Εφημερίδα Η Αξία
21 Δεκεμβρίου 2013
Χρειάστηκε να βρεθεί η χώρα στο χείλος του γκρεμού, στην πραγματικότητα να χρεοκοπήσει, για να συνειδητοποιήσουμε ότι η κρίση που αντιμετωπίζουμε είναι πρωτίστως πολιτική. Οφείλεται στις πολιτικές που με συνέπεια υπηρέτησε το σύνολο του κομματικού συστήματος, καθώς και οι συνδικαλιστικές ελίτ.
Και οι μεν και οι δε διαχειρίστηκαν τα καίρια ζητήματα της οικονομίας και της ανάπτυξης με μοχλό το κράτος. Σε αυτό στήριξαν και επένδυσαν τις επαγγελίες τους για ευημερία, ενώ την ίδια στιγμή αποδιάρθρωσαν το παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Συντηρώντας -στην πραγματικότητα πριμοδοτώντας- την υπαρκτή και έντονη οικονομική και παραγωγική υστέρηση, οδηγηθήκαμε στον φαύλο κύκλο των ελλειμμάτων και του υπέρογκου δανεισμού.
Η καχεξία συμβάδιζε με μια πρωτοφανή συντεχνιακή οργάνωση της κοινωνίας. Οι πολιτικές και συνδικαλιστικές ελίτ, θέλοντας να διευρύνουν συνεχώς την επιρροή τους, επιδίδονταν, επί περίπου τέσσερεις δεκαετίες, σε μια αχαλίνωτη παροχολογία. Αντιμετωπίζοντας τους πολίτες ως πελάτες, υλοποιούσαν πολιτικές που αντιστρατεύονταν το δημόσιο συμφέρον. Προκειμένου να γίνουν αρεστοί, μετέθεταν τις απαραίτητες διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις σε βάθος χρόνου. Χαρακτηριστικό είναι ότι όποιες προσπάθειες επιχειρήθηκαν, πολεμήθηκαν και τελικά ακυρώθηκαν. Κορυφαία περίπτωση, αυτή της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης του Τάσου Γιαννίτση.
Την ίδια στιγμή ανέχονταν και πλειοδοτούσαν πολιτικές που είχαν συνέπεια τη δημιουργία ενός υπερτροφικού, αναποτελεσματικού και πελατειακού κράτους. Έτσι φτάσαμε στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό της γαλάζιας νεοκαραμανλικής διακυβέρνησης, η οποία στο όνομα της επανίδρυσης του κράτους εκτόξευσε τα ελλείμματα και το δημόσιο χρέος σε ανεξέλεγκτα επίπεδα. Κάπως έτσι παγιδευτήκαμε στη μέγγενη των μνημονίων από την πολιτικά ανεπαρκή και ανερμάτιστη διακυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου.
Τα παραδείγματα αυτά πιστοποιούν με τον καλύτερο τρόπο ότι η πρωτοφανής κρίση, στη δίνη της οποίας βρέθηκε η Ελλάδα, ήταν κατεξοχήν πολιτική. Το παράδοξο, όμως, είναι ότι ακόμη και τώρα μνημονιακές και αντιμνημονιακές δυνάμεις δεν φαίνεται να έχουν απεξαρτηθεί στο ελάχιστο από τις παθογένειες της πολιτικής που υπηρέτησαν. Οι σημερινές θέσεις και προτάσεις τους στηρίζονται στο αποτυχημένο πολιτικό υπόδειγμα της στρεβλής ανάπτυξης και επίπλαστης ευημερίας.
Οι κυβερνώντες αντιμετωπίζουν τη δημοσιονομική εξυγίανση σαν παρένθεση. Δεν φαίνεται να αποτελεί γι’ αυτούς μια μακροπρόθεσμη στρατηγική αναγκαιότητα. Μολονότι γνωρίζουν ότι η κρατική διοίκηση και η αυτοδιοίκηση, ο δημόσιος και ευρύτερος δημόσιος τομέας είναι οι μεγάλοι ασθενείς, εν τούτοις ετεροχρονίζουν τις διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις ή καταφεύγουν σε ημίμετρα αμφίβολης χρησιμότητας και αποτελεσματικότητας. Δεν θέλουν σε καμία περίπτωση να διαρρήξουν τη σχέση πατρωνίας που έχουν με την κομματική τους πελατεία. Ενώ εξορκίζουν συνεχώς τις οριζόντιες πολιτικές, στην πράξη δεν έχουν να αντιτείνουν το παραμικρό ισοδύναμο. Στην ουσία, το μόνο που υπόσχονται είναι η αναβίωση των ελλειμμάτων και η αύξηση του δημόσιου χρέους, αφήνοντας άθικτο το σπάταλο και αντιπαραγωγικό κράτος.
Βέβαια, η συμπεριφορά των δύο άλλοτε ισχυρών κομμάτων εξουσίας, αλλά και των στελεχών τους, μπορεί να θεωρηθεί εύλογη. Ως διαχρονικοί εκφραστές του κρατισμού, του λαϊκισμού και των πελατειακών σχέσεων, αντικειμενικά, αδυνατούν να μετεξελιχθούν σε φορείς μεταρρυθμιστικών πολιτικών. Δεν έχουν τη δυνατότητα να προβούν σε βαθιές αλλαγές στη στρατηγική και στην πολιτική τους. Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ δεν παύουν να είναι μαρμαρωμένοι κομματικοί σχηματισμοί, ευρισκόμενοι σε αναντιστοιχία με τις πραγματικές ανάγκες και απαιτήσεις της σημερινής περιόδου. Η δυστοκία τους να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, αποκαλύπτει τη βαθιά απόσταση που τους χωρίζει από μια σύγχρονη Κεντροδεξιά και Κεντροαριστερά αντιστοίχως.
Η μεταρρυθμιστική άπνοια, ωστόσο, δεν χαρακτηρίζει μόνο τους δύο κυβερνητικούς εταίρους, αλλά και την αντιπολίτευση. Αποκαλυπτικό είναι το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μετεξελιχθεί στον καλύτερο συνήγορο της διατήρησης των παρωχημένων δομών στη διοίκηση και στην οικονομία. Υιοθετεί με ευκολία ακόμη και τα ανεδαφικά αιτήματα συντεχνιακών και συνδικαλιστικών φορέων. Στην πραγματικότητα το μόνο που υπόσχεται είναι επιστροφή στο παρελθόν.
Παράλληλα, ακολουθώντας μονομερείς και αμφίσημες πολιτικές, φαίνεται να μην αντιλαμβάνεται καθόλου τη σημασία της εναρμόνισής μας με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Ως κατεξοχήν αντιμνημονιακό κόμμα, κινδυνεύει να βρεθεί μετέωρο όταν, αργά ή γρήγορα, η χώρα θα βρεθεί σε μια μεταμνημονιακή περίοδο. Αντί να ενσωματώσει στην αντιπολιτευτική του στρατηγική καθαρές μεταρρυθμιστικές και ριζοσπαστικές προτάσεις, σύρεται σε άσφαιρους τακτικισμούς, περιορίζεται σε ανεδαφικές διακηρύξεις, αυτοακυρώνοντας την ιδιότητα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, την οποία επικαλείται. Δεν αντιλαμβάνεται ότι η συμπαράταξή του με τα παλαιοκομματικά και παλαιοσυνδικαλιστικά βαρίδια -πασοκικής κυρίως προέλευσης- αντί να του προσθέτει, του αφαιρεί.
Από την άλλη, η διαφαινόμενη μετεξέλιξη της ΔΗΜΑΡ σε συμπληρωματική δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ συνοδεύεται με ιδεολογικές και πολιτικές παλινδρομήσεις σε λογικές κρατισμού και λαϊκίζουσας ρητορικής.
Το βέβαιο είναι ότι σε όλο το φάσμα της πολιτικής, οι αναχρονιστικές δυνάμεις δίνουν μάχες οπισθοφυλακής, θέλοντας να συντηρήσουν το αντιπαραγωγικό, αντιαναπτυξιακό μοντέλο διοίκησης και οργάνωσης. Ωστόσο, η έξοδος από την κρίση είναι συνυφασμένη με τη δυνατότητα του πολιτικού συστήματος να απαγκιστρωθεί από το παρελθόν. Το εγχείρημα είναι δύσκολο, γιατί προσκρούει στις δομές ενός κομματικού κατεστημένου, το οποίο είναι βαθιά εμποτισμένο από τις πολιτικές που μας οδήγησαν στα σημερινά τραγικά αδιέξοδα.
Στη μεταμνημονιακή περίοδο δεν θα πάμε με παρθενογενέσεις, ούτε με στρογγυλεμένες και ευνουχισμένες πολιτικές, αλλά με καθαρές θέσεις και προτάσεις που θα υπαγορεύονται από μια εμπροσθοβαρή στρατηγική. Τον επικήδειο των μνημονίων δεν θα τον γράψουν οι μνημονιακές και αντιμνημονιακές δυνάμεις, αλλά οι μεταρρυθμιστικές και εκσυγχρονιστικές. Το στοίχημα θα το κερδίσουν εκείνες οι δυνάμεις που θα έχουν τη δυνατότητα να θεμελιώσουν μια καθαρή μεταρρυθμιστική πολιτική ατζέντα.