Εφημερίδα Η Αξία
18 Φεβρουαρίου 2012
Ο δικομματισμός ήταν μια από τις βασικές σταθερές του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος. Τα δύο μεγάλα κόμματα, το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία, παρά τις κρίσεις που κατά καιρούς αντιμετώπισαν, επέδειξαν ισχυρή ανθεκτικότητα. Ως αυθεντικά πολιτικά προϊόντα της μεταπολίτευσης, εξέφραζαν τις δυνάμεις της Κεντροαριστεράς και της Κεντροδεξιάς αντίστοιχα.
Με βασικό χαρακτηριστικό την πολυσυλλεκτικότητα, συσπείρωναν ευρύτερες κοινωνικές ομάδες με αντιτιθέμενα συμφέροντα και πολίτες με διαφορετικές πολιτικές καταβολές. Στην πραγματικότητα ήταν συνασπισμοί εξουσίας, που είχαν το συγκριτικό πλεονέκτημα να εξισορροπούν αντικρουόμενες κοινωνικές επιδιώξεις.
Με τις οριοθετήσεις τους αποτελούσαν τους πυλώνες του πολιτικού συστήματος, ενώ η εναλλαγή τους στην εξουσία διασφάλιζε κυβερνητική σταθερότητα, συμβάλλοντας στην εύρυθμη λειτουργία της πολιτικής ζωής της χώρας.
Αξιοσημείωτη ήταν επίσης και η δυνατότητά τους να προσαρμόζουν τη στρατηγική τους στις ανάγκες και στα δεδομένα της κάθε περιόδου. Χαρακτηριστική για παράδειγμα, ήταν η ανατοποθέτηση της στρατηγικής του ΠΑΣΟΚ, στο θέμα του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας.
Βέβαια η πορεία των δύο μεγάλων πολιτικών ρευμάτων καθορίστηκε και από τους ηγέτες τους. Για να αναφερθούμε στο πρόσφατο παρελθόν, ο Κώστας Σημίτης συνέδεσε το ΠΑΣΟΚ με μια ισχυρή εκσυγχρονιστική ατζέντα, ενώ ο Κώστας Καραμανλής έστρεψε τη Νέα Δημοκρατία στον μεσαίο χώρο, τραβώντας μια διαχωριστική γραμμή με τα άκρα.
Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ως πολυσυλλεκτικά σχήματα, τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και η Νέα Δημοκρατία, φιλοξενούσαν στον ανθόκηπό τους όλων των ειδών τα «μπουμπούκια», με κυρίαρχες τις δυνάμεις του λαϊκισμού, των συντεχνιακών και πελατειακών συμφερόντων, του ελληνοκεντρισμού και του εθνικισμού.
Έτσι λοιπόν, μπορεί η πολυσυλλεκτικότητα να συνέβαλε στην πολιτική κυριαρχία τους, λειτουργούσε όμως και ως ανασταλτικός παράγοντας για την επικράτηση καθαρών πολιτικών. Ήταν υπεύθυνη για τις παλινωδίες, τις ανακολουθίες, αλλά και για την αδυναμία τους να καταστούν φορείς των αλλαγών και των μεταρρυθμίσεων που είχε ζωτική ανάγκη η χώρα.
Δεν είναι τυχαίες άλλωστε οι καθυστερήσεις που έχουμε επιδείξει στην επίλυση εκκρεμοτήτων του παρελθόντος. Αποτελούν απόρροια των μεσοβέζικων πολιτικών, της ατολμίας και της δυστοκίας των δύο μεγάλων κομμάτων να υλοποιήσουν τις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές. Και βεβαίως είναι συνέπεια της υποταγής τους στα αιτήματα διαφόρων επαγγελματικών ομάδων, αλλά και της άρνησής τους να διαρρήξουν τις σχέσεις τους με τα συντεχνιακά συμφέροντα.
Η κρίση που αντιμετωπίζουν σήμερα το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία, πέρα από τον επίπλαστο διαχωρισμό, μνημονιακοί-αντιμνημονιακοί, είναι αποτέλεσμα της εσωτερικής τους αντινομίας. Ενώ στα λόγια αποδέχονται τη δημοσιονομική εξυγίανση, στην πράξη αρνούνται να προχωρήσουν στα αυτονόητα: στη δραστική μείωση των δαπανών, στην αναμόρφωση της δημόσιας διοίκησης, στην αξιοποίηση της κρατικής περιουσίας. Και πολύ περισσότερο δεν θίγουν καν το θέμα των προνομίων της πολιτικής τάξης.
Οι διαρροές και απώλειες των δύο μεγάλων κομμάτων επιβεβαιώνουν, για άλλη μια φορά, την προσκόλληση σημαντικής μερίδας στελεχών τους σε πολιτικές που αντικειμενικά δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τις σημερινές ανάγκες και απαιτήσεις της χώρας και της κοινωνίας.
Το καίριο ερώτημα που τίθεται σήμερα είναι: Μπορούν το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία να παραμείνουν μεγάλα κόμματα; Ή θα οδηγηθούν σε συρρίκνωση;
Όλες οι δημοσκοπήσεις της κοινής γνώμης δείχνουν ότι το πρώτο μεγάλο θύμα είναι το ΠΑΣΟΚ. Ακόμη και με την αλλαγή της ηγεσίας του, το βέβαιο είναι ότι το άλλοτε κραταιό κόμμα δεν θα μπορέσει να ανακτήσει την πολυσυλλεκτικότητα και να διατηρήσει την ηγεμονία του ως πολιτική έκφραση της Κεντροαριστεράς. Άλλωστε το πρόβλημα δεν συνίσταται μόνο στην ηγεσία του, αλλά και στην ένδεια ιδεών και απουσία προτάσεων.
Η διαπιστωμένη αδυναμία του να προτείνει μια σύγχρονη μεταρρυθμιστική ατζέντα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της επιρροής του. Ως εκ τούτου, το εγχείρημα ανάταξής του είναι αβέβαιο. Άλλωστε πληρώνει ακριβά το κόστος της διακυβέρνησής του. Οπότε ο νέος αρχηγός θα κληθεί να διαχειριστεί ένα κατακερματισμένο κόμμα, με πολλαπλές φυγόκεντρες τάσεις.
Η Νέα Δημοκρατία, ακολουθώντας μέχρι πρόσφατα μια καθαρά αντιμνημονιακή στρατηγική, δεν μπόρεσε να συσπειρώσει ευρύτερες δυνάμεις, ούτε να κεφαλαιοποιήσει τις απώλειες του ΠΑΣΟΚ. Αντίθετα, διέρρηξε τις σχέσεις της με τα αποκαλούμενα δυναμικά κοινωνικά στρώματα.
Σήμερα είναι εμφανές ότι ο αρχηγός της προχωρά σε μια ουσιαστική ανατοποθέτηση της στρατηγικής του, στηρίζοντας το δεύτερο μνημόνιο. Η μεταστροφή του είναι φυσικό να προκαλεί αμηχανία και τριβές στο κόμμα του. Η άρνηση είκοσι δύο βουλευτών να συναινέσουν σ’ αυτή την αλλαγή δημιουργεί αναμφίβολα ένα ρήγμα, μειώνοντας δραστικά την προοπτική αυτοδυναμίας.
Ωστόσο, αν ο Αντώνης Σαμαράς ακολουθήσει αταλάντευτα την νέα του στρατηγική, εγκαταλείποντας οριστικά τους λαϊκισμούς, και τις εθνικιστικές κορώνες, μακροπρόθεσμα θα ενισχύσει περαιτέρω την εικόνα ενός μετριοπαθούς και υπεύθυνου ηγέτη της Κεντροδεξιάς.
Στην πραγματικότητα, τα δύο μεγάλα κόμματα βρίσκονται αντιμέτωπα με σημαντικά στρατηγικά ζητήματα: Ή θα κλείσουν τους λογαριασμούς τους με το παρελθόν, προχωρώντας σε σημαντικές τομές και αλλαγές στη φυσιογνωμία και την ταυτότητά τους; Ή θα παραμείνουν απολιθωμένα πολιτικά σχήματα, παγιδευμένα στις λαϊκίστικες και αναχρονιστικές τους δυνάμεις;