Μιχάλης Τσιντσίνης
Καθημερινή, 1/2/2018
Δεν φταίει για όλα η κρίση. Ο,τι από βιασύνη ταξινομούμε ως απότοκο της χρεοκοπημένης δημοκρατίας, έχει τις περισσότερες φορές καταγωγή από την εποχή της προμνημονιακής ευημερίας. Ο,τι μας συμβαίνει, έχει σχεδόν ανεξαιρέτως ξανασυμβεί.
Μια καλή αφορμή για να μετρήσει κάποιος τη γενεαλογική αλυσίδα των τωρινών κινητοποιήσεων για το Μακεδονικό ήταν η επανεμφάνιση του Κώστα Σημίτη. Ο πρώην πρωθυπουργός ενθαρρύνει την επιδίωξη μιας λύσης έναντι αυτού που ονομάζει –πώς αλλιώς;– «εθνικολαϊκισμό». Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ένας απόμαχος πρωθυπουργός έχει την πολυτέλεια να πηγαίνει έτσι κόντρα στο ρεύμα. Δεν έχει κόστος. Δεν χρειάζεται να εξαντλεί τις αποχρώσεις στην παλέτα της Ελληνικής για να αφήσει να δηλωθούν οι επιφυλάξεις του – όπως κάνουν, αντιστεκόμενοι στο mainstream, εν ενεργεία πολιτικοί. Δεν χρειάζεται να δαγκώνει τη γλώσσα του, όπως φαίνεται να κάνει τελευταία η Ντόρα Μπακογιάννη.
Στην οκταετία που κυβέρνησε ο Σημίτης κλήθηκε πολλές φορές να αντιμετωπίσει εξάρσεις σαν τη σημερινή: Ιμια, Οτσαλάν, νατοϊκή επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία και, βεβαίως, λαοσυνάξεις για τις ταυτότητες. Αν εξαιρέσει κανείς τα Ιμια, που προέκυψαν σαν ατύχημα, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις οι σημιτικές κυβερνήσεις ακολούθησαν συνειδητά επιλογές επιεικώς μειοψηφικές.
Εκείνες οι κινητοποιήσεις είχαν, παρά τις διαφορές τους, κοινές πηγές. Την καχυποψία –αν όχι ανοιχτή εχθρότητα– για τη Δύση. Την ιδεολογική πρόσληψη του εθνικού συμφέροντος. Την ταυτοτική ανασφάλεια που εκδηλώνεται ως το αντίθετό της: ως ηφαιστειώδης ναρκισσισμός. Ιδίως στο θέμα της αναγραφής του θρησκεύματος, το υπόστρωμα διαδήλωνε τον εαυτό του με ωμή κυριολεξία. Συγχωνεύονταν σε ένα ψυχοπολιτικό μπλοκ όλες οι σημασίες της λέξης «ταυτότητα».
Αν πρέπει να προσθέσει κανείς άλλη μία αναλογία, είναι η επιβολή κλίματος εθνικής ορθότητας: Οπως τότε, έτσι και τώρα τείνει να διαμορφωθεί ένα άγραφο, λογοκριτικό μέτρο που ποινικοποιεί την κριτική στις κινητοποιήσεις τουλάχιστον ως ελιτίστικη προσβολή κατά του λαού· μια ορθότητα που αναθεματίζει τις μειοψηφικές ερμηνείες του εθνικού συμφέροντος σαν κρυπτοσυριζαϊκές ή ανθελληνικές.
Ο Σημίτης ξεπέρασε, όπως ξεπέρασε, αυτές τις κρίσεις μέσα σε ένα περιβάλλον πιο βατό από το σημερινό. Σήμερα, τα media και τα κόμματα που ονομάζουμε «συστημικά» είναι ακόμη περισσότερο απονομιμοποιημένα και γι’ αυτό όχι μόνο ανίσχυρα, αλλά και απρόθυμα να αμφισβητήσουν το κυρίαρχο ρεύμα. Ακόμη και σε εκείνους που δεν συμμερίζονται τα συναισθήματα της πλατείας, επικρατεί η ενοχική, αυτοευνουχιστική παραδοχή ότι πρέπει «να ακούμε, αντί να κουνάμε το δάχτυλο» – ωσάν ο αντίλογος να απέκλειε τη συναισθηματική ευφυΐα.
Ακόμη και σε όσους συμφωνούν με τις απόψεις του Σημίτη, υπερισχύει εκείνος ο παγερός σημιτικός φαταλισμός: «Αυτή είναι η Ελλάδα».