Μαρία Κατσουνάκη
Η Καθημερινή, 17/03/2019
«Δεν ήρθε στο προσκήνιο ο ελληνικός λαός για να αποχωρήσει ξανά σε μία τετραετία. Ο ελληνικός λαός και ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθαν για να μείνουν και θα μείνουν», είπε ο πρωθυπουργός της χώρας, από το βήμα της Βουλής, την περασμένη Πέμπτη, στη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Είχε δίκιο ο κ. Τσίπρας. Ειλικρινής ήταν, απευθυνόμενος στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Γιατί και την εξουσία να απολέσει στις επερχόμενες εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ, θα παραμείνει κυρίαρχο το πνεύμα του αυτό που αποκαλούμε «συριζοποίηση» της κοινωνίας και δεν έχει ιδεολογική ταυτότητα. Μπορεί, δηλαδή, να αφορά και ψηφοφόρους άλλων κομμάτων. Η σημερινή κυβέρνηση νομιμοποίησε εν υπνώσει ή εκδηλωμένα χαρακτηριστικά μέρους της ελληνικής κοινωνίας, δίνοντας στην ατιμωρησία γνωρίσματα αντίστασης, ανάγοντας το «Δεν Πληρώνω» σε δικαιολογημένη αντίδραση, ενισχύοντας τη διάχυτη αντίληψη ότι για τη δεινή κατάσταση της χώρας «φταίνε οι ξένοι», δαιμονοποιώντας οτιδήποτε θα μπορούσε να βάλει μπροστά τις μηχανές της ανάπτυξης, από την αριστεία ώς τις επενδύσεις, στοχοποιώντας αντιπάλους, καλλιεργώντας τον διχασμό. Μίλησε για ανθρωπιστική κρίση στην Ελλάδα της χρεοκοπίας, αλλά όταν προέκυψε η πραγματική ανθρωπιστική κρίση στη Μόρια δεν είχε τίποτα να πει και πολύ περισσότερο να κάνει για να την ανακουφίσει.
Θα χρειαστεί πολύς χρόνος και προσπάθεια για να ξεριζωθεί ή τουλάχιστον να αμβλυνθεί η εγκατεστημένη νοοτροπία. Να αποτιναχθεί η δημαγωγία ως δομικό στοιχείο της πολιτικής επικοινωνίας «με τον λαό», να ξαναβρούν οι λέξεις το νόημά τους (και τη σημασία τους, να μην μπερδεύει, για παράδειγμα, ο πρωθυπουργός της χώρας την «κατολίσθηση» με τη «διολίσθηση»), να αποκατασταθεί μια στοιχειώδης ψυχραιμία λόγων και πράξεων. Εχουν και τα γλωσσικά ολισθήματα τη σημασία τους. Οταν δε αντιμετωπίζονται με προπέτεια και αλαζονεία, τότε κλείνουν και το μάτι στην αγραμματοσύνη στέλνουν το μήνυμα στον «συγκυβερνώντα λαό» ότι δεν χάθηκε και ο κόσμος για μερικά λαθάκια στη γλώσσα. Αλλα μετρούν στο προφίλ ενός «ανθρώπου της εξουσίας». Η Βαβέλ της ασυνεννοησίας δεν θέλει και πολύ να επικρατήσει. Αλλα να λέμε και άλλα να εννοούμε και όχι μόνο από πολιτική επιλογή αλλά και από άγνοια.
Η συζήτηση όμως της περασμένης Πέμπτης στη Βουλή ανέδειξε πιο καθαρά τη σύγκρουση «των δύο κόσμων». Μέσα από την αναφορά του Κυριάκου Μητσοτάκη στις «πολιτικές διαφορές δύο κόσμων τους οποίους εκπροσωπούμε» και την απάντηση του πρωθυπουργού. Ποια αντιθετικά ζεύγη επιλέγει ο καθένας για να προσδιορίσει την απόκλιση, πώς δεσμεύεται και πώς αποδεσμεύεται, πώς προχωρεί και πώς οπισθοχωρεί. Παραθέτουμε αποσπάσματα, με τη σειρά που μίλησαν, χωρίς περαιτέρω σχολιασμό:
Κυρ. Μητσοτάκης: «Ποιος είναι σήμερα αλήθεια ο προοδευτικός; Αυτός ο οποίος αναζητεί μία δυναμική και ανοικτή Παιδεία με ουσιαστικά ανταγωνιστικά δημόσια πανεπιστήμια, αλλά και με ιδιωτικά πανεπιστήμια; Ή αυτός που προτιμά τη διαιώνιση της σημερινής κατάστασης; Παιδιά που φεύγουν από την Ελλάδα, όσα μένουν να μη βρίσκουν δουλειά και όσα σπουδάζουν, συχνά, να είναι όμηροι των καταλήψεων και των μολότοφ. Ποιος είναι, τελικά, ο αληθινός μεταρρυθμιστής; Αυτός που θέλει ένα αποτελεσματικό και ευέλικτο κράτος στην υπηρεσία του πολίτη; Ή ο οπαδός της γραφειοκρατίας, που θα φορτώνει συνεχώς με κομματικούς το Δημόσιο (…); Ποιος είναι ο πραγματικά υπεύθυνος απέναντι στον τόπο; Αυτός που φροντίζει συνταγματικά να μην κινδυνεύει κάθε τόσο με πτώχευση η χώρα του και να αναπτύσσεται ή εκείνος που αδιαφορεί για τη συνολική ευημερία, ασχολούμενος μόνο με επιδόματα φτώχειας και με έναν δημόσιο πλούτο που θέλει όλο να τον μικραίνει;».
Αλ. Τσίπρας: «Από τη μια πλευρά είναι η τάση που επιδιώκει την ενίσχυση του αυταρχισμού, την απαξίωση των δημόσιων αγαθών, την υποταγή της πολιτικής σε τεχνοκράτες, την ανάθεση της διεύθυνσης των κοινωνιών στους νόμιμους ιδιοκτήτες της εξουσίας. Από την άλλη πλευρά, έχουμε την κοινωνική τάση που επιδιώκει την ενίσχυση της δημοκρατίας, την ενίσχυση της λαϊκής παρέμβασης, την ενίσχυση και την προστασία των κοινωνικών αγαθών και των κοινωνικών δικαιωμάτων, την αποκατάσταση της σχέσης εμπιστοσύνης στον κοινοβουλευτισμό και την άμεση εμπλοκή του λαϊκού παράγοντα στη λήψη των αποφάσεων».