Γιάννης Βούλγαρης
Τα Νέα, 13/02/2021
Έκπληξη και βαθιά απογοήτευση προκάλεσε στη κοινή γνώμη η διαπίστωση ότι μια ισχυρή μειοψηφία γιατρών και υγειονομικού προσωπικού αρνήθηκαν ή απέφυγαν να εμβολιαστούν. Έκπληξη γιατί υποτίθεται ότι ο επαγγελματικός ηθικός κώδικας προτάσσει την προστασία της υγείας ως κοινωνικού και ατομικού αγαθού. Απογοήτευση γιατί οι πολίτες έχουν εκτιμήσει τη επιστημοσύνη, την ανθρωπιά και την άοκνη προσφορά των γιατρών που βλέπουμε εδώ και ένα χρόνο στις οθόνες μας να πρωτοστατούν στη μάχη κατά του κορωνοϊού και να καθοδηγούν την κοινωνία στην αντιμετώπισή του.
Υπάρχει δικαίωμα στη νοσοκομειακή μόλυνση; Ασφαλώς όχι. Και για αυτό τα σχόλια για το γεγονός ήταν πολλά. Αλλά αυτό ίσως δεν φτάνει. Το περιστατικό θα έπρεπε να τροφοδοτήσει μια συστηματικότερη δημόσια συζήτηση για τη σημασία της ατομικής υπευθυνότητας και της ατομικής υποχρέωσης ως προς το γενικό καλό. Αυτές όμως οι έννοιες σπανίζουν στον δημόσιο διάλογο. Εδώ και χρόνια, ο λόγος περί δικαιωμάτων έχει κυριαρχήσει και σχεδόν έχει αποκοπεί από τον λόγο περί ευθύνης και υποχρέωσης. Η πανδημία αποτελεί μια κοινωνική δοκιμασία που καλό θα ήταν να μάς θυμίσει ότι δικαιώματα και υποχρεώσεις αποτελούν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, με την έννοια ότι είναι αναγκαίος ο συνδυασμός τους για να εξασφαλιστεί η κοινωνική συνοχή και η υγιής Δημοκρατία.
Ο πληθωριστικός λόγος των δικαιωμάτων σε σχέση με τον «λιτό», και μάλλον αντιδημοφιλή, λόγο της ατομικής ευθύνης και της κοινωνικής υποχρέωσης, είναι εύκολα εξηγήσιμος, αν αναλογιστούμε την μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας μέχρι τις μέρες μας. Ο περιορισμός των ελευθεριών στη μετεμφυλιακή περίοδο και η ακόλουθη κατάργησή τους επί δικτατορίας, ανέδειξαν τα δικαιώματα σε αιχμή της πολιτικής διεκδίκησης. Στη Μεταπολίτευση, ο εκδημοκρατισμός και η κουλτούρα των δικαιωμάτων έγινε το μέτρο της εθνικής προόδου και του εξευρωπαϊσμού της χώρας. Η απόσταση που διανύθηκε μέσα σε σύντομο σχετικά χρόνο ήταν τεράστια.
Αξίζει όμως να υπογραμμίσουμε δύο διακριτές, αν και αλληλοεπηρεαζόμενες, ιδεολογικοπολιτικές διαδρομές που ακολουθήθηκαν, γιατί έτσι θα γίνουν ευκρινέστερα τα όρια και τα σημερινά προβλήματα, όπως φάνηκαν στην περίπτωση των υγειονομικών.
Η πρώτη διαδρομή αφορά την ομάδα των ατομικών δικαιωμάτων, των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, και την αναγνώριση της διαφορετικότητας, Η πρόοδος ήταν εντυπωσιακή. Η νομοθεσία εκσυγχρονίστηκε, η κοινή γνώμη έγινε πολύ περισσότερο ανοιχτή και ανεκτική, αφήνοντας πίσω συμπεριφορές και νοοτροπίες μιας άλλης εποχής. Πρωτοστάτησαν σε αυτή την πορεία πνευματικές και πολιτικές δυνάμεις που κινούνταν στο χώρο της ανανεωτικής αριστεράς, του φιλελευθερισμού, του φεμινισμού, όπως και αποφασισμένες μειοψηφίες του χώρου των ΛΟΑΤΚΙ. Χρειάστηκε να κατανικηθούν οι αντιστάσεις που προέβαλαν οι ποικιλόχρωμοι συντηρητισμοί και λαϊκισμοί, αν και μπορούμε να πούμε ότι δεν ήταν σθεναρές, γεγονός επίσης εξηγήσιμο. Η Ελλάδα γινόταν μια ευρωπαϊκή κοινωνία δημοκρατίας, ευημερίας και καταναλωτισμού, ως εκ τούτου, ακολουθούσε την «πολιτισμική ορθότητα» της Δύσης. Άλλωστε η εθνική νομοθεσία ενσωμάτωνε ευθέως σχετικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αυτή η δυναμική εξακολουθεί να είναι ζωντανή. Το πιστοποιεί μεταξύ άλλων, το σπάσιμο της σιωπής των γυναικών και των ανδρών που υπέστησαν την παντοειδή βία των «ισχυρών» του χώρου τους.
Επίσης όμως εντυπωσιακή ήταν την ίδια περίοδο η πρόοδος που σημειώθηκε στη δεύτερη ομάδα δικαιωμάτων που αφορούσε στη διεύρυνση των κοινωνικών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων. Στην πρώτη φάση, πρακτικά ώς τα τέλη της δεκαετίας του ?80, αυτό προέκυπτε από τη μαζικοποίηση και την ισχυροποίηση των οργανώσεων των εργαζομένων. Από την επόμενη δεκαετία, η ισχύς τους στην κοινωνία μειώθηκε, αλλά η νομοθετημένη συμμετοχή στους θεσμούς του κοινωνικού διαλόγου και στις διοικήσεις των δημόσιων οργανισμών, που επίσης ενθαρρύνονταν από την ευρωπαϊκή νομοθεσία, αναπλήρωνε την απώλεια ισχύος. Σε κάθε περίπτωση, ο λόγος με τον οποίο εκφράστηκε αυτή η εξέλιξη δεν ήταν τόσο ο λόγος των δικαιωμάτων, αλλά ο «ταξικός» λόγος των κοινωνικών διεκδικήσεων που εκπορευόταν από την ευρύτερη αριστερά και τον αριστερόστροφο λαϊκισμό της περιόδου. Στην πρώτη φάση, που το πρόταγμα του Σοσιαλισμού ήταν ακόμα ζωντανό, αυτός ο ταξικός λόγος πλαισιωνόταν από το συγκροτημένο ιδεολογικό οπλοστάσιο της μαρξιστικής αριστεράς. Στη συνέχεια, όταν ο Σοσιαλισμός υποχώρησε διεθνώς και περιορίστηκε στα εσωκομματικά κείμενα ενός μέρους των αριστερών κομμάτων, ο «ταξικός» λόγος αφενός πήρε το απλοϊκό σχήμα του λαϊκισμού, αφετέρου μετατράπηκε βαθμιαία σε μια συνδικαλιστική-συντεχνιακή αργκό, γνώριμη κυρίως στους χώρους των ΔΕΚΟ, των κοινωνικών υπηρεσιών και της δημόσιας υπαλληλίας.
Τα μεσαία και μικροαστικά στρώματα που μαζικοποιήθηκαν και ανήλθαν κοινωνικά στη μεταπολιτευτική Ελλάδα ωθούμενα από την οικονομική ανάπτυξη, τη διεύρυνση του κράτους και τη μαζικοποίηση της εκπαίδευσης, έγιναν η κατεξοχήν χοάνη όπου αναμείχτηκαν οι δύο ιδεολογικοί λόγοι, ο φιλελεύθερος των ατομικών δικαιωμάτων και ο «ταξικός» των κοινωνικών διεκδικήσεων. Η μείξη αυτή ερμηνεύει ως ένα βαθμό και τις αντιφατικές συμπεριφορές και νοοτροπίες. Από τη μια, ανεκτικότητα, κοινωνικός εκσυγχρονισμός, και από την άλλη, ατομιστικές συμπεριφορές, συντεχνιακές οχυρώσεις που υπονομεύουν το κοινό καλό. Η οικονομική κρίση, η ανασφάλεια και η μείωση των εισοδημάτων, όξυναν την αντιφατικότητα.
Αυτή η σχεδόν συνθηματική ανασκόπηση της εξέλιξης των δικαιωμάτων οδηγεί στη γενικότερη συζήτηση που διεξάγεται διεθνώς για τα προβλήματα της δυτικής δημοκρατίας τις τελευταίες δεκαετίες. Η πολιτική και θεωρητική συζήτηση έχει ως αφετηρία τις εσωτερικές αντινομίες της Δημοκρατίας, τις ασταθείς ισορροπίες αξιών και δυνάμεων που τη στηρίζουν: δικαιώματα-υποχρεώσεις, άτομο-συλλογικότητες, οικονομική ελευθερία-δημόσια ρύθμιση, εθνική κυριαρχία-υπερεθνική αλληλεξάρτηση. Οι ισορροπίες φαίνεται να κλονίζονται και οι εντάσεις μεταξύ των αντιθέτων αρχών να αυξάνονται. Τα ζητήματα στα οποία εστιάζονται οι ανησυχίες είναι γνωστά. Ο γιγαντισμός των εταιρειών, ιδίως αυτών που ελέγχουν τα social media, συμπιέζει την πολιτική εξουσία. Ο λαϊκισμός αξιοποιεί τις ανισότητες και την πολιτισμική ανασφάλεια των πλειοψηφιών, μέχρι να λογαριαστεί με τα πραγματικά προβλήματα διακυβέρνησης και να αποτύχει αφήνοντας όμως ανοιχτές πληγές. Η ατομικότητα αποσπάται από τον κοινωνικό δεσμό, γίνεται εγωιστικός ατομισμός και ναρκισσισμός. Η «διαφορετικότητα» οχυρώνεται σε επιμέρους ταυτότητες και έρχεται σε αντίθεση με το πρόταγμα της οικουμενικότητας.
Η ελληνική κοινωνία τα τελευταία δέκα χρόνια διάνυσε μια τροχιά από την αγανάκτηση στον ρεαλισμό. Γι? αυτό είναι ίσως ο κατάλληλος χρόνος ώστε να πάρει στα σοβαρά αυτές τις προειδοποιήσεις και να αναζητήσει τη δική της νέα ισορροπία ανάμεσα στην ατομική αυτονομία, το συντεχνιακό συμφέρον και το γενικό καλό, η οποία είναι αναγκαία για μια υγιή δημοκρατική ζωή και για την ενδυνάμωση της «ηθικής του πολίτη». Σε αυτό το εγχείρημα έχει μια αρνητική και μια θετική αφετηρία. Αρνητική είναι η εγκατεστημένη πολιτική δημαγωγία και η κομματική πόλωση που υποβαθμίζουν την εμπιστοσύνη στους θεσμούς και τη δημοκρατία ως κοινό αγαθό έναντι του οποίου έχουμε υποχρεώσεις. Θετική αφετηρία είναι ότι η κοινωνία έδειξε σε γενικές γραμμές, την αφοσίωσή της στη δημοκρατία και τη δυνατότητά της να καλλιεργεί σχέσεις αλληλεγγύης στον κύκλο της καθημερινής ζωής.
Με άλλα λόγια, η Δημοκρατία μπορεί να μην κινδυνεύει, αλλά η ποιότητά της είναι αγώνας συνεχής.