Εφημερίδα Η Αξία
9 Μαρτίου 2013
Ο λαϊκισμός που ενέσκηψε σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, ούτε πρόσκαιρο πολιτικό φαινόμενο. Μέχρι πρόσφατα οι δυνάμεις του θεωρούνταν περιθωριακές και δεν έβρισκαν ανταπόκριση σε ευρύτερες κοινωνικές και ηλικιακές ομάδες. Σήμερα όμως ασκούν ιδιαίτερη γοητεία, φτάνοντας στο σημείο γραφικές φιγούρες –όπως ο Γκρίλο στην Ιταλία- να καταγράφονται ως πρώτη πολιτική δύναμη.
Το γεγονός αποκτά ξεχωριστή σημασία, αν αναλογιστούμε ότι η συγκεκριμένη χώρα υπήρξε η φύτρα κορυφαίων πολιτικών διεργασιών και πρωτοπόρων επιλογών, όπως ο ιστορικός συμβιβασμός, ο ευρωκομμουνισμός, η ευρωαριστερά, οι κυβερνήσεις συνεργασίας, τα κοινωνικά κινήματα, η αυτονομία, κ.ά.. Μάλιστα, πολλά χρόνια πριν, είχε αναπτύξει ισχυρές πολιτικές δομές στη διοίκηση και την αυτοδιοίκηση, αποτελώντας παράδειγμα για τη συγκρότηση ενός σύγχρονου και αποτελεσματικού κράτους.
Ωστόσο, το πολιτικό σύστημα της Ιταλίας υπονομεύτηκε από τα εκτεταμένα κρούσματα διαφθοράς και εκμαυλισμού. Ο ορυμαγδός των σκανδάλων, μικρών και μεγάλων, το μαύρο πολιτικό χρήμα, η συναλλαγή αμφισβήτησαν την ηθική υπόσταση της πολιτικής. Παράλληλα, οι πολίτες από τη μια εξοικειώθηκαν με τη κλίμα της ανομίας και από την άλλη έγιναν ευάλωτοι στις λαϊκίστικες κορώνες.
Έτσι, λοιπόν, η απώλεια του ηθικού πλεονεκτήματος της πολιτικής, η απαξίωση και η σπίλωσή της με έναν ακραίο καταγγελτικό λόγο, σε συνδυασμό με την ισοπέδωση των ιδεολογικών και προγραμματικών διαφορών, δημιούργησαν πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη του λαϊκισμού. Όταν σε αυτά προστέθηκαν τα μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα -η ύφεση, η ανεργία, η συρρίκνωση των μηχανισμών κοινωνικής προστασίας-, το φαινόμενο προσέλαβε εκρηκτικές διαστάσεις. Επομένως, ο Μπερλουσκονισμός, αλλά και το κίνημα του Γκρίλο δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ήττα τής επί χρόνια απαξιωμένης στη συνείδηση της κοινής γνώμης πολιτικής.
Το παράδειγμα της Ιταλίας δεν είναι μοναδικό. Στην Ελλάδα ο λαϊκισμός ήταν ένα υπαρκτό ρεύμα επί πολλές δεκαετίες. Διαπερνούσε το σύνολο σχεδόν του κομματικού συστήματος και επεκτεινόταν και σε άλλους χώρους (π.χ. στο συνδικαλισμό). Όμως, την τελευταία περίοδο, λόγω των υπαρκτών οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων, έχει διεύρυνε την κοινωνική και πολιτική του βάση, απέκτησε πιο έντονα χαρακτηριστικά, προωθώντας ανορθολογικές και επικίνδυνες απόψεις. Επίσης, σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι δυνάμεις του λαϊκισμού –δεξιόστροφες ή αριστερόστροφες- αποκτούν όλο και μεγαλύτερο πολιτικό ακροατήριο, εκμεταλλευόμενες κυρίως την οξεία οικονομική κρίση και τις συνέπειές της.
Στην ουσία ο λαϊκισμός πιστοποιεί τα αδιέξοδα του υποδείγματος, στο οποίο στηρίχθηκαν τα παραδοσιακά ρεύματα της Ευρώπης, τόσο της Κεντροδεξιάς όσο και της Κεντροαριστεράς. Αποδεικνύει την κρίση των κομμάτων εξουσίας, αλλά και αυτών της παραδοσιακής Αριστεράς. Τέλος, επιβεβαιώνει την παντελή απουσία μιας αναπτυξιακής στρατηγικής, η οποία θα καθιστούσε τις ευρωπαϊκές οικονομίες ανταγωνιστικές, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για απασχόληση και ευημερία.
Τα μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που σήμερα αντιμετωπίζουν οι Ευρωπαίοι πολίτες, ιδιαίτερα του Νότου, δεν είναι απότοκα του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά φυσική συνέπεια συγκεκριμένων πολιτικών που ακολούθησαν συντηρητικές και προοδευτικές κυβερνήσεις. Αυτό δεν αφορά μόνο στην κάθε χώρα-μέλος, αλλά και στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση. Εξάλλου, οι πολιτικές της οδήγησαν στα σημερινά αδιέξοδα, ωθώντας μια μεγάλη μερίδα πολιτών στην αγκαλιά του λαϊκισμού. Είναι πλέον εμφανές ότι η μονομέρεια της δημοσιονομικής προσαρμογής μετατρέπει αρκετές χώρες της Ευρώπης, κυρίως της Νότιας, σε καζάνι έτοιμο να εκραγεί.
Στερούμενες στρατηγικής για το παρόν και το μέλλον τόσο των χωρών τους όσο και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι δυνάμεις της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς περιορίστηκαν, μετά το 2004, σε μια πολιτική διαχείρισης. Η Κεντροδεξιά με εμφανή τα σημάδια της κόπωσης, έχει ταυτιστεί με τις πιο συντηρητικές και νεοφιλελεύθερες επιλογές. Υπερεκτιμώντας τις δυνατότητες της αγοράς, εξέθεσε τις ευρωπαϊκές κοινωνίες σε ανυπολόγιστους κινδύνους. Οι στρατιές ανέργων, η διεύρυνση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων, η φτωχοποίηση ευρύτερων λαϊκών δυνάμεων, η πρωτοφανής υποχώρηση της μεσαίας τάξης είναι τα δυσμενή επακόλουθα των πολιτικών της.
Και το χειρότερο, δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια εναλλακτική πρόταση από την Κεντροαριστερά. Η κρίση που αντιμετωπίζει ο συγκεκριμένος χώρος την τελευταία δεκαετία έχει λάβει υπαρξιακό χαρακτήρα. Η άλλοτε ισχυρή ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία αδυνατεί να χαράξει μια νέα στρατηγική που θα ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες και απαιτήσεις των πολιτών της Γηραιάς Ηπείρου. Οι πάλαι ποτέ διακηρύξεις της περί κοινωνικού κράτους, πλήρους απασχόλησης, αναδιανομής του εθνικού πλούτου, ισόρροπης ανάπτυξης και ευημερίας των ευρωπαϊκών χωρών έχουν μετατραπεί σε χίμαιρα.
Ο πολιτικός χώρος που κάποτε ήταν ο δημιουργός και πρωταγωνιστής των εξελίξεων, σε εθνικό και πανευρωπαϊκό επίπεδο, σήμερα αδυνατεί να προσαρμοστεί στα δεδομένα της παγκοσμιοποίησης. Το γεγονός αυτό του στερεί τη δυνατότητα να αναδειχθεί σε ηγεμονική δύναμη για την έξοδο από την κρίση, ενώ ταυτόχρονα τον καθιστά περίπου συνοδοιπόρο των κυρίαρχων νεοσυντηρητικών πολιτικών. Η υποχώρηση των ιδεολογικών διαφορών όχι μόνο απομειώνει τις προσπάθειες των Ευρωπαίων σοσιαλιστών να εκφράσουν με αξιόπιστο και πειστικό τρόπο μια σύγχρονη πρόταση, αλλά τους ευνουχίζει και πολιτικά.
Η υπέρβαση της κρίσης δεν μπορεί να επιτευχθεί με ξεπερασμένες και αναποτελεσματικές προσεγγίσεις και πολύ περισσότερο, με πολιτικές που δεν πατούν γερά στο έδαφος της ζοφερής πραγματικότητας. Οι ανούσιες διακηρύξεις, οι βερμπαλισμοί, τα ευχολόγια, οι λαϊκισμοί και η δημαγωγία, σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν ρεαλιστικές προτάσεις διεξόδου.
Συνοπτικά, η κρίση της πολιτικής και των υποκειμένων της γεμίζει επικίνδυνα τις δεξαμενές του λαϊκισμού. Η απάντηση δεν είναι οι κραυγές και οι ανέξοδες υποσχέσεις, ούτε η υποκατάσταση της πολιτικής με την ηθική. Η πολιτική οφείλει να αποκαταστήσει την τιμή και την υπόληψή της, χωρίς να διολισθαίνει σε λογικές που υποθάλπουν και υποδαυλίζουν τα πιο άγρια ένστικτα των πολιτών.
Η μονοδιάστατη πολιτική της δημοσιονομικής εξυγίανσης δεν έχει δείξει μόνο τα όρια της, αλλά και τις καταστροφικές συνέπειές της στη συνοχή των ευρωπαϊκών κοινωνιών, καθώς και στην παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα της οικονομίας τους. Ωστόσο, η απάντηση στην κρίση δεν μπορεί παρά να είναι ευρωπαϊκή. Γι’ αυτό και είναι απαραίτητη η αναμόρφωση κορυφαίων πολιτικών επιλογών της Ένωσης, με πρώτη το ατελές εγχείρημα της νομισματικής και οικονομικής ενοποίησης.
Ουσιαστικά, αυτό που απαιτείται σήμερα είναι η χάραξη και υλοποίηση μιας νέας και διακριτής στρατηγικής τόσο από τις δυνάμεις της Κεντροδεξιάς όσο και της Κεντροαριστεράς. Από τη στιγμή που αυτές παραμένουν εγκλωβισμένες στα παλιά τους πολιτικά υποδείγματα, θα αδυνατούν να ανταποκριθούν στο σύγχρονο περιβάλλον, στις αυξημένες ανάγκες και απαιτήσεις του.