Του Παύλου Παπαδόπουλου*
ΣΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΟΥ ΠΑΝΤΟΤΕ επικρατούσε κλίμα αταραξίας και ευταξίας. Αισθανόσουν σαν ο χώρος αυτός να βρισκόταν σε μια άλλη διάσταση, εντελώς διαφορετική από την τρικυμία που συνήθως επικρατεί στην πολιτική και στην κοινωνική ζωή ή στους επαγγελματικούς χώρους της ακατάστατης και θορυβώδους χώρας μας. Λίγα λεπτά συζήτησης μαζί του για οποιοδήποτε θέμα ήταν αρκετά για να δημιουργήσουν στον συνομιλητή του μια παράξενη αίσθηση ηρεμίας και ελέγχου των εξελίξεων. Ακόμα και σε μέρες πολιτικής και κοινωνικής δυσαρμονίας, αποκόμιζες την εντύπωση ότι υπάρχει λογική στην εξέλιξη των γεγονότων. Σε έκανε να πιστεύεις ότι η Ελλάδα είναι άλλη από αυτή που είναι. Αυτή την αίσθηση –η οποία κρατούσε δυο-τρεις μέρες μέχρι να εξανεμιστεί ξανά μέσα στην εθνική δυσαρμονία– τη μετέδιδε στους άλλους τόσο μέσω των τρόπων του, του ευγενικού, ζεστού και λιτού λόγου του, όσο και εξαιτίας της λογικής του. Η συμπεριφορά και ο τρόπος σκέψης του λειτουργούσαν συμπληρωματικά.
Είχε αυθεντικότητα, ποιότητα και σοβαρότητα, αλλά του άρεσε παράλληλα να πειράζει ελαφρώς τον συνομιλητή του ή να μοιράζεται ένα αστείο. Το κυριότερο ήταν ότι μπορούσε με δυο-τρεις απλές κουβέντες, με σαφήνεια, χωρίς επιτήδευση, χωρίς περίπλοκα επιχειρήματα να αποδώσει την ουσία μιας κατάστασης, ενός προβλήματος, μιας εξέλιξης.
Είτε ήταν ο ίδιος πρωθυπουργός και βρισκόταν στη μέση της κρίσης με τις ταυτότητες ή το Ασφαλιστικό, το 2001, είτε αργότερα, όταν βρισκόταν η χώρα ξανά και ξανά στα πρόθυρα του Grexit, ο Κώστας Σημίτης μπορούσε να αναλύει την εκάστοτε συγκυρία σύντομα και νηφάλια. Ηξερε πώς να απομυθοποιεί φόβους, διαδόσεις και υπερβολές και συνήθως μπορούσε να προλέγει με ακρίβεια αυτό που επρόκειτο να συμβεί.
Δεν αποφάσιζε ποτέ εν θερμώ. Ακόμα και για έκτακτα γεγονότα επέλεγε να κερδίζει χρόνο για να πάρει αποστάσεις και να σκεφτεί νηφάλια, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις –για παράδειγμα σε κρίσιμες νύχτες διαπραγματεύσεων σε Συμβούλια της Ένωσης– είχε επεξεργαστεί εναλλακτικά σενάρια. Δεν ήταν ποτέ απροετοίμαστος, δεν αιφνιδιαζόταν ποτέ, ακόμα και όταν συνέβαινε κάτι απρόβλεπτο, π.χ. ένας σεισμός. Ενέτασσε το απρόβλεπτο στην αλληλουχία προβλέψιμων αποφάσεων που γνώριζε ότι μπορούσαν να ληφθούν ορθολογικά. Κάποιες φορές μπορεί να ήταν σαρκαστικός απέναντι σε νοοτροπίες και συμπεριφορές που τις θεωρούσε ενδημικές στην Ελλάδα (την τάση για επίδειξη την αδιαφορία για την προετοιμασία, την ευθυνοφοβία, την αναζήτηση της εξουσίας ως μέσο ψυχολογικής σταθεροποίησης και αυτοπροβολής, την επιθυμία για εύκολη ανέλιξη), αλλά δεν ήταν ποτέ προσβλητικός.
Δεν είπε ποτέ: «Δεν αξίζει να ασχολούμαι». Ποτέ δεν πίστεψε ούτε υπαινίχθηκε ότι: «Αυτή η χώρα δεν αλλάζει». Και την ίδια ώρα εντόπιζε και πάντα αποδοκίμαζε τα πολλά στραβά της. Η παροιμιώδης φράση του «Αυτή είναι η Ελλάδα» ήταν άλλη μία παραίνεση για την ανάγκη της αλλαγής, όχι προμετωπίδα μιας συνθηκολόγησης με μια καχεκτική πραγματικότητα.
Η προειδοποίησή του το 2008 ότι θα αναγκαστεί η χώρα να απευθυνθεί στο ΔΝΤ δεν ήταν μοιρολατρική ούτε έγινε για να υπονομεύσει την επιστροφή του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, όπως νόμιζαν στο ΠΑΣΟΚ. Το είπε για να σημάνει συναγερμό.
Κατανοούσε τις ανθρώπινες (ή τις αποκλειστικά ελληνικές) αδυναμίες, όσο κι αν ο ίδιος δεν φαινόταν να είχε κάποιες. Η μόνη του εμφανής αδυναμία (κατά άλλους, η πηγή της δύναμής του) ήταν η αγάπη του για τη σύζυγό του Δάφνη Σημίτη. Ήταν μια γνήσια αγάπη που άντεξε στον χρόνο. Η έκφρασή του άλλαζε όταν ανέφερε το όνομά της. Επάνω στο γραφείο του στο Μέγαρο Μαξίμου δεν είχε οικογενειακές φωτογραφίες. Είχε μόνο μία μικρή κορνίζα, ύψους 5-6 εκατοστών, στην οποία υπήρχε μια φωτογραφία της κυρίας Σημίτη. Φορούσε ένα καλοκαιρινό γαλάζιο φόρεμα και καθόταν σε μια πολυθρόνα στον κήπο κάποιου σπιτιού, μάλλον στους Αγίους Θεοδώρους, το σπίτι που προτιμούσαν για μικρότερες και μεγαλύτερες αποδράσεις από την Αθήνα αδιάκοπα από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 μέχρι πριν από λίγες ημέρες στις αρχές του 2025. Τη φωτογραφία αυτή την είχε βγάλει ο ίδιος. Η κορνίζα ήταν τόσο μικρή, που κανένας από τους επισκέπτες που κάθονταν απέναντί του δεν μπορούσε να καταλάβει αμέσως ότι ήταν μια κορνίζα, τοποθετημένη δίπλα στη δερμάτινη θήκη με τα στιλό.
Χειροβομβίδα στο σπίτι
Γεννήθηκε στις 23 Ιουνίου 1936. Ηταν το δεύτερο παιδί του Γεωργίου Σημίτη και της Φανής Χριστοπούλου. Ο παππούς του, Σπύρος Σημίτης, διετέλεσε μέχρι τον πρόωρο θάνατό του το 1914 μέλος του προεδρείου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (ΔΣΑ). Ο πατέρας του έμεινε ορφανός στην ηλικία των 15 ετών, αλλά κατόρθωσε να γίνει στη συνέχεια ένας από τους πιο διαπρεπείς δικηγόρους. Το 1934 εκλέχτηκε αντιπρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά και το 1938 καθηγητής στην τότε Ανωτάτη Εμπορική – το σημερινό Οικονομικό Πανεπιστήμιο.
Ο πατέρας του, Γεώργιος Σημίτης, ήταν άνθρωπος πράος και εσωστρεφής. Θύμωνε σπάνια. Πρόκειται για ιδιότητες που είχαν και οι δύο γιοι του. Η μητέρα του Κώστα Σημίτη, με καταγωγή από το Κορακοχώρι Ηλείας, ήταν μια γυναίκα με έντονα συναισθήματα και ποικίλα ενδιαφέροντα, για τη λογοτεχνία, την τέχνη αλλά και την πολιτική. Διετέλεσε πρόεδρος και αντιπρόεδρος της Πανελλαδικής Ένωσης Γυναικών (ΠΕΓ), μιας από τις πρώτες γυναικείες οργανώσεις που προήλθε από το ΕΑΜ. «Συμπαθούσαν το σοβιετικό πείραμα, αλλά στέκονταν κριτικά απέναντί του», γράφει ο Σημίτης για τους γονείς του στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Δρόμοι ζωής» (εκδόσεις Πόλις, 2015). «Ήταν αριστεροί φιλελεύθεροι».
Ο Σημίτης μεγάλωσε μαζί με τον αδελφό του Σπύρο σε ένα σπίτι στην οδό Καμπάνη, έναν μικρό δρόμο κοντά στην πλατεία Αμερικής. Ο πρωτότοκος Σπύρος, πρωτοπόρος στην προστασία των προσωπικών δεδομένων στην Ευρώπη και διεθνώς, έζησε και δίδαξε στη Γερμανία και έφυγε από τη ζωή το 2023. Είχαν δύο χρόνια διαφορά. Ο Σπύρος ήταν ο καλύτερος φίλος του από τότε που ήταν παιδιά.
Το σπίτι ήταν μια τριώροφη ροζ πολυκατοικία με μικρά κολονάκια και κόκκινα κεραμίδια. Οι φίλοι των γονέων του επισκέπτονταν το σπίτι τα βράδια για να ακούσουν τις ειδήσεις στο BBC. Έμεναν στο ισόγειο και είχαν μια μεγάλη αυλή και έναν κήπο με ακακίες και φιστικιές.
Ο μικρός Κώστας πήγαινε για παγωτό στον Άγιο Παντελεήμονα. Κάθε πρωί περπατούσαν μαζί με τον αδελφό του για μία ώρα ώσπου να φτάσουν στο Πειραματικό Δημοτικό Σχολείο, που τότε ήταν στην οδό Τσακάλωφ στο Κολωνάκι.
Ένα βράδυ του 1943, άκουσαν έναν θόρυβο στο μπροστινό μέρος του σπιτιού. Ακροδεξιοί συνεργάτες των Γερμανών έριξαν μια χειροβομβίδα στον τοίχο πίσω από τον οποίο βρισκόταν το γραφείο του πατέρα. Οι πεσιμιστές θα έλεγαν ότι η Ελλάδα δεν αλλάζει ποτέ. Εβδομήντα χρόνια μετά, στα χρόνια της κρίσης, εξτρεμιστικές ομάδες πέταξαν «γκαζάκια» δύο και τρεις φορές στην είσοδο του γραφείου του Σημίτη, στον πέμπτο όροφο της οδού Ακαδημίας 35. Μια φορά κάηκε σχεδόν το μισό γραφείο. Δεν πτοήθηκε ιδιαίτερα.
Μπορεί να ήταν στωικός, αλλά δεν ήταν ποτέ πεσιμιστής ούτε μηδενιστής. Το πείσμα και η αγωνιστικότητα δεν τον εγκατέλειψαν ποτέ. Θυμόταν που η χειροβομβίδα του 1943 ήταν η αιτία που ο πατέρας του έφυγε για τα ελεύθερα εδάφη στα βουνά της Ευρυτανίας. Τον ακολούθησε λίγο αργότερα η μητέρα του, αφού εγκατέστησε πρώτα τα παιδιά στο σπίτι της αδελφής της, Κικής, στην Κηφισιά. Μέχρι την Απελευθέρωση τα επισκέφτηκε μόνο μία φορά, για δύο μέρες, με μεγάλο κίνδυνο για την ίδια.
Ο πατέρας του συμμετείχε στην Εθνοσυνέλευση των Κορυσχάδων τον Μάιο του 1944, ως αντιπρόσωπος του Πειραιά. Στις 18 Οκτωβρίου 1944, η γιαγιά πήρε τα δύο παιδιά, τον Σπύρο και τον Κώστα, δέκα και οκτώ ετών αντίστοιχα, και πήγαν στην ομιλία του Γεωργίου Παπανδρέου για την Απελευθέρωση στο Σύνταγμα. Ο Γέρος, που τότε ήταν ακόμα σχετικά νέος (56 ετών), μίλησε από το μπαλκόνι του κτιρίου που σήμερα στεγάζει το Public. Στο σπίτι της οδού Καμπάνη είχε εγκατασταθεί ο επικεφαλής των Ταγμάτων Ασφαλείας της περιοχής της πλατείας Αμερικής. Άντρες του ΕΛΑΣ επιχείρησαν να τον διώξουν και ακολούθησε συμπλοκή. Όταν μετά από λίγες ημέρες η οικογένεια Σημίτη επέστρεψε στην οδό Καμπάνη, τα παιδιά είδαν ίχνη από σφαίρες στους τοίχους των δωματίων.
Οι γονείς είχαν φιλικές σχέσεις με τον Αρη Βελουχιώτη και παρευρέθηκαν στην τελετή απελευθέρωσης της Λαμίας. Περπάτησαν δίπλα του κατά την είσοδο στην πόλη. Ωστόσο, σύντομα πήραν αποστάσεις, γιατί πίστευαν ότι το ΕΑΜ θα έπρεπε να υποστηρίξει την εγκαθίδρυση δημοκρατικού πολιτεύματος. Το κράτος της Δεξιάς τούς έβαλε στο μάτι. Κλήθηκαν σε δίκες και τους επιβλήθηκε να επισκέπτονται τακτικά την αστυνομία. Το 1948 μετακόμισαν από την οδό Καμπάνη στο σπίτι της Ακαδημίας 35. Στο σπίτι στεγαζόταν και το νομικό γραφείο.
Ο δωδεκάχρονος Κώστας όταν τελείωνε τα μαθήματα έπαιζε ποδόσφαιρο στην οδό Αναγνωστοπούλου, που τότε ήταν χωματόδρομος. Έκανε μαθήματα γαλλικών, αγγλικών και γερμανικών. Διάβαζε έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας σε ξένες γλώσσες. Ήταν από τους καλύτερους μαθητές στην τάξη. Οι καθηγητές του, όταν δεν είχαν όρεξη να κάνουν μάθημα, του ζητούσαν να κάνει εκείνος. Ο καλύτερος φίλος του στο σχολείο ήταν ο συμμαθητής του Νίκος Πουλαντζάς, που κατά τις επόμενες δεκαετίες έζησε στο Παρίσι και εξελίχθηκε στον διάσημο καθηγητή, συγγραφέα και φιλόσοφο της θεωρίας του κράτους, που αυτοκτόνησε το 1979.
1954-59: Στο Μάρμπουργκ και στην Κόρινθο
Το 1954 ο Σημίτης άρχισε σπουδές Νομικής στο Πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ στη Γερμανία, ένα πανεπιστήμιο του 16ου αιώνα. Το Μάρμπουργκ είναι μια μικρή πόλη στα βόρεια της Φρανκφούρτης. Βρισκόταν ήδη εκεί ο αδελφός του, που δύο χρόνια νωρίτερα είχε αρχίσει σπουδές στο ίδιο πανεπιστήμιο. Το καλοκαίρι του 1959 επέστρεψε στην Ελλάδα και δύο μέρες αργότερα κατατάχτηκε στο Κέντρο Νεοσυλλέκτων Κορίνθου.
Δεν τον ενοχλούσε η πειθαρχία ή ο εγκλεισμός στο στρατόπεδο. «Ακόμα και το φαγητό ήταν καλύτερο από το φαγητό του φοιτητικού εστιατορίου στη Γερμανία». Τον ενοχλούσε όμως η ανοησία, οι λόγοι των ένστολων για τον «συμμοριτοπόλεμο». Σίγουρα τον ενοχλούσε και η μουσική. Τα μεγάφωνα στο στρατόπεδο έπαιζαν μονότονα την επιτυχία της εποχής: «Μαντουμπάλα, αγάπη γλυκιά μου».
Σύντομα διαπίστωσε ότι ο φάκελός του στον στρατό περιείχε ενδιαφέρουσες πληροφορίες. Όταν οι αξιωματικοί τον μελέτησαν, έπαψαν να του δίνουν άδειες εξόδου και άρχισαν να του ζητούν να λύνει και να συναρμολογεί το οπλοπολυβόλο του με κλειστά μάτια ενώπιον των υπόλοιπων φαντάρων. Πήρε την ειδικότητα «τυφεκιοφόρος-γραφεύς». Ως από μηχανής θεός, ένας θείος στρατηγός φρόντισε για τη μετάθεση στην Αθήνα, στην ΑΣΔΑΝ – Ανωτέρα Στρατιωτική Διοίκηση Αττικής και Νήσων. Έγινε διερμηνέας –χρήσιμος σε περίπτωση επίσκεψης ξένων– και ταυτόχρονα γκαρσόνι στο καφενείο αλλά και «γραμματέας» του υπασπιστή. Μια μέρα εμφανίστηκε ο αρχιμανδρίτης του στρατοπέδου και τον ρώτησε: «Είσαι οπαδός του Σατανά;». «Ποιου Σατανά;» «Της Ζωής» απάντησε ο ιερωμένος, αναφερόμενος στην παραθρησκευτική οργάνωση. «Σας διαβεβαιώ πως όχι».
Απολύθηκε από τον στρατό την άνοιξη του 1961. Ακολούθησαν σπουδές στα οικονομικά και στις πολιτικές επιστήμες στο London School of Economics (LSE) στο Λονδίνο. Στις εκδηλώσεις της Ελληνικής Κοινότητας (Hellenic Society) γνώρισε άλλους φοιτητές, όπως οι Σάκης Καράγιωργας, Νίκος Μουζέλης, Τάκης Θωμόπουλος και Νίκος Γκαργκάνας. Έμειναν φίλοι για μια ζωή. Από το Λονδίνο έφυγε το 1963 για το Παρίσι, αλλά μετά από λίγες ημέρες ταξίδεψε στην Αθήνα για να ξανασυναντήσει τη Δάφνη Αρκαδίου, την οποία είχε γνωρίσει την άνοιξη του 1961, λίγο μετά τον στρατό, στο πάρτι ενός φίλου.
Οταν γνωρίστηκαν το 1961, η Δάφνη είχε ήδη ζήσει έναν χρόνο στο Λονδίνο. Οταν πήγε και ο ίδιος στο LSE λίγες εβδομάδες μετά τη γνωριμία τους, τον ακολούθησε και η Δάφνη λίγο καιρό μετά, για να παρακολουθήσει μαθήματα κοινωνικής ψυχολογίας. Έζησαν μια υπέροχη φοιτητική ζωή. Επέστρεψαν στην Αθήνα στις αρχές του καλοκαιριού του 1963 και παντρεύτηκαν τον Αύγουστο του 1964.
Λίγο νωρίτερα, τον Νοέμβριο του 1963, ο πατέρας του υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο. Εμεινε μήνες σε κλινική και όταν επέστρεψε στο σπίτι, συνήλθε σιγά σιγά, αλλά δεν μπορούσε πια να δουλέψει. Ο δευτερότοκος γιος ανέλαβε το γραφείο, που ειδικευόταν σε θέματα εμπορικού δικαίου.
Το 1965, μαζί με τον Γεράσιμο Νοταρά και τον Σάκη Καράγιωργα ιδρύουν τον Όμιλο Παπαναστασίου και λίγο καιρό μετά συναντούν και οι τρεις μαζί τον Ανδρέα Παπανδρέου σε ένα γραφείο που είχε τότε ο Ανδρέας στην οδό Ομήρου, στο κέντρο της Αθήνας. Ο Ανδρέας δέχθηκε να είναι ο κύριος ομιλητής στην πρώτη εκδήλωση του ομίλου. Στην ομιλία του εκείνη αποδοκίμασε το «σύγχρονον ελληνικόν κατεστημένον». Ήταν η πρώτη φορά που η λέξη χρησιμοποιήθηκε στην Ελλάδα σε πολιτικό πλαίσιο, αν και στον αγγλόφωνο κόσμο χρησιμοποιούνταν ευρέως (establishment). Όταν ενημερώθηκε ο Γεώργιος Παπανδρέου για το περιεχόμενο της ομιλίας του γιου του, σχολίασε: «Τους έκανε μάθημα μαρξισμού στην καθαρεύουσα».
Η δεύτερη εκδήλωση του ομίλου πραγματοποιήθηκε στις 17 Απριλίου 1967 με θέμα την εξωτερική πολιτική, τέσσερις ημέρες πριν από το πραξικόπημα. Ο Ανδρέας έστειλε μήνυμα που διαβάστηκε. Ανέφερε ότι οι εκλογές που ήταν προγραμματισμένες για τον Μάιο του 1967 θα ήταν «η αρχή του αγώνα για να ανήκει η Ελλάδα στους Έλληνες και η εξουσία στον λαό της». Πρώτη φορά το σύνθημα
«Η Ελλάδα στους Έλληνες» ακούστηκε σε εκείνη την εκδήλωση. Τη νύχτα της 20ής -21ης Απριλίου, μια ομάδα εργαζόταν στο γραφείο της Ακαδημίας για να συντάξει ένα πρόγραμμα που ο Ανδρέας θα πρότεινε στην Ένωση Κέντρου. Κατά τις δώδεκα σταμάτησαν και πήγαν για ύπνο. Στις δύο ο Παττακός κατέβασε στους δρόμους τα τανκς.
Εκείνα τα χρόνια οι ασύρματες τηλεπικοινωνίες και οι ιστοσελίδες βρίσκονταν στη σφαίρα της προχωρημένης επιστημονικής φαντασίας. Η ροή της ενημέρωσης για τα γεγονότα ήταν εξαιρετικά αργή και κεντρικά ελεγχόμενη.
Το πρωί ο Σημίτης βγήκε στον δρόμο και λίγο πιο πέρα είδε τον Γεώργιο Μαύρο, που επίσης έμενε στην οδό Ακαδημίας. Τον ρώτησε τι συμβαίνει. «Στις δώδεκα θα έρθει ο βασιλεύς στα ανάκτορα και θα τακτοποιηθεί η κατάστασις», απάντησε ο Μαύρος. Όταν θυμόταν αυτή τη συνάντηση ο Σημίτης, έλεγε ότι τότε σχημάτισε αμέσως την εντύπωση ότι το πραξικόπημα πέτυχε. «Τι άλλο θα μπορούσα να περιμένω αν ένα από τα σημαντικότερα στελέχη της Ένωσης Κέντρου ήλπιζε ότι ο βασιλιάς θα έλυνε το θέμα;».
1969: Οι «Κροτίδες» και ο Προυστ
Τους πρώτους μήνες της δικτατορίας πήγαινε στις φυλακές Αβέρωφ για να συναντήσει πελάτες του. Στις ίδιες φυλακές ο Ανδρέας βρισκόταν υπό κράτηση. Στεκόταν στο παράθυρο του κελιού του που έβλεπε προς τη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Ο Σημίτης τον χαιρέτησε με ένα νεύμα του κεφαλιού. Η ίδια ανταλλαγή χαιρετισμών επαναλήφθηκε και σε επόμενες επισκέψεις του.
Με τον Καράγιωργα και άλλους ίδρυσαν τη Δημοκρατική Άμυνα. Ο Καράγιωργας στο γραφείο του στην Τράπεζα της Ελλάδος έκρυβε βόμβες που τις έδινε στον Σημίτη. Τις αποκαλούσαν «κροτίδες». Ο Σημίτης τοποθετούσε τις «κροτίδες» κέντρο της Αθήνας, φροντίζοντας να εκραγούν σε τέτοια σημεία και ώρες ώστε να μην υπάρξουν θύματα, αλλά να αποκτήσουν δημοσιότητα και να ενοχλήσουν το καθεστώς.
Τον Ιούλιο του 1969, ο Καράγιωργας συνελήφθη έπειτα από έκρηξη βόμβας στα χέρια του. Ο Σημίτης και η Δάφνη ειδοποιήθηκαν και εγκατέλειψαν το σπίτι τους. Κοιμήθηκαν σε ένα ξενοδοχείο στην Κηφισιά, αλλά η Δάφνη επέστρεψε την επομένη για τα παιδιά. Είχαν αποκτήσει τις δύο κόρες τους. Η Φιόνα ήταν τεσσάρων και η Μαριλένα τριών ετών.
Η Δάφνη συνελήφθη αμέσως και έμεινε κρατούμενη για πάνω από δύο μήνες στο αστυνομικό τμήμα της Νέας Ερυθραίας.
Ο Σημίτης έπειτα από πολλές περιπέτειες και με τη βοήθεια άλλων αντιστασιακών βρήκε καταφύγιο σε ένα διαμέρισμα της οδού Ρηγίλλης που ανήκε στην Αμαλία Φλέμινγκ. Εκεί έζησε υπό συνθήκες άκρας μυστικότητας έως τον Σεπτέμβριο του 1969 που διέφυγε στο εξωτερικό. Εκείνες τις εβδομάδες διάβασε το «Πόλεμος και ειρήνη» του Τολστόι και κάποιους τόμους από το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Προυστ.
Η Φλέμινγκ φρόντισε να του προμηθεύσει ένα πλαστό διαβατήριο με το όνομα «Μάρκο Βεντούρα». Με το διαβατήριο αυτό πέταξε στο Μιλάνο, άλλαξε πτήση για τη Ζυρίχη και από εκεί πήγε με τρένο στη Φρανκφούρτη, όπου έμενε ο αδελφός του στα περίχωρα της πόλης, στην προαστιακή πόλη Γκίσεν. Η κράτηση της Δάφνης συνεχίστηκε. Ο Σημίτης και ο αδελφός του απευθύνθηκαν σε φίλους στη Γερμανία και μετά στη Γαλλία και στην Αγγλία. Έγινε η αποφυλάκιση. Το καλοκαίρι του 1970, ο Παττακός κάλεσε τη Δάφνη και της έδωσε διαβατήριο με ισχύ μιας εβδομάδας και την εντολή να φύγει από τη χώρα το αργότερο σε τρεις ημέρες. Έφυγε. Ακολούθησαν τα παιδιά.
Η στοχοποίηση της οικογένειας του πατέρα του τη δεκαετία του ’40 και της δικής του κατά τη διάρκεια της δικτατορίας εξηγεί γιατί ο Σημίτης ανέπτυξε έντονα αντιδεξιά αντανακλαστικά. Στη Γερμανία αποδέχθηκε πρόταση του Ανδρέα να γίνει μέλος του ΠΑΚ, αλλά δεν εντυπωσιάστηκε από τις δυνατότητες και τις μεθόδους της αντίστασης. Έλεγε ότι η δράση των περισσότερων αντιστασιακών εξαντλούνταν στο κουτσομπολιό και στις διενέξεις.
«Ο μανδύας της αντιστασιακής δραστηριότητας φοριόταν πολύ από πολλούς που ήθελαν να κάνουν επίδειξη και να φανούν σπουδαίοι, αλλά η πραγματική προσφορά ήταν περιορισμένη…», έγραψε στους «Δρόμους ζωής». Ο Σημίτης διαπίστωσε ότι το ΠΑΚ ήταν απλώς ένα δίκτυο φίλων και γνωστών του Ανδρέα που υποστήριζαν τις εμφανίσεις του και δημοσιοποιούσαν τις ανακοινώσεις του.
Το Γκίσεν δεν παρουσίαζε ενδιαφέρον. Μεταξύ των πανεπιστημιακών κυκλοφορούσε ένα ανέκδοτο σύμφωνα με το οποίο το σημαντικότερο κτίριο της πόλης ήταν ο σιδηροδρομικός σταθμός.
«Από εκεί μπορούσες να φύγεις το ταχύτερο». Το Πανεπιστήμιο είχε ιδρυθεί τον 17ο αιώνα και ήταν γνωστό γιατί, μεταξύ άλλων, ανακαλύφθηκαν εκεί από τον Ρέντγκεν οι ακτίνες Χ.
Ο Σημίτης ζούσε στο σπίτι του αδελφού του –ο οποίος το 1970 ορίστηκε επικεφαλής της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων του κρατιδίου της Έσσης– και της συζύγου του Ίλσε, που ήταν ψυχαναλύτρια και επιμελήτρια των «Απάντων» του Φρόιντ στη Γερμανία. Στην παρέα τους εκείνης της εποχής συμμετείχε ο φιλόσοφος και κοινωνιολόγος Γίργκεν Χάμπερμας. Το καλοκαίρι του 1972 ο Σημίτης εκλέχτηκε καθηγητής στο Γκίσεν.
1974: Η πρώτη διαφωνία με τον Ανδρέα
Στις 15 Ιουλίου 1974, ο Σημίτης και η Δάφνη βρίσκονταν στη Ρώμη και ετοιμάζονταν να αναχωρήσουν την επομένη για διακοπές στη Σπερλόγκα, ένα θέρετρο λίγο έξω από την ιταλική πρωτεύουσα που προτιμούσαν οι ψαγμένοι πολιτικοί εξόριστοι, όπως ο Βασίλης Βασιλικός και ο Νίκος Κούνδουρος. Καθώς περπατούσαν στην πλατεία του Πάνθεου, είδαν σε ένα περίπτερο την έκτακτη έκδοση ιταλικής εφημερίδας με τον τίτλο «Ο Μακάριος δολοφονήθηκε». Ο Μακάριος δεν δολοφονήθηκε, αλλά εννιά μέρες μετά έπεσε η δικτατορία. «Το στρατιωτικό καθεστώς κατέρρευσε μέσα σε λίγες ώρες, όταν βρέθηκε αντιμέτωπο με ένα έργο κατεξοχήν στρατιωτικό, την επιστράτευση. Οι στρατιωτικές δυνατότητες της χώρας, αντί να βελτιωθούν, είχαν φτάσει στο ναδίρ».
Ο Καραμανλής επέστρεψε στην Ελλάδα, αλλά ο Ανδρέας δήλωσε ότι έγινε «αλλαγή φρουράς του ΝΑΤΟ». Ο Σημίτης διαφώνησε έντονα. Πολύ γρήγορα ο Ανδρέας άλλαξε γνώμη. «Θα πρέπει να του είπαν ότι κινδύνευε να γελοιοποιηθεί και να χάσει κάθε δυνατότητα πολιτικής συμμετοχής στις νέες εξελίξεις». Στις 6 Αυγούστου, στο Βίντερτουρ της Ελβετίας πραγματοποιήθηκε σύσκεψη όλων των υπευθύνων του ΠΑΚ. «Στο Βίντερτουρ υπήρχαν κάποια γραφικά μέλη του ΠΑΚ, τα οποία κομπορρημονούσαν διαρκώς, λέγοντας ότι θα επιδιώξουν την επανάσταση στην Ελλάδα. Κανείς δεν τους έδινε σημασία». Ο Σημίτης είχε πάρει εκπαιδευτική άδεια από το Γκίσεν για ένα εξάμηνο και μπορούσε να μείνει στην Ελλάδα έως το τέλος Φεβρουαρίου 1975. Στις 14 Αυγούστου 1974 επέστρεψε στην Ελλάδα. Στο αεροδρόμιο του Ελληνικού τον σταμάτησαν οι αστυνομικοί.
– Το ξέρετε ότι έχετε καταδικαστεί σε φυλάκιση και ότι είστε καταζητούμενος;
– Συλλάβετέ με, ώστε να διαπιστώσει ο κόσμος αν έχει φύγει ή όχι η χούντα.
Συμμετείχε στην επεξεργασία της Διακήρυξης της 3ης Σεπτέμβρη. Οι φωτογραφίες τον δείχνουν με κοστούμι και γραβάτα την 3η Σεπτέμβρη στο ξενοδοχείο King George. Εκπροσώπησε το ΠΑΣΟΚ στην τηλεόραση για το μήνυμα του κόμματος εν όψει του δημοψηφίσματος της 8ης Δεκεμβρίου για τη βασιλεία. Όταν είδε στην τηλεόραση το βιντεοσκοπημένο μήνυμα, του φάνηκε ότι ο λόγος του δεν είχε ειρμό στο τελευταίο τμήμα. Είχαν περικοπεί τρεις παράγραφοι της ομιλίας. Η κυβέρνηση παραδέχτηκε αργότερα ότι λογόκρινε την ομιλία του γιατί περιείχε ανάρμοστες εκφράσεις για τον βασιλιά όπως: «ανίκανος να καταλάβει το χρέος του».
Εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής Εμπορικού Δικαίου στην Πάντειο το 1976. Το 1979 πέθανε ο πατέρας του. Είχε παραμείνει οκτώ χρόνια σε κώμα, σε ένα δωμάτιο κλινικής με συνεχή τεχνική υποστήριξη έπειτα από ένα ακόμα εγκεφαλικό επεισόδιο που υπέστη το 1971. Το 1980 πέθανε η μητέρα του από καρδιακό επεισόδιο.
1979: Σύγκρουση για την Ευρώπη
Τον Ιούνιο του 1979, ο Σημίτης ως μέλος του Εκτελεστικού Γραφείου του ΠΑΣΟΚ είχε την ευθύνη για ένα φυλλάδιο που περιείχε στους τίτλους τη φράση «Ναι στην Ευρώπη των λαών». Το φυλλάδιο είχε τη σύμφωνη γνώμη πολλών άλλων στελεχών και η φράση είχε χρησιμοποιηθεί από τον Ανδρέα σε ομιλίες του.
Ωστόσο, ο Γιάννης Αλευράς, με αφορμή μια κριτική του Σημίτη για την κοινοβουλευτική δράση του ΠΑΣΟΚ (σε άρθρο του με τίτλο «Δομική αντιπολίτευση») που νόμιζε ότι τον έθιγε προσωπικά, επέμενε ότι έπρεπε να επιβληθούν κυρώσεις για το φυλλάδιο και την αφίσα.
Σε εκείνη τη σύγκρουση, όπως και σε άλλες στο μέλλον, τον υποστήριξε μόνο ο Κώστας Λαλιώτης. Ο Ανδρέας για δικούς του λόγους άφησε τα πράγματα να εξελιχθούν. Δεν ήθελε κανένας γύρω του να αποκτά εξουσία. Όλοι έπρεπε να υπονομεύονται λελογισμένα. Ακολούθησαν κατευθυνόμενες διαρροές στην εφημερίδα «Τα Νέα» ότι ο Σημίτης παραιτήθηκε από το Εκτελεστικό Γραφείο χωρίς να έχει παραιτηθεί, με αποτέλεσμα… να παραιτηθεί. «Εάν κάποιος ήθελε να διατηρήσει την ανεξαρτησία δράσης και σκέψης, η συνεργασία με τον Ανδρέα και το περιβάλλον του ήταν πολύ δύσκολη».
Το ψυχρό κλίμα συνεχίστηκε για δύο χρόνια. Ο Ανδρέας τον απέκλεισε από τα ψηφοδέλτια του 1981 με ένα γραφειοκρατικό σκεπτικό. Αποφασίστηκε ένα «φωτογραφικό» ασυμβίβαστο ανάμεσα στην υποψηφιότητα στις εθνικές εκλογές και στη συμμετοχή στο Εκτελεστικό Γραφείο μετά το 1977. Γιατί δεν σηκώθηκε να φύγει; Η απάντηση είναι ότι ο Σημίτης δεν αισθανόταν ούτε «ενοικιαστής» ούτε φιλοξενούμενος στο ΠΑΣΟΚ. Αισθανόταν συνιδρυτής (και «συνιδιοκτήτης») του Κινήματος. Τα σαμποτάζ του Ανδρέα και του περιβάλλοντός του δεν τον έκαναν ποτέ να σκεφτεί την αποχώρηση. Είχε συγκυριότητα του χώρου.
Γνώριζε επίσης ότι το πολιτικό έργο προϋποθέτει την κατάληψη της εξουσίας, κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο με ένα μαζικό κόμμα-παράταξη και όχι με ένα μικρό κόμμα-όμιλο που θα μπορούσε να ιδρύσει μαζί με τους φίλους του. Επιπλέον, η σχέση του με τον Ανδρέα δεν ήταν μόνο μια σχέση με διαφωνίες και αντιπαλότητα.
Πίσω από το κλίμα σύγκρουσης υπήρχε μια αμοιβαία εκτίμηση. Ήταν δύο πανεπιστημιακοί που κατάγονταν από γνωστές οικογένειες της Αθήνας. Οι ακαδημαϊκοί αισθάνονται εγγύτητα μεταξύ τους ακόμα και όταν συγκρούονται και αντίστοιχα αισθάνονται απόσταση από τους μη ακαδημαϊκούς «κοινούς θνητούς» ακόμα κι όταν είναι φίλοι τους.
Ο Ανδρέας ποτέ δεν διέγραψε τον Σημίτη, αν και έφτασε στο παραλίγο ένα καλοκαίρι στις αρχές του ’90, έπειτα από άλλη μία δήλωση «εκτός γραμμής» για την εξωτερική πολιτική. Ο Παπανδρέου βρισκόταν με τη Δήμητρα Λιάνη στην Ελούντα και ζήτησε από τον Νίκο Αθανασάκη που ήταν στην Αθήνα να ετοιμάσει το σχετικό κείμενο. Ο Αθανασάκης ειδοποίησε τον Κώστα Λαλιώτη, που παραθέριζε στην Κρήτη. Ο Λαλιώτης επισκέφτηκε τον πρόεδρο στην Ελούντα, κάνοντας φυσικά ότι δεν γνωρίζει τίποτα. «Καλώς ήρθες, Κώστα. Ξέρεις τι έγινε με τον Σημίτη;» Έπειτα από τη συζήτηση με τον Λαλιώτη ο Ανδρέας ξέχασε τη διαγραφή.
Τον Σημίτη τον διέγραψε από το ΠΑΣΟΚ ο Γιώργος Παπανδρέου στις 12 Ιουνίου 2008, έπειτα από τη δημόσια διαφωνία τους σχετικά με την πρόταση του Γιώργου να πραγματοποιηθεί δημοψήφισμα για τη Συνθήκη της Λισαβόνας. Ο Σημίτης ήταν σταθερά κατά των δημοψηφισμάτων. Πρωθυπουργοί που έπαιξαν με τη φωτιά ενός δημοψηφίσματος, όπως ο Γιώργος το 2011 και ο Αλέξης Τσίπρας το 2015, ίσως να του δίνουν σήμερα ένα δίκιο παραπάνω.
1981: Στο σπίτι του Υπουργού Γεωργίας
Στην προεκλογική περίοδο του 1981, ο Σημίτης και η κυρία Δάφνη πήγαν ταξίδι στο εξωτερικό. Επέστρεψαν λίγο πριν από τις εκλογές. Τη νύχτα της νίκης ο Σημίτης πήγε στο Καστρί και συνεχάρη τον Ανδρέα. «Θα σε χρειαστώ», του είπε ο νικητής των εκλογών. Την επομένη τον όρισε υπουργό Γεωργίας, παρά το γεγονός ότι ο Αντώνης Λιβάνης είχε πει στον Σημίτη ότι θα πάρει το υπουργείο Δικαιοσύνης. Ο αστός νομικός δέχθηκε το υπουργείο Γεωργίας, αλλά παραδέχτηκε ότι υπέστη σοκ. «Δεν ήξερα τίποτα για τα αγροτικά θέματα». Το επόμενο βράδυ τον επισκέφθηκαν στο σπίτι του δύο στενοί φίλοι του, ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς και ο Γιώργος Βέλτσος. «Δεν έχουμε γνωρίσει ποτέ υπουργό από κοντά, ούτε έχουμε επισκεφτεί σπίτι υπουργού».
Ως υπουργός Γεωργίας μιας χώρας της οποίας το 29% της οικονομίας καλυπτόταν από τον αγροτικό τομέα, εισήγαγε την Ελλάδα στην Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), με αποτέλεσμα να απλωθεί η ευημερία στην ύπαιθρο (με οφέλη αλλά και παρενέργειες). Δικό του είναι το σύνθημα «Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα». Το μεγάλο κέρδος για τον ίδιο (και για τη χώρα) ήταν ότι γνώρισε καλά τον τρόπο λειτουργίας της Ευρώπης. Εκείνα τα χρόνια έμαθε τις στρατηγικές που χρησιμοποίησε και ως πρωθυπουργός.
Έλεγε πάντοτε ότι το κλειδί για έναν υπουργό ή έναν πρωθυπουργό σε κάθε συμβούλιο ή σύνοδο είναι να γνωρίζει, εξίσου καλά με τα δικά του θέματα, τα ζητήματα που κάθε φορά «καίνε» τις άλλες χώρες. Να μην αδιαφορεί για τους πονοκεφάλους των ομολόγων του και απλώς να περιμένει τη σειρά του για να τους «φορτώσει» τα δικά του προβλήματα. «Τους βοηθάμε να περάσουν τις δικές τους θέσεις στα δικά τους ζητήματα με αντάλλαγμα τη δική τους υποστήριξη στα δικά μας ζητήματα», εξηγούσε ο Θέμελης.
Μια αποτελεσματική τακτική για μια μικρή χώρα είναι να βρίσκει το κοινό σύνολο των θεμάτων στα οποία συμφωνούν οι μεγάλες χώρες και να συμμαχεί μαζί τους πάνω σε αυτό το κοινό σύνολο.
Κάπως έτσι, κατά τη διάρκεια της πρώτης ελληνικής προεδρίας, ο Σημίτης έδωσε τέλος στον πολυετή «πόλεμο της ρέγκας» ανάμεσα σε Δανία, Ιρλανδία, Αγγλία και Ολλανδία. Βρέθηκε η συμβιβαστική λύση για τις περιοχές που η κάθε χώρα είχε δικαίωμα να ψαρεύει ρέγκες.
Μια ανάλογη τακτική εφάρμοσε και κατά τη διάρκεια της ελληνικής προεδρίας το 2003, όταν εκδηλώθηκε η επίθεση των ΗΠΑ στο Ιράκ και η Ευρώπη αναζητούσε μια κοινή δήλωση που να καλύπτει ταυτόχρονα τη Γαλλία, τη Γερμανία και τη Βρετανία. Την έφτιαξε ο Σημίτης στην Αθήνα, κερδίζοντας τα εγκώμια του Γάλλου προέδρου Ζακ Σιράκ.
1987: «Δεν με βρίσκετε σύμφωνο»
Μετά τις εκλογές του 1985, ο Ανδρέας τον όρισε υπουργό Εθνικής Οικονομίας για να εφαρμόσει πρόγραμμα σταθεροποίησης. Το πρόγραμμα που σχεδίασε ο Γιάννης Σπράος πέτυχε και επρόκειτο να συνεχιστεί έπειτα από τη σύμφωνη γνώμη του Παπανδρέου. Ξαφνικά, την Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 1987, έπειτα από μια αιφνιδιαστική ομιλία του Ανδρέα στη Βουλή, αποφασίστηκε η επιστροφή στη χαλαρή εισοδηματική πολιτική. Ο Σημίτης βγήκε από την αίθουσα της Ολομέλειας και περίμενε τον Ανδρέα στο γραφείο του.
– Μην κάνεις κάποια κίνηση που θα ήταν σε βάρος όλων, του λέει ο Αντώνης Λιβάνης.
– Μην παραιτηθείς, θα δυσαρεστήσεις τον πρόεδρο, επιμένει ο Μένιος Κουτσόγιωργας.
Ο Σημίτης δεν λέει τίποτα. Συναντά τον Ανδρέα.
– Δεν μπορώ πλέον να είμαι υπουργός.
– Το καταλαβαίνω.
Εστειλε την επιστολή παραίτησης το άλλο πρωί. «Η εισοδηματική πολιτική αποφασίστηκε μετά από συνεχείς συνεδριάσεις και σε απόλυτη συμφωνία μαζί σας. Η ανατροπή της δεν με βρίσκει σύμφωνο».
Στο Συνέδριο του 1994, οι Προεδρικοί ήθελαν να επιτραπεί στον νέο γραμματέα του κόμματος, Άκη Τσοχατζόπουλο, να είναι ταυτόχρονα μέλος της κυβέρνησης. Εχασαν τη σχετική ψηφοφορία για την άρση του ασυμβίβαστου. Ο Τσοχατζόπουλος παραιτήθηκε από υπουργός. Ήταν η πρώτη φορά που το κόμμα δεν έκανε τη χάρη στον Ανδρέα.
Στις 11 Σεπτεμβρίου 1995, έπειτα από μια δημόσια κριτική του Παπανδρέου από τη ΔΕΘ για την πολιτική Σημίτη στο υπουργείο Βιομηχανίας, παραιτήθηκε από το υπουργείο και από το Εκτελεστικό Γραφείο. Στην κοινή γνώμη εξέφραζε το «άλλο ΠΑΣΟΚ» που θα μπορούσε να αντιστρέψει τη φθορά για το «όλον ΠΑΣΟΚ».
Οι παραιτήσεις του είχαν διαμορφώσει μια εικόνα πολιτικού στελέχους που δεν εξαρτάται από αξιώματα, κάτι που παραμένει σπάνιο και αιρετικό στην Ελλάδα.
Το χαρακτηριστικό αυτό εκτόξευσε τη δημοτικότητά του. Οι βουλευτές, που πάντοτε κρίνουν με βάση ποιος αρχηγός μπορεί να νικήσει στις εκλογές και άρα να εξασφαλίσει την επανεκλογή τους στη Βουλή, μετά την παραίτηση του Ανδρέα Παπανδρέου που νοσηλευόταν στο Ωνάσειο, τον εξέλεξαν πρωθυπουργό στις 18 Ιανουαρίου 1996.
1996: Η ανοιχτή και η κλειστή τηλεόραση
Η κυρία Δάφνη βρισκόταν σε ένα φιλικό σπίτι όπου όλοι παρακολουθούσαν την ψηφοφορία στη Βουλή. Ξαφνικά εκδηλώθηκαν πρόωροι πανηγυρισμοί στο γραφείο του Ακη Τσοχατζόπουλου στη Θεσσαλονίκη και η ζωντανή σύνδεση στο κανάλι εστιάστηκε εκεί. Όλοι έφυγαν από το γραφείο του σπιτιού όπου βρισκόταν η τηλεόραση και πήγαν στο καθιστικό, νομίζοντας ότι νίκησε ο Άκης. Μετά από λίγο, ένα από τα παιδιά της οικογένειας τους είπε ότι κάτι περίεργο συμβαίνει.
Ετρεξαν στην τηλεόραση και είδαν τον Σημίτη να ευχαριστεί τους βουλευτές. Σε πέντε μήνες κέρδισε και την προεδρία του ΠΑΣΟΚ στο Συνέδριο. «Αν δεν εκλεγώ πρόεδρος, θα παραιτηθώ από πρωθυπουργός». Γνώριζε ήδη τον ακριβή αριθμό των συνέδρων που θα τον ψηφίσουν χάρη στη συστηματική δουλειά του Θόδωρου Τσουκάτου. Ήθελε όμως να καταστήσει σαφές ότι δεν αστειεύεται.
Ο Κώστας Σημίτης ήταν πάντοτε αισιόδοξος. Συνδύαζε τον προβληματισμό για τις κάθε λογής όψεις της υστέρησης της Ελλάδας με τη στέρεα βεβαιότητα πως δεν υπάρχει πρόβλημα χωρίς λύση, δεν υπάρχει στόχος που να μην μπορεί να επιτευχθεί έπειτα από σοβαρή μελέτη, προετοιμασία, σχέδιο και σκληρή δουλειά.
«Εκτός κι αν μου πεις να μπούμε στο G8. Σε αυτή την περίπτωση θα σου πω ότι δεν μπορεί να γίνει», είπε χαμογελώντας σε μια ιδιωτική του συζήτηση λίγο μετά την κυκλοφορία του ευρώ, το 2002.
Ποιος ήταν αυτός ο τρόπος με τον οποίο «όλα γίνονται»; Ελεγε ότι δεν υπάρχει κάποιο μαγικό φίλτρο. Πάντως η «συνταγή» θα πρέπει να είχε σχέση με την ικανότητά του να εστιάζει στο εκάστοτε ζητούμενο για πολλές ώρες χωρίς να πλήττει.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Σημίτης άνοιγε πολύ σπάνια ή ποτέ την τηλεόραση. Δίπλα στο γραφείο του στο Μέγαρο Μαξίμου βρισκόταν μία από τις πρώτες τηλεοράσεις με μια τεράστια επίπεδη οθόνη (55 ιντσών, μπορεί και παραπάνω), η οποία ήταν μονίμως κλειστή τις απογευματινές ώρες που όλο το πολιτικό σύστημα «αναστέναζε» μπροστά στους δέκτες, καθώς οι «πρωτοκλασάτοι» κυβέρνησης και αντιπολίτευσης είχαν μόνιμο στασίδι στα πάνελ.
Εκείνη την εποχή (που δεν υπήρχαν έξυπνα κινητά ούτε κοινωνικά δίκτυα) τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων είχαν ασύγκριτα μεγαλύτερη επιρροή από όση έχουν σήμερα. Κάθε βράδυ στις 8.30, η κυβέρνηση και ο ίδιος είχαν την τιμητική τους. Και όμως, δεν τα παρακολουθούσε. Εκείνη την ώρα έκανε συναντήσεις ή μελετούσε ή έγραφε – και η τηλεόραση ήταν πάντα κλειστή.
Αν έπρεπε να μάθει κάτι επειγόντως, δεν περίμενε να το μάθει από την τηλεόραση. Είχε συνεργάτες για να τον ενημερώσουν, με πρώτο τον Γιώργο Πανταγιά, τον «κέρβερο» του Γραφείου Τύπου.
Επίσης, δεν τον ανησυχούσαν ποτέ οι δημοσκοπήσεις. Του άρεσε η στατιστική και τον ενδιέφερε η βαθύτερη ανάλυση των δημοσκοπήσεων. Ήδη από το 1996 είχε χτίσει μια σχέση εμπιστοσύνης με τον Στράτο Φαναρά (Metron Analysis). Αλλά δεν απογοητευόταν ποτέ από ένα αρνητικό αποτέλεσμα.
Αντιθέτως, τα αρνητικά ευρήματα τα εκλάμβανε ως «σήματα» που έδειχναν πού έπρεπε να γίνει περισσότερη δουλειά για να αλλάξουν οι σχετικές αντιλήψεις.
Τα συγκροτήματα Τύπου υποστήριζαν τις μεγάλες πρωτοβουλίες του, κάτι που δεν άρεσε στην αντιπολίτευση και το χρησιμοποιούσε εναντίον του με κατηγορίες για διαπλοκή. Αλλά υπήρξαν και εποχές, ιδίως τη δεύτερη τετραετία, που δεχόταν ομοβροντία κριτικής από όλες τις ναυαρχίδες του Τύπου, προοδευτικού και μη.
Τη διαπλοκή και τη διαφθορά τις αντιμετώπιζε δημοσίως από τη σκοπιά του διανοητή καθηγητή, ως «κοινωνικά φαινόμενα» που επιβάλλουν ισχυροποίηση των θεσμών. Απαριθμούσε λοιπόν τι έκανε η κυβέρνησή του για την ισχυροποίηση αυτών των θεσμών και ζητούσε από την αντιπολίτευση να καταθέσει καλύτερες προτάσεις.
Ελεγε, όμως, αφοπλιστικά στις ιδιωτικές συζητήσεις του ότι η διαπλοκή και η διαφθορά είναι λίγο-πολύ μόνιμα χαρακτηριστικά των κοινωνιών και όχι «προβλήματα» που λύνονται οριστικά, όπως λύνεται το πρόβλημα μετακίνησης σε μια περιφέρεια όταν ολοκληρώνεται ένας αυτοκινητόδρομος. Πίστευε ότι όσοι εμμένουν ρητορικά σε αυτά τα θέματα στην πολιτική αντιπαράθεση το κάνουν εκ του πονηρού, γιατί υποκρίνονται για να καλύψουν δικές τους «ατασθαλίες» και γιατί δεν μπορούν να διατυπώσουν πειστικό πρόγραμμα για την οικονομία, τα κοινωνικά προβλήματα και τις διεθνείς προκλήσεις. Οι «επιχειρήσεις-καθαρά χέρια» είναι συχνά προφάσεις. Είναι όργανα μιας αυταρχικής εξουσίας για τον εκβιασμό της κοινωνίας και γι’ αυτό δεν πρέπει ποτέ να θεωρούνται ως «λύση» σε μια δημοκρατία.
Ενδέχεται ακόμα να πίστευε ότι ένα επίπεδο διαφθοράς και διαπλοκής μεγάλης και μικρής είναι σε τέτοιο βαθμό ενσωματωμένο στην ελληνική «πελατειακή» νοοτροπία (εντός και εκτός κομμάτων) ώστε, αν ένας πρωθυπουργός αποφασίσει να ασχοληθεί αποκλειστικά με αυτά τα θέματα, τότε θα βρεθεί στο επίκεντρο μιας συνεχούς πολιτικής και κοινωνικής αναταραχής. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα την αποσταθεροποίηση της χώρας και την εγκατάλειψη κρίσιμων εθνικών στόχων. Στην προσπάθειά του να τη σώσει από την «αμαρτία», θα την κατέστρεφε ολοσχερώς.
Κάποιοι λένε ότι αυτή η αντίληψη είναι κυνική, αλλά για τον Σημίτη το πρώτο μέλημά του ήταν να επιτευχθούν οι εθνικοί στόχοι. Για χάρη των στόχων αυτών μπορούσε να γίνει και κυνικός.
Ενα βήμα τη φορά
Είχε την ικανότητα να εστιάζει στον εκάστοτε «μεγάλο στόχο» και να τον «σπάει» σε πολλά επιμέρους λογικά και εφικτά βήματα που έπρεπε να πραγματοποιηθούν σε συγκεκριμένες ημερομηνίες. Έτσι οργάνωσε την ταυτόχρονη πραγματοποίηση πολύπλοκων, σύνθετων και πολυετών στόχων, όπως ήταν η ένταξη στην ΟΝΕ, η ένταξη της Κύπρου στην Ενωση και οι Ολυμπιακοί Αγώνες.
Αλλά κάπως έτσι επίσης οργάνωσε τα πάντα, από τα μεγάλα έργα και τη δημόσια ασφάλεια έως την επικράτησή του στο ΠΑΣΟΚ. Το περίφημο μπλοκάκι του ήταν στην πραγματικότητα μια σειρά από μπλοκάκια – το καθένα για άλλο τομέα πολιτικής. Κατέγραφε τι συμφωνούσε με κάθε υπουργό και πότε αυτό θα έπρεπε να γίνει. Παρακολουθούσε έτσι την πορεία της πραγματοποίησης.
Για όλα τα παραπάνω επέλεξε και συνεργάστηκε με τους κατάλληλους ανθρώπους, πολλοί από τους οποίους μέχρι σήμερα υπηρετούν τη δημόσια ζωή, τις κυβερνήσεις ή τον επιχειρηματικό και ακαδημαϊκό χώρο. Πρόκειται για πρόσωπα που μερίδα του Τύπου συχνά αποκαλεί (με επιθετική διάθεση) «μόνιμη κυβέρνηση Σημίτη». Πρόκειται για έναν χαρακτηρισμό που θα μπορούσε να εκληφθεί και ως βαθιά κολακευτικός.
Απέρριπτε τις βαρύγδουπες ομιλίες. «Δεν θέλω παιάνες», έλεγε κάνοντας αυτές τις χαρακτηριστικές παύσεις ανάμεσα στις λέξεις και σχεδόν πάντα με κάποια δόση σαρκασμού. Με ένα ειρωνικό χαμόγελο έσβηνε από τα σχέδια ομιλίας την παραπανίσια συνθηματολογία, τους υπερβολικούς ρομαντισμούς για την πατρίδα, το έθνος, τον λαό, το ΠΑΣΟΚ. «Παρακαλώ, να αποφεύγονται οι βερμπαλισμοί».
Ποτέ δεν αιφνιδίαζε τους συνεργάτες του. Ποτέ δεν τηλεφωνούσε στη μέση της νύχτας για να τους ανακοινώσει μια ιδέα που μόλις σκέφτηκε. Ποτέ δεν ζητούσε κάτι… «χθες». Δεν του άρεσαν ούτε τα δράματα ούτε οι αυτοσχεδιασμοί. Ζητούσε μελέτες και σχέδια ομιλίας και έδινε συνήθως δεκαπέντε ημέρες ή και περισσότερες για να προετοιμαστούν σωστά. Υπερβολικές τιμές κορτιζόλης δεν ταλαιπώρησαν τους συμβούλους του, εκτός ίσως από τον πιο στενό του συνεργάτη, τον συγγραφέα Νίκο Θέμελη, ο οποίος αγχωνόταν για όλα, εν μέρει λόγω χαρακτήρα, εν μέρει γιατί συμμετείχε σε όλα και είχε πάντα μια έμφυτη αγωνία για το πέρασμα του χρόνου.
Ο Θέμελης ήταν ταυτισμένος με τον Σημίτη, αλλά δεν είχε την αταραξία του Σημίτη. Βιαζόταν συνεχώς. Ηταν σημείο αναφοράς των Σημιτικών. Ηταν πάντα παρών σε όλες τις ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες και τα ταξίδια, παρακολουθούσε και τα κομματικά, αλλά το σαράκι του ήταν τα εθνικά θέματα, τα ελληνοτουρκικά και προπαντός η Κύπρος. Δεν ήταν Κύπριος ο Θέμελης, αλλά τον είχε πληγώσει προσωπικά η εισβολή του 1974. Πάντα μιλούσε για την Κύπρο και μπορούσε να μεταδώσει το πάθος, τη γνώση και την αγωνία του για την Κύπρο και το Κυπριακό ακόμα και στους πιο αμύητους. Ο Σημίτης αισθάνθηκε μόνος όταν ο Θέμελης «έφυγε» πρόωρα το 2011.
Το χαμομήλι του προέδρου
Ο Σημίτης είχε σταθερές συνήθειες. Για παράδειγμα, ήταν απολύτως απαραίτητο να έχει κάθε μέρα στη μία το μεσημέρι ένα χαμομήλι. Οι σερβιτόροι και ο υπεύθυνος εστίασης στο υπόγειο του Μεγάρου Μαξίμου, Ναπολέων Καλέσης, είχαν κολλήσει στον τοίχο της κουζίνας μια σελίδα Α4 όπου αναγραφόταν με στιλό: «Στις 13.00 το χαμομήλι στον πρόεδρο». Το χαμομήλι ήταν το φυσικό αγχολυτικό του που συνόδευε μια ζωή εντάσεων.
Όταν μπήκε στο Μέγαρο Μαξίμου, άλλαξε τους κανόνες της καφετέριας που υπήρχαν από την εποχή του Ανδρέα Παπανδρέου, σύμφωνα με τους οποίους οι υπάλληλοι, οι αστυνομικοί, οι σύμβουλοι, οι γραμματείς μπορούσαν να παραγγέλνουν καφέ, σάντουιτς, τοστ, ακόμα και μερίδες φαγητού και να μην πληρώνουν τίποτα.
Οταν παρήγγειλε τον πρώτο καφέ, ρώτησε τον σερβιτόρο «Πόσο κάνει;» και απόρησε όταν του απάντησε ότι είναι τζάμπα. «Πώς γίνεται αυτό;» Ζήτησε να χρεώνουν τιμές κόστους. Πλήρωνε και ο ίδιος (διά των γραμματέων του). Κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του το Μαξίμου σέρβιρε τον φθηνότερο καφέ της Ελλάδας, αλλά το τζάμπα είχε καταργηθεί. Η «μεταρρύθμιση» αυτή διατηρείται μέχρι σήμερα στο πρωθυπουργικό γραφείο.
Του άρεσε το θέατρο και για ένα διάστημα όταν ήταν πρωθυπουργός δεν έχαναν μαζί με την κυρία Δάφνη τις πειραματικές παραστάσεις του Μιχαήλ Μαρμαρινού. Πολύ συχνά πήγαινε στο Μέγαρο Μουσικής και στη Λυρική Σκηνή.
Είναι πολυσυζητημένες οι σταθερές επιλογές διακοπών του στους Αγίους Θεοδώρους, έναν τόπο που αγάπησε τόσο ώστε αγόρασε σπίτι στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ή στη Σίφνο, όπου πήγαινε κάθε καλοκαίρι σταθερά από το 1977. Εμενε την πρώτη 25ετία στον Πλατύ Γυαλό και αργότερα στο Βαθύ. Στα μέσα της δεκαετίας του 2000 πρόσθεσε την Πάρο και την Ελούντα στους αγαπημένους προορισμούς.
Τι έλεγε για τα Ιμια
Όταν έγινε πρωθυπουργός, εκδηλώθηκε σχεδόν αμέσως η κρίση των Ιμίων. Για τη διαχείριση της κρίσης αυτής υπάρχει μέχρι σήμερα σφοδρή κριτική, αλλά ο ίδιος πίστευε ότι τη χειρίστηκε άριστα. Η Ελλάδα απέφυγε την πολεμική σύγκρουση, που μπορεί να είχε αβέβαιες εξελίξεις από τη Θράκη έως την Κύπρο και θα οδηγούσε τη χώρα μέσα σε ελάχιστες ημέρες σε διαπραγματεύσεις υπό δυσμενείς όρους και υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ και των Μεγάλων Δυνάμεων για το σύνολο των εθνικών θεμάτων.
Δεν αποδεχόταν ότι τα Ίμια «γκρίζαραν» το Αιγαίο. Έλεγε μονότονα ότι οι ισχυρισμοί της Τουρκίας που δεν έγιναν αποδεκτοί από κανέναν στον διεθνή χώρο δεν μπορεί να θεωρούνται στην Ελλάδα ότι άλλαξαν τη νομική υπόσταση των βραχονησίδων και το στάτους κβο.
Προσέθετε ότι η κρίση μεταβλήθηκε σε ευκαιρία. Ξεκίνησε μια ευθεία γραμμή που ένωσε τα Ιμια με το Ελσίνκι. Μετά τα Ίμια ξεκίνησε μια εκστρατεία ενημέρωσης της διεθνούς κοινότητας ταυτόχρονα με μια μεταβολή της εξωτερικής πολιτικής. Η Ελλάδα αξιοποίησε την επιθυμία της Τουρκίας να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μια σειρά από ελληνικές πρωτοβουλίες οδήγησαν στη Συμφωνία του Ελσίνκι, που τη θεωρούσε ως την κορυφαία στιγμή της πρώτης τετραετίας του. Βάσει της συμφωνίας αυτής η Κύπρος θα γινόταν μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης χωρίς την υποχρέωση επίλυσης του Κυπριακού. Η ένταξη πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα το 2003, επί ελληνικής προεδρίας της ΕΕ.
Παράλληλα, η Τουρκία αναλάμβανε την υποχρέωση να συμφωνήσει με την Ελλάδα στη διευθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο ή να συμφωνήσει στην παραπομπή του ζητήματος στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, πριν λάβει από την Ε.Ε. ημερομηνία έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Η Τουρκία επίσης καλούνταν να συμβάλει στην επίλυση του Κυπριακού. Εξαιτίας της πολιτικής που ασκήθηκε μετά το 2004, ο Σημίτης πίστευε ότι χάθηκε μια ιστορική ευκαιρία για την επίλυση τόσο του Κυπριακού, όσο και του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο.
Δεν ήταν απόλυτος. Αναγνώριζε ότι τα επιχειρήματα της άλλης πλευράς («Δόγμα Μολυβιάτη») έχουν τη δική τους λογική και κατανοούσε την επιφυλακτικότητα της κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή απέναντι στην Αγκυρα, αλλά εκτιμούσε ότι είχαμε προσεγγίσει το μέγιστο και στα δύο ζητήματα και έπρεπε να τολμήσουμε να κάνουμε το τελικό βήμα και να εξασφαλίσουμε αυτό το «μέγιστο», αντί να αρχίζουμε κάθε πέντε-δέκα χρόνια πάλι από την αρχή με αβέβαιη έκβαση.
Πίστευε ότι το Σχέδιο Ανάν, αν είχε γίνει αποδεκτό, θα είχε φέρει την άρση της εισβολής, ενώ κάποιες αμφιλεγόμενες προβλέψεις του θα είχαν ξεπεραστεί από την πραγματικότητα. Η συμμετοχή στην Ευρώπη της ενιαίας Κύπρου θα ήταν η σημερινή εκδοχή της Ενωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Θα ήταν η ισχυρότερη εγγύηση εσωτερικής ειρήνης ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Και οι Ελληνοκύπριοι ασφαλώς θα είχαν το «πάνω χέρι» σε μια νέα εποχή ειρήνης και συνεργασίας. Όσο για την υφαλοκρηπίδα, παρατηρούσε ότι είκοσι χρόνια μετά οι συντεταγμένες λύσης του 2003 παραμένουν και σήμερα το μέγιστο στο οποίο μπορούμε να ελπίζουμε.
«Το αυτονόητο είναι ταυτόχρονα το πιο δύσκολο να γίνει αποδεκτό», έλεγε συχνά. Παρατηρούσε, π.χ., ότι κανείς δεν διαφωνούσε για τον στόχο της ΟΝΕ (πλην του ΚΚΕ), αλλά επικρατούσε στην πολιτική σκηνή μια ασυνήθιστα υψηλή αντιπαλότητα με διάφορες προφάσεις και ψευδεπίγραφα επιχειρήματα, την ίδια ώρα που η πολιτική που έπρεπε να ασκηθεί ήταν «αυτονόητη» για όλους.
Επέμενε να εφαρμόσει αυτή την «αυτονόητη» πολιτική ονομαστικής σύγκλισης και θεωρούσε ως δευτερεύουσας σημασίας ακόμα και την καλοπροαίρετη κριτική (π.χ. ότι η κυβέρνηση έριξε τον πληθωρισμό, αλλά δεν έκανε αρκετές μεταρρυθμίσεις για την ανταγωνιστικότητα).
Εκρινε ότι η Ελλάδα έπρεπε να διαψεύσει εκείνους που εκτιμούσαν ότι δεν θα κατόρθωνε να καταστεί μέλος της ΟΝΕ με το πρώτο κύμα ένταξης. Ήταν γνωστό ότι η χώρα δεν μπορούσε να εκπληρώσει τα κριτήρια του Μάαστριχτ έως το 1998, αλλά έπρεπε να τα καταφέρει πάση θυσία έως το τέλος του 1999, έτσι ώστε να κυκλοφορήσει το ευρώ σε λογιστική μορφή στην Ελλάδα το 2001 και σε φυσική μορφή το 2002, δηλαδή ταυτόχρονα με όλες τις άλλες χώρες της ευρωζώνης.
Πίστευε ότι, αν η Ελλάδα καθυστερούσε, το πιθανότερο ήταν ότι δεν θα προλάβαινε ούτε το «δεύτερο κύμα». Το πολιτικό σύστημα θα εγκατέλειπε την πολιτική σύγκλισης μέσα σε σφοδρές αλληλοκατηγορίες. Αυτό θα είχε ως συνέπεια να «κλειδωθεί» η Ελλάδα εκτός ΟΝΕ και να απομονωθεί στην Ευρώπη ως ανήμπορη χώρα.
Μια τέτοια εξέλιξη θα λειτουργούσε αρνητικά για την οικονομία και τα εθνικά θέματα και θα ήταν αιτία παρατεταμένης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Επέμενε λοιπόν στο μείζον: ΟΝΕ τώρα και όχι στο άδηλο μέλλον. Είκοσι χρόνια μετά, και με την εμπειρία της κρίσης, πολλοί οικονομολόγοι καταλήγουν ότι το επίπεδο του δημόσιου χρέους (που έμεινε σταθερό ως ποσοστό του ΑΕΠ έως το 2010) θα είχε οδηγήσει την Ελλάδα σε κρίση χρέους νωρίτερα από το 2010 αν παρέμενε ως νόμισμα η δραχμή. Το χειρότερο είναι ότι η κρίση χρέους θα ξεσπούσε σε πτώχευση ανάλογη της Αργεντινής. Αντί γι’ αυτό η συμμετοχή στην Ευρωζώνη κινητοποίησε εξελίξεις στην Ευρώπη για τη διάσωση της ελληνικής οικονομίας με «αντάλλαγμα» ένα σχέδιο σταθεροποίησης χωρίς περικοπή καταθέσεων.
Για τον Σημίτη, η εξωτερική και η οικονομική πολιτική ήταν ενιαία. Μια Ελλάδα με ισχυρή οικονομία μπορούσε να είναι πιο αποτελεσματική στην προώθηση των εθνικών συμφερόντων της. Παράλληλα, μια χώρα με λυμένα εθνικά θέματα διώχνει από πάνω της μια σειρά από «βαρίδια» που την καταδικάζουν να βραδυπορεί στην οικονομία. Επιδίωκε, λοιπόν, τον εκσυγχρονισμό των αντιλήψεων ως προϋπόθεση για την προώθηση του εκσυγχρονισμού της χώρας.
Εκρινε ότι οι αμυντικές δαπάνες ήταν μεν αναγκαίες, αλλά ταυτόχρονα ήταν υπερβολικές και η μείωσή τους μετά από μια συμφωνία στο Αιγαίο και στην Κύπρο θα μπορούσε να δράσει ενισχυτικά για την οικονομία. Δεν πίστευε ιδιαίτερα στα κοιτάσματα πετρελαίου και αερίου στο Αιγαίο, αλλά δεν διαφωνούσε όταν χρόνια αργότερα κάποιοι του έλεγαν πως, αν είχε επιλυθεί εγκαίρως το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας, οι πρώτες εξορύξεις θα μπορούσαν να είχαν αρχίσει ακόμα και από το 2010.
Οταν όμως η Αθήνα κέρδισε τους Αγώνες και φτάσαμε στο 2000, ανέλαβε προσωπικά την προετοιμασία τους με εβδομαδιαίες συσκέψεις στις οποίες –με τη συνεπικουρία της Επιτροπής «Αθήνα 2004» υπό τη Γιάννα Αγγελοπούλου– έδινε προσωπικά εντολές στους συναρμόδιους υπουργούς να προχωρήσουν ένα προς ένα όλα τα θέματα.
Το πρόγραμμα μεγάλων έργων που είχε εμπιστευτεί στον Κώστα Λαλιώτη –τον οποίο εκτιμούσε πάντα στις ιδιωτικές συζητήσεις του παρά τη σύγκρουσή τους που ακολούθησε το 2003– το ενσωμάτωσε στην προετοιμασία για τους Αγώνες, με κυρίαρχα έργα το αεροδρόμιο, το Αττικό Μετρό και την Αττική Οδό. Μια ολόκληρη γενιά, όσοι είναι τριαντάρηδες και κάτω, πάνω από το ένα τρίτο της Ελλάδας δηλαδή, δεν έχουν τη μνήμη μιας Αθήνας χωρίς αυτά τα τρία μεγάλα έργα. Δεν μπορούν να φανταστούν ότι αυτή η Αθήνα το 1996 δεν υπήρχε ούτε στα όνειρά μας.
Ο Σημίτης κατηγορείται γιατί δεν επέμενε στο Ασφαλιστικό και γιατί εγκατέλειψε τις μεταρρυθμίσεις μετά το 2000. Ο ίδιος πίστευε ότι πολλές μεταρρυθμίσεις έγιναν τη δεύτερη τετραετία του, αλλά το Ασφαλιστικό προσέκρουσε στην απόλυτη άρνηση του συνόλου του πολιτικού κόσμου και της κοινωνίας.
Προτίμησε να υποχωρήσει για να διασώσει την ομαλή πορεία στα πρώτα χρόνια της ΟΝΕ, για να εγγυηθεί τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων και κυρίως για να εξασφαλίσει την πολιτική σταθερότητα και τη συνέχεια των λεπτών χειρισμών που απαιτούνταν για την Κύπρο. Αν επέμενε στη μεταρρύθμιση και έπεφτε η κυβέρνηση, ποιος πιστεύει ότι η επόμενη κυβέρνηση θα έσπευδε αμέσως να εφαρμόσει τη μεταρρύθμιση;
Για χρόνια πολλοί έλεγαν ότι δεν έμεινε για να δώσει τη μάχη του 2004 απέναντι στον Κώστα Καραμανλή. Ο Σημίτης ταλαντεύτηκε για το αν έπρεπε να παραμείνει, αλλά δεχόταν μεγάλη πίεση από το κόμμα και τον Τύπο για να αποχωρήσει προκειμένου να μη στερήσει το ΠΑΣΟΚ από μία ακόμα νίκη που θα μπορούσε να εξασφαλίσει ο Γιώργος Παπανδρέου.
Ο Σημίτης εκτιμούσε τον Γιώργο και δεν συμμεριζόταν τις αρνητικές απόψεις άλλων στελεχών του ΠΑΣΟΚ για το πρόσωπό του. Είχαν εντελώς διαφορετικό τρόπο σκέψης, αλλά του πήγαινε η μεταρρυθμιστική τόλμη και το ανοιχτό πνεύμα του Παπανδρέου. Θα ήθελε να ήταν ο Γιώργος πιο οργανωμένος και πίστευε ότι, αν ήταν, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει καλύτερα και ταχύτερα την κρίση του 2010.
Ο Σημίτης κατηγορείται ακόμα επειδή επέμενε μέχρι τέλους στην αντιπαράθεσή του με τον μακαριστό αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο για τη μη αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες το 2000. Δεν δέχτηκε καμία συμβιβαστική λύση. Δεν υποχώρησε ούτε μπροστά στις λαοσυνάξεις ούτε απέναντι στα τρία εκατομμύρια υπογραφές που συγκέντρωσε η Εκκλησία ζητώντας δημοψήφισμα. Πίστευε ότι η υπαναχώρηση σε ένα τέτοιο θέμα θα αναβίβαζε την Εκκλησία σε συνδιοικητή της χώρας. Θα αποκτούσε ξαφνικά βέτο σε πολλά θέματα ανάλογο ή ισχυρότερο με αυτό της Καθολικής Εκκλησίας στην Ιταλία.
Ρήξεις με τις κατεστημένες αντιλήψεις, πολιτικές και νοοτροπίες. Ήταν πολιτικός των συναινέσεων, αλλά όχι των συμβιβασμών. Το ήρεμο και μειλίχιο ύφος του δεν πρόδιδε το πόσο έτοιμος ήταν να συγκρουστεί και να φτάσει μέχρι τέλους σε όσο γίνεται περισσότερα θέματα.
Τον είπαν ευεπίφορο στα ευρωπαϊκά πρότυπα. Στην πραγματικότητα δεν ήθελε οι Ευρωπαίοι να θεωρούν αυτονόητο ότι οι Έλληνες θα υστερούν ακριβώς επειδή είναι Έλληνες. Ήθελε να τους διαψεύσει, κάνοντας την Ελλάδα καλύτερη από εκείνους στο δικό τους παιχνίδι σε όσο γίνεται περισσότερους τομείς.
Η έφεση που είχε στις ρήξεις σε συνδυασμό με την απόρριψη των συναισθηματισμών και του λαϊκισμού, που σαφώς τον χαρακτήριζε, ίσως εξηγεί γιατί υπολογίσιμο κομμάτι της κοινής γνώμης αισθάνεται ακόμα αντιπαλότητα απέναντί του. Ο Σημίτης ζόριζε τον λαό. Η παραδοσιακή κομμουνιστική Αριστερά, η ριζοσπαστική Αριστερά, η θρησκευτική, η πατριωτική, η παραδοσιακή Δεξιά και η ακροδεξιά και φυσικά το «ανδρεϊκό» ΠΑΣΟΚ βρήκαν έναν πολύ δύσκολο αντίπαλο, απέναντι στον οποίο έχασαν σχεδόν όλες τις μάχες. Τα αισθήματα αντιπαλότητας είναι ακόμα θερμά.
Ωστόσο, οι ίδιοι που τον επικρίνουν δεν συνειδητοποιούν ότι τον έχουν αποδεχτεί πλήρως. Δεν υπάρχει πτυχή του έργου Σημίτη που η κοινωνία και οι πολιτικές παρατάξεις να θέλουν να ανατραπεί. Μετά το 2000 και την ΟΝΕ, ο Σημίτης έθεσε ως στόχο τη σύγκλιση του βιοτικού επιπέδου και της ποιότητας ζωής με τον μέσο όρο της Ένωσης. Πολλοί έλεγαν ότι έπρεπε να θέσει έναν «άλλο» στόχο. «Δεν υπάρχει άλλος στόχος», απαντούσε κοφτά.
Τα «πειράματα» της εποχής της κρίσης για μια «άλλη Ελλάδα» απέτυχαν παταγωδώς. Το άκουσμα του ονόματος του Σημίτη δεν ξεσηκώνει ρίγη ενθουσιασμού, αλλά το έργο και το αποτύπωμα της οκταετίας του έχουν γίνει αποδεκτά από όλα τα κυρίαρχα πολιτικά ρεύματα.
Πέτυχε ώστε η «επανάσταση του αυτονόητου» να γίνει το «μόνιμο καθεστώς» σε μια χώρα όπου τίποτα δεν είναι ποτέ αυτονόητο. Αυτή η απλή αλήθεια αντιπροσωπεύει την κύρια όψη μιας στέρεας υστεροφημίας που ευτύχησε να τη γνωρίσει και να τη ζήσει.
*Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στο Ειδικό Αφιέρωμα για τον Κώστα Σημίτη με τίτλο «Η ζωή του και το αποτύπωμα της οκταετίας του» που κυκλοφόρησε με την «Καθημερινή» της Κυριακής στις 12 Ιανουαρίου 2025.