Νίκη Λυμπεράκη
Protagon.gr, 1/3/2018
Στην Ελλάδα μερικές έννοιες τις έχουμε ορίσει πολύ βολικά. Για κάποιους.
Αντιδράς στον αδιάφορο, αργόμισθο συνάδελφό σου; Είσαι ρουφιάνος.
Απορείς πώς ακριβώς οι γείτονές σου, δημόσιοι υπάλληλοι —στην πολεοδομία ο ένας, στο τελωνείο η άλλη— κυκλοφορούν με τζιπ και χτίζουν τριώροφο σε ακριβό προάστιο των Αθηνών; Είσαι μικρόψυχος, ζηλιάρης, που θέλει να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα.
Λες σε άνθρωπο να μαζέψει το σκουπίδι που με περίσσιο θράσος πέταξε χάμω; Είσαι προβληματικός και ψείρας μενουμευρωπαίος ή γεροντοκόρη χωρίς σεξουαλική ζωή.
Ζητάς από τον εστιάτορα να εφαρμόσει τον αντικαπνιστικό γιατί δεν αντέχεις να τρως χωμένος σε ένα σύννεφο καπνού; Είσαι αυτός για τον οποίο θα ειπωθεί στον θεριακλή του διπλανού τραπεζιού το γνωστό: «Χίλια συγγνώμη, αλλά μήπως θα μπορούσατε να μην καπνίσετε μέχρι να φύγει ο παράξενος δίπλα; Πέσαμε στην περίπτωση… Τι να κάνουμε;».
Και στο ίδιο μοτίβο, έτσι και τολμήσεις να πεις πως δεν είναι και πολύ λογικό, σε μια χώρα με έναν στους πέντε πολίτες κάτω από το όριο της φτώχειας, να παίρνει ο βουλευτής και ο υπουργός υψηλή αποζημίωση και, επιπλέον, ατέλειες, επιδόματα βιβλιοθήκης, ταχυδρομείου καθώς και κάνα διακοσάρι για κάθε συνεδρίαση επιτροπής στην οποία μετέχει… είσαι λαϊκιστής!
Αρκετοί λένε τις τελευταίες ημέρες πως είναι φυσικό και λογικό να παίρνουν επίδομα ενοικίου οι βουλευτές της περιφέρειας.
Να με συμπαθάτε, αλλά ο βουλευτής περιφέρειας ας βρει τρόπο να τα φέρει βόλτα με τα 5.000 τον μήνα που παίρνει. Και, επιτρέψτε μου, ας ζοριστεί. Τι να γίνει; Σε αυτές τις εποχές, δεν είναι δυνατόν να κλαίγεται βουλευτής στα τηλεπαράθυρα γιατί από τις επτά χιλιάδες του μένουν στην τσέπη δύο και πώς να τα βγάλει πέρα; (Το είπε πριν από κάποιες ώρες μια βουλευτής του κυβερνώντος κόμματος)…
Και εν πάση περιπτώσει, αν είναι κατά τα λοιπά άπορος ή πολύτεκνος ή ό,τι άλλο χρήζει ειδικής πρόνοιας, να ψηφίσει η Βουλή νόμο με αυστηρά εισοδηματικά, περιουσιακά, οικογενειακά ή άλλα κριτήρια και ας προβλέψει ο νομοθέτης τα δέοντα.
Μακάρι να είχε η χώρα τη δημοσιονομική δυνατότητα να δώσει τα χρήματα σε όλους. Να βρέχει χρήμα όλη μέρα, όπως συνέβαινε μέχρι που κλείσανε οι κάνουλες με τα δανεικά και η μουσική σταμάτησε και όσοι προλάβανε και κάτσανε σε καρέκλα είναι μια χαρά και οι υπόλοιποι μετά τις 12 του μήνα ψάχνουν ψιλά στα συρτάρια του κομοδίνου και στις τσέπες από τα μπουφάν.
Να ‘χαμε, να δίναμε. Να δίναμε στον βουλευτή, να δίναμε όμως και σε όσους ακόμη καλούνται κατ΄ανάγκην να συντηρήσουν δύο σπίτια. Να τα πάρει, για παράδειγμα και ο αναπληρωτής καθηγητής και ο δάσκαλος που θαλασσοδέρνεται τον χειμώνα μακριά από τα παιδιά του, στα νησιά και που κοιμάται στο αυτοκίνητο ή στην παραλία, γιατί με μισθό ούτε 900 ευρώ τον μήνα πώς να νοικιάζεις σπίτι στο νησί και να συμβάλλεις και στο σπίτι όπου ζει η οικογένειά σου και στα έξοδα του μήνα;
«Πρέπει να αμείβονται καλά οι βουλευτές για να μην είναι ευάλωτοι σε απόπειρες δωροδοκίας και να μη διαπλέκονται».
Να αμείβονται τότε καλά και οι γιατροί, για να μην παίζουν το παιχνίδι των φαρμακευτικών. Και οι αστυνομικοί, για να μην μπλέκουν στα κυκλώματα προστασίας. Και οι καθηγητές, για να μην κάνουν ιδιαίτερα με μαύρα λεφτά στους μαθητές τους. Να πούμε κι άλλα; Δεν έχει τέλος αυτή η λογική.
«Πρέπει να υπάρχει οικονομικό κίνητρο τέτοιο, ώστε να έρχονται να υπηρετήσουν τη χώρα και άνθρωποι που έχουν περάσει από μεγάλες θέσεις και έχουν εμπειρία πολύτιμη να καταθέσουν». Αν για τον πολύ πετυχημένο, τον χορτασμένο, τον καταξιωμένο, τον καλά αμειβόμενο το κίνητρο για να πολιτευτεί είναι το ύψος της βουλευτικής αποζημίωσης και το επίδομα ενοικίου μαζί με το αυτοκίνητο, δεν πειράζει. Να λείπει το βύσσινο.
Η βουλευτική αποζημίωση είναι από μόνη της ένας εξαιρετικά καλός μισθός για τα ελληνικά δεδομένα των τελευταίων ετών.
Δεν ξέρω αν αυτές οι σκέψεις με κατατάσσουν αυτομάτως στη δεξαμενή των λαϊκιστών. Στο μυαλό μου, λαϊκιστής είναι άλλος. Είναι εκείνος που ισχυρίζεται πως αυτός μόνο μιλά εξ ονόματος του λαού, σαν να μην υπάρχει άλλο κομμάτι πληθυσμού από τους οπαδούς του. Εκείνος που αφορίζει ως διεφθαρμένο και ανήθικο όποιον δεν τον στηρίζει στην κάλπη και, μαζί, όποιον διεκδικεί τη στήριξη του λαού που «δικαιωματικά» και μονοπωλιακά θεωρεί πως του ανήκει. Εκείνος που εκμεταλλεύεται την αγανάκτηση ή τη δυσαρέσκεια του κόσμου, καρπώνεται την οργή του και, όταν αναλάβει την εξουσία, ξεχνά το παρελθόν του για να ακολουθήσει την πεπατημένη.
Εκείνος που συντηρεί φαντάσματα του παρελθόντος για να χωρίζει την κοινωνία σε στρατόπεδα και, ύστερα, όσο εμείς σκοτωνόμαστε- οι από δω με τους από κει και τούμπαλιν- πηγαίνει στο σπίτι (που ενίοτε τού πληρώνουμε με τους φόρους μας χωρίς να το ΄χει ανάγκη) και γελάει στο απυρόβλητο με την αφέλεια και την ανοχή μας.