Κώστας Σημίτης
Καθημερινή, 24/9/2017
Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης δεν περιορίζονται μόνο στην πρωτόγνωρη οικονομική ύφεση. Η κοινωνική συνείδηση έχει επίσης συρρικνωθεί δραστικά. Με τον όρο κοινωνική συνείδηση αναφερόμαστε στις αρχές συμβίωσης που αποδέχονται οι πολίτες παρά τις διαφορετικές απόψεις και επιδιώξεις τους. Οι αρχές αυτές προκύπτουν από τις κοινωνικές δομές, τις εμπεδωμένες διαδικασίες που καθιστούν δυνατή τη συνύπαρξη, τη συνεννόηση και τη συναλλαγή. Η κοινωνική συνείδηση συνδέεται με την ανταποδοτικότητα που προϋποθέτουν οι κοινωνικές δράσεις. Κάθε πολίτης ακολουθεί μια συγκεκριμένη συμπεριφορά, γιατί θεωρεί ότι και όλοι οι άλλοι πολίτες θα συμπεριφέρονται κατά ανάλογο περίπου τρόπο, ώστε έτσι να πραγματοποιήσουν όλοι από κοινού τους ευρύτερα αποδεκτούς στόχους. Διαμορφώνονται έτσι δικαιώματα και υποχρεώσεις, οφέλη και βάρη, δυνατότητες συνύπαρξης και κοινής επιτυχίας.
Η κοινωνική συνείδηση ενδυναμώνεται όσο οι πολίτες διαπιστώνουν ότι οι διαμορφωμένοι τρόποι κοινής συνεννόησης και δράσης εφαρμόζονται, βελτιώνονται, τους εξασφαλίζουν λύσεις στα προβλήματά τους. Αντίθετα περιορίζεται όταν επικρατούν έντονη αντιπαλότητα, αυθαιρεσία και μονομέρεια στην άσκηση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, όταν ο πολίτης διαπιστώνει ότι οι κανόνες συνύπαρξης παραβιάζονται συστηματικά.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει στην Ελλάδα σήμερα. Οι πολίτες, στη μεγάλη τους πλειονότητα, έχουν σχηματίσει την πεποίθηση ότι το πολιτικό-κοινωνικό σύστημα δεν τους εξασφαλίζει πια ικανοποιητικές συνθήκες ζωής. Αισθάνονται ότι οι όροι λειτουργίας της κοινωνίας συνεχώς χειροτερεύουν. Φοβούνται. Αντιδρούν. Δεν είναι πρόθυμοι να συμβάλουν στην κοινή προσπάθεια. Επικεντρώνονται στο προσωπικό τους συμφέρον. Αρνούνται τους κανόνες. Ασπάζονται στάσεις, όπως τη συστηματική φοροδιαφυγή ή συνεργάζονται σε συντεχνιακές συνδικαλιστικές, πελατειακές σχέσεις που εξασφαλίζουν τις ατομικές τους επιδιώξεις. Η πληθώρα ειδικών ρυθμίσεων που κατοχυρώνονται με διαδικασίες τροπολογιών σε μια απειρία νέων νομοθετικών ή διοικητικών κανόνων είναι η απτή απόδειξη.
Ερμηνείες και στόχοι
Η συρρίκνωση της κοινωνικής συνείδησης δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης αλλά και του τρόπου που ερμηνεύθηκε η κρίση και των πολιτικών στόχων που επιδιώχθηκαν κατά την αντιμετώπισή της.
Τα πολιτικά κόμματα απέφυγαν να αναγνωρίσουν τις ευθύνες τους στην έναρξη και στη διαχείριση της κρίσης. Η Νέα Δημοκρατία υποστήριξε ότι υπεύθυνη της εξέλιξης ήταν η προηγούμενη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ 1996-2004, παρ’ όλο που η ίδια η Ν.Δ. αύξησε το δημόσιο χρέος και το δημόσιο έλλειμμα σε βαθμό πρωτόγνωρο κατά την περίοδο 2004-2009. Το ΠΑΣΟΚ, όταν επρόκειτο να έρθει στην εξουσία το 2009, υποστήριξε ότι λεφτά υπάρχουν και ισχυρίστηκε ότι «η μεταπολίτευση αποδείχθηκε καταστροφική σε βάθος δεκαετιών». Η Νέα Δημοκρατία ισχυριζόταν το 2010-2012 ότι η κρίση είναι μάλλον φαντασίωση, αφού το έλλειμμα θα μπορούσε να μηδενιστεί ταχύτατα και η αναδιαπραγμάτευση στην οποία η ίδια θα προέβαινε θα επανέφερε πολύ σύντομα την ομαλότητα. Τίποτα από αυτά δεν συνέβη. Ο ΣΥΡΙΖΑ, τέλος, όπως ξέρουμε όλοι, υποσχέθηκε, ότι «θα σκίσουμε τα μνημόνια σε μία μέρα».
Η Ελλάδα κατά τις διαπραγματεύσεις για τα μνημόνια αλλά και κατά την εφαρμογή τους πολλές φορές δεν είχε επεξεργασμένες αντιλήψεις, δεν αξιοποίησε τη διεθνή εμπειρία, δεν είχε πρόγραμμα και σχέδιο. Οι επιλογές των δανειστών επίσης δεν ήταν πάντα οι σωστές. Αποτέλεσμα ήταν η κρίση να ενταθεί και να παραταθεί.
Τα κόμματα εμπέδωσαν στην πλειονότητα των πολιτών την άποψη ότι η χώρα είναι άμοιρη ευθυνών και ότι η πολιτική λιτότητας επιβλήθηκε από τη Γερμανία παρά τις διαφωνίες άλλων χωρών. Στην πραγματικότητα, όμως, καμία χώρα της Ενωσης, ούτε η Ευρωπαϊκή Τράπεζα, ούτε το ΔΝΤ δεν υποστήριξαν μια διαφορετική συνολική πολιτική απέναντι στην Ελλάδα. Οι διαφωνίες, όταν υπήρξαν, αφορούσαν μικρολεπτομέρειες.
Μύθοι και ψέματα
Πέρα από τους μύθους χρησιμοποιήθηκαν από τις πολιτικά υπεύθυνες ελληνικές αρχές και χονδροειδή ψέματα. Θα σταθώ στο τελευταίο. Η σημερινή κυβέρνηση παρουσιάζει ήδη «το τέλος των μνημονίων» το 2018 ως μία νέα αρχή. Η Ελλάδα θα απελευθερωθεί από όλους τους δεσμούς της. Θα μπορεί να αποφασίζει ελεύθερα την πολιτική της και να δανείζεται ό,τι επιθυμεί από τις αγορές. Πρόκειται για παραμύθι.
Πρώτα απ’ όλα: Ο κανονισμός της Ε.Ε. 472/2013 ορίζει: «Τα κράτη-μέλη παραμένουν υπό εποπτεία μετά το πρόγραμμα, εφόσον δεν έχει εξοφληθεί το 75% της χρηματοδοτικής συνδρομής που έχει ληφθεί». Με απλά λόγια, συνεχίζονται οι έλεγχοι και οι παρεμβάσεις.
Είναι, ήδη, γνωστό ότι η Ελλάδα κατά την τελευταία «αξιολόγηση» αποδέχθηκε να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα σε μια πρώτη φάση 3,5% του ΑΕΠ και μετά ύψους 2% του ΑΕΠ για απροσδιόριστο ακόμη χρόνο. Η συμφωνία αυτή συνεπάγεται την ουσιαστική εφαρμογή «μνημονιακής πολιτικής» παρά το τέλος των μνημονίων. Βέβαιο είναι, επίσης, ότι η λήξη του δανεισμού και των μνημονίων θα συνδυαστεί με μια «πιστωτική γραμμή» (δανεισμό) από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, ώστε η Ελλάδα να μπορεί να ανταποκριθεί στις άμεσες ανάγκες της. Ο δανεισμός αυτός θα συνδέεται με όρους που θα αφορούν την οικονομική πολιτικής της χώρας.
Οι όροι που θα επιδιώξει και θα επιτύχει ίσως η Ελλάδα το 2018 για τη μείωση του χρέους, θα συνδυαστούν αναπόφευκτα με προϋποθέσεις. Οι αλλαγές – μειώσεις του χρέους που θα συμφωνηθούν θα είναι αιρέσιμες. Η αιρεσιμότητα αυτή αποσιωπάται από την κυβέρνηση.
Κατά τον δανεισμό από τις αγορές, τέλος, δεν θα ισχύει η αρχή, όπως υπονοείται από την κυβέρνηση, «ότι θα μπορούμε να δανειστούμε ό,τι ποσό θέλουμε με όποιο επιτόκιο θέλουμε». Τα επιτόκιο δεν θα κυμαίνεται από 1-2%, όπως συμβαίνει στα δάνεια που παραχωρήθηκαν στο πλαίσιο των μνημονίων. Θα είναι ανώτερο του 4% και σύμφωνα με τις εξελίξεις μπορεί να καταστεί απαγορευτικό για δανεισμό, 6% και περισσότερο. Στην Ευρωπαϊκή Ενωση θεωρείται βέβαιο ότι η Ελλάδα μετά το 2018 θα προσφύγει γρήγορα στον δανεισμό από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM). Αναπόφευκτη συνέπεια θα είναι η επιβολή νέων όρων στην οικονομική πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης.
Ακραία αντιπαράθεση
Η συρρίκνωση της κοινωνικής συνείδησης είναι επίσης αποτέλεσμα της ακραίας πολιτικής αντιπαράθεσης. Η εθνικολαϊκιστική κυβέρνηση παρουσιάζει τις πρωτοβουλίες της ως μια συνεχή πάλη των «άφθαρτων» κατά των «διεφθαρμένων» που κυβερνούσαν μέχρι τώρα την Ελλάδα. Η κοινωνία έχει διαχωριστεί σε φίλους, τους υποστηρικτές της κυβέρνησης, και σε εχθρούς, στους οποίους ανήκουν όλοι όσοι την αμφισβητούν. Στους υποστηρικτές εξασφαλίζονται δικαιώματα και προνόμια «γιατί μέχρι τώρα τα απολάμβαναν μόνον οι άλλοι». Οι άλλοτε «πελατειακές πρακτικές της Δεξιάς» εφαρμόζονται υπερήφανα και χωρίς δισταγμό. Ο ρόλος του ΑΣΕΠ περιορίστηκε στο ελάχιστο δυνατό. Οι εξεταστικές επιτροπές της Βουλής εξετάζουν τα σκάνδαλα του παρελθόντος με διαδικασίες τηλεδίκης, απαλλαγμένες από ορθολογικές έρευνες. Αρνητικές πληροφορίες, ανοησίες και κακοήθειες όταν αφορούν τους αμφισβητίες κινητοποιούν άμεσα εισαγγελείς για να εκτοξευθούν κατηγορίες. Συμπαραστάτες σ’ αυτή την προσπάθεια είναι ιδίως τα φύλλα του εθνικολαϊκισμού.
Το μάθημα που συνάγουν οι πολίτες είναι ότι η ασφάλεια του κράτους δικαίου είναι επιλεκτική. Επηρεάζεται από διάφορους μη προσδιορίσιμους παράγοντες. Υπάρχουν σε πολλούς τομείς «Εξάρχεια», στα οποία ισχύει ιδιόμορφη κοινωνική συνείδηση. Η συνέπεια είναι η αποστασιοποίηση. Οι πολίτες ακολουθούν τη δική τους στενή επιδίωξη γιατί θέλουν να ζουν χωρίς εμπλοκές είτε με τις δυνάμεις της εξουσίας είτε με τις «υποχθόνιες δυνάμεις που τη μάχονται».
Προσπάθειες για την ανόρθωση της οικονομίας και την ανάπτυξη της χώρας σε ένα τέτοιο κλίμα θα έχουν περιορισμένα αποτελέσματα. Η επικράτηση της κοινωνικής ασυνειδησίας καλλιεργεί την αβεβαιότητα και την αποστασιοποίηση. Η προσπάθεια ανόρθωσης της χώρας δεν σχετίζεται μόνο με επενδύσεις. Εξαρτάται και από μια πολιτική που με τον λόγο και την πράξη της ενδυναμώνει την κοινωνική συνείδηση. Απαραίτητη είναι η πληροφόρηση – ο κόσμος πρέπει να μαθαίνει τι πραγματικά συμβαίνει. Αναγκαίες είναι οι πολιτικές αντιπαραθέσεις με την παράθεση διαφορετικών σχεδίων και διαφόρων συλλογισμών, χωρίς υπερβολές, χωρίς συστηματική μετάδοση ατεκμηρίωτων καταγγελιών και εμπαθών σχολίων. Είναι επιβεβλημένη συμπεριφορά που δεν επιτείνει τις δυσλειτουργίες της κοινωνίας αλλά την αλλάζει προς το καλύτερο.