», δεν της επιτρέπουν να μετεξελιχθεί σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή Κεντροδεξιά.
Ευρισκόμενη σε στρατηγική σύγχυση, δεν έχει αφομοιώσει την πολιτική μεταστροφή του Προέδρου της Α. Σαμαρά. Ούτε φαίνεται να ασπάζεται την ακολουθούμενη κυβερνητική πολιτική. Στην πραγματικότητα την ανέχεται, προκειμένου να παραμένει στο πηδάλιο της εξουσίας. Εμποτισμένη επί πολλές δεκαετίες από έναν βαθύ συντηρητισμό, αποστρέφεται μετά βδελυγμίας ό,τι θεωρεί πως αντιστρατεύεται τις παραδόσεις της δεξιάς παράταξης.
Αρνούμενη να ανανεώσει τις ιδεολογικοπολιτικές της αποσκευές, μένει καθηλωμένη σε έναν αποστεωμένο και ξύλινο κομματικό λόγο, ενώ το πολιτικό προσωπικό της στην πλειονότητά του αποπνέει παρελθόν. Αντί να αναζητεί μια νέα ταυτότητα και φυσιογνωμία που θα της επέτρεπε να ανασυνθέσει την εκλογική και κοινωνική της βάση, φλερτάρει με παρωχημένες εθνικιστικές και ακροδεξιές δυνάμεις. Η πρόσφατη ανακάλυψη της θεωρίας των δύο άκρων, το επιβεβαιώνει.
Εξίσου αποκαλυπτική είναι και η στάση που κρατά σε καίρια και μείζονα ζητήματα, όπως είναι η κυβερνητική συνύπαρξη. Την αντιμετωπίζει ως μια βραχύβια πολιτική παρένθεση και προσβλέπει πάντα στην πολυπόθητη αυτοδυναμία, διότι θεωρεί το συγκεκριμένο μοντέλο ως το πιο κατάλληλο όχημα για το μονοκομματικό κράτος. Και φυσικά, στερούμενη κουλτούρας συνεργασίας, αδυνατεί να προσδώσει στη συνεννόηση και στη συναίνεση ουσιαστικό περιεχόμενο.
Παράλληλα, έχοντας ως αντιπολίτευση εντρυφήσει σε μια στείρα αντιμνημονιακή ρητορική, δεν είναι διατεθειμένη να ανταποκριθεί στις μνημονιακές υποχρεώσεις. Θεωρώντας τες αναγκαίο κακό, προσπαθεί να τις προσαρμόσει στα μέτρα των μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων της. Θέλοντας μάλιστα, να αποποιηθεί τις συνέπειες της κυβερνητικής πολιτικής, αποστασιοποιείται διαρκώς από το οικονομικό επιτελείο. Τον Στουρνάρα δεν τον στοχοποιούν μόνο οι καραμανλικοί, αλλά η πλειονότητα των στελεχών του κόμματος. Έχοντας διαρκώς τα μάτια στραμμένα στις πρόωρες εκλογές, ζητούν να χαλαρώσει η δημοσιονομική πολιτική, μολονότι αντιλαμβάνονται ότι κάτι τέτοιο θα είχε δυσμενείς επιπτώσεις στη χώρα και την ελληνική οικονομία.
Το παράδοξο είναι ότι αυτή η κυβέρνηση συνεργασίας έχει κληθεί να υλοποιήσει ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης και μεταρρυθμίσεων, το οποίο τα δύο κόμματα που τη συναποτελούν ουδόλως το πιστεύουν. Πιο συγκεκριμένα, η Νέα Δημοκρατία δείχνει να βρίσκεται σε δυσαρμονία με τις κυβερνητικές προτεραιότητες. Ενώ καλείται να υποστηρίξει τις διαρθρωτικές αλλαγές και τις αποκρατικοποιήσεις, κινείται σε διαφορετικό μήκος κύματος. Παραμένει δέσμια του κρατισμού, του λαϊκισμού και των πελατειακών σχέσεων. Το πολιτικό της προσωπικό υποστηρίζει θέσεις και προτάσεις που με μαθηματική ακρίβεια οδηγούν σε νέο δημοσιονομικό εκτροχιασμό και αναβίωση των ελλειμμάτων.
Είναι γεγονός ότι η Νέα Δημοκρατία δεν είναι μόνο ένα φθαρμένο κόμμα, όπως πολύ εύστοχα υποστηρίζει ο Γ. Λούλης, αλλά ένας μαρμαρωμένος μηχανισμός που δεν μπορεί να απεξαρτηθεί από τους φορμαλισμούς και τις δοξασίες του παρελθόντος. Ως παλιό πολιτικό προϊόν, λειτουργεί ανασταλτικά στις όποιες μεταρρυθμιστικές και εκσυγχρονιστικές προσπάθειες επιχειρούνται. Χαρακτηριστική είναι η οξεία αντίδραση των βουλευτών στο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο. Οι μεταρρυθμιστικές δυνάμεις, αν και υπαρκτές, συνιστούν μια μικρή μειοψηφία, η οποία δεν μπορεί να επηρεάσει τις κεντρικές κατευθύνσεις και επιλογές.
Ως εκ τούτου, το εγχείρημα του Αντώνη Σαμαρά βρίσκεται αντιμέτωπο με τις αντιφάσεις και αντινομίες του ίδιου του κόμματός του. Ωστόσο, η έξοδος της χώρας από την κρίση προϋποθέτει πολιτικά υποκείμενα που θα υπηρετούν με συνέπεια και αποφασιστικότητα την υλοποίηση ενός μεταρρυθμιστικού προγράμματος, το οποίο θα αντιστρατεύεται τις πολιτικές του λαϊκισμού, των πελατειακών σχέσεων του κρατισμού.
Η Νέα Δημοκρατία, παρά τις έντονες αντιφάσεις και αντινομίες που εμφανίζει, συνιστά την πολιτική έκφραση των δυνάμεων της Κεντροδεξιάς. Ο χώρος αυτός δεν περιορίζεται στα στενά κομματικά σύνορα. Σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά αναζητά μια νέα ταυτότητα και στρατηγική. Όσο το συγκυβερνών κόμμα παραμένει δέσμιο αναχρονιστικών και ξεπερασμένων απόψεων, τόσο θα καθίσταται προβληματική η συνδρομή και συμβολή του στην κυβερνητική προσπάθεια.