Μαρία Κατσουνάκη
Καθημερινή, 18/2/2018
Επιβεβαιώνεται κάθε μέρα ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο πλανήτης είναι η παράνοια, απ’ όπου κι αν προέρχεται. Από πολιτικές ηγεσίες έως 19χρονους που σκορπούν τον θάνατο σε σχολεία των ΗΠΑ (ο πληθυντικός, γιατί το φαινόμενο έχει τρομακτικές διαστάσεις: 291 περιστατικά με πυροβολισμούς σε σχολικά περιβάλλοντα από το 2013). Ενδιάμεσα, συναντάμε και ευρύτατες υποκατηγορίες σε συμπεριφορές, δημόσιες και ιδιωτικές, δηλώσεις προσώπων που, με τον έναν ή τον άλλα τρόπο, κρατούν την τύχη του κόσμου στα χέρια τους. Κι όταν λέμε «τύχη», συμπεριλαμβάνουμε και τη διαμόρφωση αντιλήψεων και αισθητικής. Για να μην επεκταθούμε στο χάος του Διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης…
Ενας συγκερασμός εκλαϊκευμένων ορισμών θα περιέγραφε την παράνοια ως διαταραχή της προσωπικότητας που χαρακτηρίζεται από χρόνια αισθήματα δυσπιστίας, καχυποψίας, έλλειψης εμπιστοσύνης απέναντι στους άλλους, καθώς και υπερευαισθησίας και υπερεκτίμησης που έχει το άτομο για τον εαυτό του. Τα άτομα με αυτή την ψυχοπαθολογία πιστεύουν ότι οι άλλοι θέλουν να τους βλάψουν ή να τους εκμεταλλευτούν, επινοούν κρυμμένα απειλητικά νοήματα και θεωρούν ότι τα κίνητρα των άλλων είναι ύποπτα και κακόβουλα. Κάπως έτσι.
Η ελληνική πραγματικότητα και καθημερινότητα βρίθει περιστατικών και πρωταγωνιστών με ενδείξεις που εύκολα θα αποτελούσαν παραδείγματα για το λήμμα «παράνοια». Εχει επανειλημμένως επισημανθεί από την αρθρογραφία το κλίμα διχασμού που καλλιεργεί η κυβέρνηση, η διάχυση της τοξικότητας και σκανδαλολογίας στον δημόσιο βίο, η επέκταση της χυδαιότητας υπό μορφή εκτοξευόμενων απειλών από στελέχη της πολιτικής (που κατοικούν μάλιστα και στα πολιτικά ρετιρέ), η αλαζονεία, ο αποπροσανατολισμός της κοινής γνώμης και, κυρίως, η καχυποψία όλων προς όλους, ειδικότερα δε προς τους ανθρώπους της εξουσίας.
Υπάρχει δυνατότητα διεξόδου από τον φαύλο κύκλο των αλληλοκατηγοριών; Μπορούμε να απαιτήσουμε από την αντιπολίτευση, για παράδειγμα, να σιωπά όταν δέχεται τα πυρά της κυβέρνησης; Αν κάποιος κατηγορείται με «πιθανολογώ», χωρίς στοιχεία, να μην εξοργιστεί, να μην απαντήσει; Προφανώς. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν θα ελεγχθεί για το ύφος του. Γιατί αναπαράγοντας το χειρότερο, ούτε εαυτούς υπερασπίζονται ούτε τον δημόσιο βίο της χώρας προφυλάσσουν. Ενισχύουν, απλώς, αυτό το οποίο ο καθηγητής του ΑΠΘ Νικόλας Σεβαστάκης σε άρθρο του (στη Lifo) αποκαλεί «μεγάλο κόμμα της υποψίας»: «Σε κάθε σκάνδαλο με ανθρώπους της πολιτικής εξουσίας (που πάντα θα είναι οι λιγότερο συμπαθείς) η κοινωνία αποζητάει αίμα. Η αλήθεια έρχεται δεύτερη, πρώτη έρχεται η αντιπάθεια στους ισχυρούς (…) αν εμείς πιστεύουμε από πριν πως όλοι είναι βουτηγμένοι στη λάσπη, γιατί να καιγόμαστε για τις λεπτομέρειες και την απόδειξη; Πολιτικά, η υπόθεση έχει κερδηθεί από το μεγάλο κόμμα της υποψίας».
Οσο γλιστράμε στον εθισμό, θεωρώντας την οξυνόμενη καχυποψία κανονικότητα, δεν είναι μακριά η εποχή κατά την οποία όποιος δεν υιοθετεί τους ίδιους κανόνες γλώσσας και συμπεριφοράς θα κρίνεται αδύναμος, ανεπαρκής, ενδεχομένως και ανυπόληπτος. Το τοπίο θα είναι ασφυκτικά ίδιο, ενιαίο, με εξαιρέσεις που αυτομάτως θα εντάσσονται στην κατηγορία «γραφικός». Η καχυποψία οδηγεί στη στρέβλωση κι αυτή με τη σειρά της επινοεί διαρκώς τρόπους να ενδύεται «το δίκαιο που έγινε πράξη». Σιγά σιγά το κριτήριο νοθεύεται, η λογική υποχωρεί από το διαρκές μπούλινγκ του ανορθολογισμού, κανείς δεν «ακούει», επί της ουσίας, κανέναν, γιατί τα στερεότυπα εδραιώνονται μέσα σε ένα μπαράζ χαρακτηρισμών. Οι παράλληλοι μονόλογοι (ό,τι έχει ο καθένας στο μυαλό του) υποκαθιστούν πλήρως τον διάλογο, οι παράλληλες πραγματικότητες δημιουργούν έναν κόσμο αφιλόξενο στον οποίο ο καθένας, στην προσπάθειά του να επιβιώσει, χτίζει τα δικά του οχυρά που μοιράζεται με τους ομοϊδεάτες του. Οι αντιθέσεις πολλαπλασιάζουν τους αποκλεισμούς αντί να ενισχύουν τις προσεγγίσεις, κυριαρχεί ο κατακερματισμός, ο καλύτερος αγωγός παράνοιας και παραφροσύνης.
Κάτω από τη σημαία τους ενώνονται όλοι όσοι απεχθάνονται τους κανόνες, υποτιμούν τους θεσμούς, υπερασπίζονται την ιδιοτέλεια ως μόνη αλήθεια.