Του Γιώργου Πανταγιά
Όπως όταν ρίχνουμε ένα βότσαλο στα λιμνάζοντα νερά τα ταράζουμε και σχηματίζονται ομόκεντροι κύκλοι, έτσι και οι εσωκομματικές διεργασίες στο ΚΙΝΑΛ φαίνεται να ενεργοποιούν το ενδιαφέρον όλων.
Τη στιγμή που το μετεκλογικό πολιτικό σκηνικό ήταν παγιωμένο, οι κομματικοί συσχετισμοί αμετάβλητοι, η εκλογή ηγεσίας στο ΚΙΝΑΛ δείχνει να είναι αντικείμενο ευρύτερων συζητήσεων, πέρα από το στενό τουλάχιστον μέχρι τώρα ακροατήριο του.
Έτσι εύλογο είναι να κυριαρχεί το ερώτημα ποιος απ’ τους ισχυρούς ανταγωνιστές μπορεί να κερδίσει τη μάχη. Και πρωτίστως, ποιος μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά στην αναζωογόνηση του αποκαλούμενου κεντροαριστερού χώρου.
Παρά τα όσα καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις αλλά και τα όσα μπορεί να εκτιμήσει ο καθένας μας, οι εσωκομματικές εκλογές έχουν συνήθως τα δικά τους χαρακτηριστικά. Και το κυριότερο επηρεάζονται σε σημαντικό βαθμό από τις κοινωνικές και πολιτικές τάσεις, που επικρατούν στην εκάστοτε συγκυρία. Με άλλα λόγια η συμπεριφορά των εκλογέων που θα προσέλθει στις κάλπες, υπόκειται σε κάποιες σταθερές.
Προφανές είναι πως όταν ένα κόμμα βρίσκεται σε υποχώρηση, αφυπνίζονται τα αμυντικά χαρακτηριστικά των φίλων και των ψηφοφόρων του. Ουσιαστικά αναδιπλώνονται ακολουθώντας το δρόμο της περιχαράκωσης. Προτάσσουν το κομματικό ακροατήριο, ενεργοποιώντας τους μηχανισμούς διαμεσολάβησης και επιρροής. Και επιλέγουν για ηγέτη τους αυτόν που τους εγγυάται κομματική ορθοδοξία και πιστότητα.
Τα αντίθετο συμβαίνει όταν ένας κομματικός σχηματισμός είναι σε τροχιά ανάκαμψης. Τότε κινητοποιούνται τα επιθετικά αντανακλαστικά, του εν δυνάμει κοινωνικού και εκλογικού του σώματος. Η διεύρυνση της απήχησης και της αποδοχής του καθίσταται κυρίαρχη επιδίωξη. Στην περίπτωση αυτή προκρίνει για ηγέτη του εκείνον, που έχει την ικανότητα να απευθύνεται σε ευρύτερες δυνάμεις και να διασφαλίζει προοπτικές επιτυχίας, αντιπαρέρχοντας παρωχημένα στερεότυπα και εσωκομματικούς μηχανισμούς. Άλλωστε κάτι τέτοιο είναι προϋπόθεση για να υπερβεί ένα κόμμα τη στασιμότητα και την καχεξία του.
Τις δύο αυτές αυτονόητες παραδοχές, αμυντικά και επιθετικά αντανακλαστικά, εύκολα τις διαπιστώνουμε αν ανακαλέσουμε στη μνήμη μας τις εσωκομματικές αναμετρήσεις στη Νέα Δημοκρατία. Την περίοδο που το συγκεκριμένο κόμμα βίωνε μια αισθητή μείωση της επιρροής του, το εκλογικό της ακροατήριο ψήφισε Σαμαρά. Μολονότι υστερούσε κατά πολύ στην ευρύτερη κοινή γνώμη έναντι της Μπακογιάννη. Εδώ με απλά λόγια επικράτησαν τα στενά αμυντικά κομματικά αντανακλαστικά.
Το ακριβώς αντίθετο συνέβη στην αναμέτρηση Μειμαράκη -Μηταοτάκη. Τη στιγμή που η ΝΔ είχε συνέλθει κάπως από την κρίση και άρχισε να ανακάμπτει, ο πρώτος έμεινε με το σκληρό κομματικό μηχανισμό ενώ ο δεύτερος κέρδισε μια απρόσμενη μάχη, αφυπνίζοντας τα επιθετικά αντανακλαστικά μιας ευρύτερης κοινωνικής βάσης. Η βάση αυτή τον επέβαλλε στη ΝΔ εκλέγοντάς τον αρχηγό.
Κάτι ανάλογο δείχνει και η διαχρονική διαδρομή του ΠΑΣΟΚ. Δεν χρειάζεται να υπενθυμίσω γνωστά γεγονότα. Ακόμη και η εκλογή της Φώφης Γεννηματά αποδεικνύει, πως συμπεριφέρεται ένα εκλογικό ακροατήριο σε εποχές υποχώρησης του κόμματος.
Ως εκ τούτου η επικείμενη εκλογή της ηγεσίας του ΚΙΝΑΛ αποκτά ξεχωριστό πολιτικό ενδιαφέρον. Δεν περιορίζεται στο ποιος μπορεί να κερδίσει την δύσκολη αυτή μάχη. Αλλά ποιος έχει τις δυνατότητες, ηγετικές, πολιτικές, διαχειριστικές, να συσπειρώσει ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις.
Η τριχοτόμηση του κεντροαριστερού ακροατηρίου, όπως δείχνουν όλες οι δημοσκοπήσεις αντανακλά μια πραγματικότητα. Οι διαμετρικά αντίθετες αντιλήψεις που το διαπερνούν είναι υπαρκτές και έντονες. Το αντιδεξιό τμήμα συνυπάρχει και ανταγωνίζεται το αντί ΣΥΡΙΖΑ ρεύμα. Το ίδιο και η κομματική ορθοδοξία με την αναζήτηση νέων προσεγγίσεων.
Το βέβαιο είναι, πως όλα θα εξαρτηθούν από την τελική σύνθεση και το μέγεθος του εκλογικού σώματος που θα προσέλθει στην κάλπη. Αν η προσέλευση είναι μικρή, τα αμυντικά αντανακλαστικά των μελών και των φίλων θα έχουν τον πρώτο λόγο. Απεναντίας αν η συμμετοχή των εκλογέων είναι εντυπωσιακή, τότε θα ανατραπούν προβλέψεις και εκτιμήσεις.
Πάντως μετά τα όσα έχουν συμβεί στον τόπο μας, το θεμελιώδες ερώτημα το οποίο αναζητά απάντηση είναι, αν η κεντροαριστερά έχει τη δυνατότητα να ανακτήσει τη δική της ιδιοσυστασία. Και αυτό γιατί είναι παντού και πουθενά. Η λεηλασία που έχει υποστεί από ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, καθιστά το εγχείρημα αυτό εξαιρετικά δύσκολο και σύνθετο.
Ο ρόλος του ηγέτη στην περίπτωση αυτή είναι καταλυτικός. Όλα εξαρτώνται από την ικανότητά του, να ενσαρκώσει και να εκφράσει μια σύγχρονη μεταρρυθμιστική και εξωστρεφή κεντροαριστερά. Τα ηγετικά του προσόντα, η πολιτική του υποδομή, η διαχειριστική του επάρκεια, θα κρίνουν αν ο χώρος αυτός μπορεί να επανέλθει με το δικό του αυθύπαρκτο λόγο και ρόλο στην εγχώρια σκηνή. Εξάλλου έτσι θα μπορέσει να επαναχαράξει τις διακριτές του πολιτικές διαφορές και τις ιδεολογικές του οριοθετήσεις, απέναντι σε εκείνους που αντιμετωπίζουν την Κεντροαριστερά σαν σημαία ευκαιρίας.