Εφημερίδα Η Αξία
10 Νοεμβρίου 2012
Η πολιτική αστάθεια που βιώνει η χώρα έχει αναμφίβολα πολλαπλές και σημαντικές παρενέργειες. Μολονότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει επιβάλλουν στιβαρή πολιτική διακυβέρνηση, η τρικομματική κυβέρνηση βγαίνει βαριά τραυματισμένη μετά την ψήφιση του πακέτου των 11,8 δις. Η συνύπαρξη των τριών εταίρων βρίσκεται αντιμέτωπη με τους πρώτους ισχυρούς κλυδωνισμούς.
Την κυβερνητική συνοχή και ανθεκτικότητα επιδεινώνει η πρωτοφανής κρίση που αντιμετωπίζει το ΠΑΣΟΚ, καθώς και η πολιτική αποσταθεροποίηση της ΔΗΜΑΡ. Στα προβλήματα αυτά προστίθεται και η αποδεδειγμένη πλέον ανεπάρκεια που επιδεικνύουν αρκετά κυβερνητικά στελέχη, που έχουν την ευθύνη διαχείρισης καίριων τομέων.
Ως εκ τούτου, καθίσταται εμφανές το έλλειμμα κυβερνησιμότητας που αντιμετωπίζει η χώρα. Με δεδομένη την επισφαλή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ο πρωθυπουργός δεν μπορεί παρά να προχωρήσει σε μια συνολική ανατοποθέτηση της στρατηγικής του.
Γνωρίζει πως η χώρα είναι μετέωρη και ότι η απρόσκοπτη συνέχιση της οικονομικής υποστήριξης προς την Ελλάδα, γίνεται αντικείμενο αντιθέσεων, συμφερόντων και πολιτικών παιχνιδιών μεταξύ των Γερμανών αξιωματούχων, αλλά και ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ. Η αναβλητικότητα και η ασάφεια που επιδεικνύουν οι εταίροι και δανειστές μας είναι εύλογο να δημιουργούν στην ελληνική κοινή γνώμη αμφιβολίες για την αξιοπιστία και τη φερεγγυότητα τους.
Ο Σαμαράς, λοιπόν, πρέπει να κλείσει το συντομότερο δυνατόν τις εκκρεμότητες που αντιμετωπίζει η χώρα. Είναι αναγκασμένος να επανακαθορίσει τους όρους συνύπαρξής του με τους κυβερνητικούς του εταίρους, να προχωρήσει με τολμηρά βήματα στην πολιτική ενδυνάμωση της κυβέρνησης του. Οφείλει να εκπέμψει ένα ηχηρότατο μήνυμα αποφασιστικότητας για τις πολιτικές που έχει δεσμευτεί να υλοποιήσει.
Το εγχείρημά του είναι αναμφίβολα δύσκολο και καθίσταται πολιτικά ευάλωτο μετά τους τριγμούς που αντιμετωπίζουν οι κυβερνητικοί του συνοδοιπόροι. Παράλληλα προσκρούει στη διαπιστωμένη ανικανότητα του πολιτικού συστήματος να ανταποκριθεί έστω και στοιχειωδώς στις νέες ανάγκες και απαιτήσεις, αλλά και σε μια κοινωνία που ρέπει στο λαϊκισμό και στη δημαγωγία.
Όλα αυτά είναι φυσικό να λειτουργούν ως τροχοπέδη για την προώθηση και υλοποίηση των απαιτούμενων αλλαγών και μεταρρυθμίσεων. Εμφανίζοντας μια θολή και προβληματική εικόνα, η τρικομματική κυβέρνηση δείχνει ότι δεν έχει την απαιτούμενη βούληση και αποφασιστικότητα να προχωρήσει με ταχύτατους ρυθμούς το έργο που έχει αναλάβει.
Η δυστοκία και η κωλυσιεργία που εμφανίζει την καθιστούν ασθενική, επιτρέποντας στους Ευρωπαίους εταίρους να θέτουν ερωτηματικά για τη δυνατότητά της να ανταποκριθεί με συνέπεια και αποτελεσματικότητα στις δεσμεύσεις της.
Οι μακρόσυρτες συζητήσεις για το πακέτο περικοπών που κράτησαν σχεδόν τέσσερις μήνες, έδειξαν ότι δεν υπάρχουν αυτονόητες αποφάσεις. Όλες υπόκεινται σε προσωπικές και κομματικές σκοπιμότητες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι πρόσφατες διαφοροποιήσεις της ΔΗΜΑΡ, αλλά και μεμονωμένων βουλευτών κατά την ψήφιση των μέτρων.
Τα παράδοξα που είδαμε δεν είναι αμελητέα. Χωρίς κανέναν ενδοιασμό και ηθικές αναστολές, είδαμε βουλευτές του ΠΑΣΟΚ που υπερψήφισαν δύο φορές τα μνημόνια, καταχειροκροτώντας τον τότε αρχηγό τους, να εκφράζουν ξαφνικά σήμερα πολιτικές διαφωνίες και υπαρξιακές αγωνίες.
Αποδεικνύεται για άλλη μια φορά πως η πολιτική χωρίς αρχές, όχι μόνο φθείρει και διαφθείρει, αλλά οδηγεί και σε έναν ακραίο κυνισμό και αμοραλισμό, που προτάσσει την κομματική καριέρα και πολιτική επιβίωση.
Οι παθογένειες που εμφανίζει σήμερα το πολιτικό σύστημα δεν εξασθενούν μόνο τις κυβερνητικές προσπάθειες, αλλά εκπέμπουν και αντιφατικά μηνύματα στην κοινή γνώμη, πριμοδοτώντας συμπεριφορές, άρνησης, ανορθολογισμού και λαϊκισμού.
Με τα φαινόμενα αυτά επιβάλλεται να αναμετρηθούν οι πολιτικές ηγεσίες της τρικομματικής κυβέρνησης. Εξάλλου, την αποτυχία της δεν θα την πιστωθεί μόνο ο Πρωθυπουργός, αλλά και οι υποστηρικτές της. Όσοι πιστεύουν ότι θα εξιλεωθούν πολιτικά, επιλέγοντας είτε τη φυγή είτε την αυτομόληση στο ΣΥΡΙΖΑ, το μόνο που θα πετύχουν είναι η γελοιοποίησή τους.
Η στιβαρότητα, η ανθεκτικότητα και η βιωσιμότητα μιας κυβέρνησης δεν διασφαλίζεται μόνο από τη μεγάλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, μονοκομματική ή πολυκομματική, αλλά πρωτίστως από τη συνέπεια στους στόχους και την αποφασιστικότητα στην υλοποίησή τους.
Η κυβέρνηση Σαμαρά δεν είναι αδύναμη γιατί πέρασε με ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία το πακέτο των περικοπών, αλλά γιατί έχει εξασθενήσει το πολιτικό της μήνυμα. Οι αρρυθμίες της, οι αντιφάσεις των εταίρων, σε συνδυασμό με τη δυστοκία και τις καθυστερήσεις στην προώθηση των διαρθρωτικών αλλαγών και των μεταρρυθμίσεων την καθιστούν ευάλωτη.
Η συνεχής κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ δεν δικαιολογεί τη διασύνδεση των εσωκομματικών του προβλημάτων με την κυβερνητική λειτουργία. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για τον άλλο κυβερνητικό εταίρο τη ΔΗΜΑΡ, μετά την αμφισημία στην οποία έχει περιέλθει.
Η ενίσχυση της συνοχής και της πολιτικότητας της κυβέρνησης μπορεί να επιτευχθεί με την αποδέσμευση του έργου που έχει αναλάβει από τα εσωτερικά ζητήματα των κομμάτων που τη στηρίζουν.
Στηριζόμενη στις δυνάμεις που είναι διατεθειμένες να προχωρήσουν με αποφασιστικό ρυθμό στην υλοποίηση του έργου της, οι εσωκομματικές έριδες θα αναγκαστούν να περιοριστούν στο μικρόκοσμό τους.
Η χώρα, παραμένοντας στη διακεκαυμένη ζώνη, χρειάζεται καθαρές πολιτικές, καθαρές θέσεις και τολμηρές αποφάσεις. Δεν θα επιβιώσει με πολιτικές συμψηφισμού και μέσου όρου. Ούτε με πολιτικές που υποκύπτουν στο φόβο του κομματικού κόστους.
Τα τρία κόμματα, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ, στο νέο πολιτικό κύκλο που ανοίγει μετά την ψήφιση των επώδυνων μέτρων, δεν μπορούν παρά να ανατοποθετηθούν, το καθένα ξεχωριστά, για τα μείζονα προβλήματα του τόπου.
Οι επιμέρους ενστάσεις, οι διχογνωμίες και οι διαφοροποιήσεις μπορεί να καθησυχάζουν την κομματική τους πελατεία, σε καμιά όμως περίπτωση δεν εξυπηρετούν τη γενεσιουργό αιτία της συγκεκριμένης κυβέρνησης που δεν είναι άλλη από την αποφυγή της ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας της χώρας.