Athens Voice
15 Οκτωβρίου 2021
Ζωτικός χώρος στην διεθνή και εγχώρια σκηνή είναι το Πολιτικό Κέντρο. Η αξία και η χρησιμότητά του είναι αναμφισβήτητες. Το ίδιο και η ισχύς του. Άλλωστε αποτελεί κοινή παραδοχή ότι εκείνος που το κερδίζει, αποκτά ισχυρή υπόσταση και ανθεκτικότητα. Διευρύνει την κοινωνική και εκλογική του βάση.
Οι απανταχού αναλυτές επί της ουσίας ομοφωνούν πως δεν είναι τόσο η πρακτική αριθμητική σοφία που το καθιστά ξεχωριστή δύναμη, όσο το συγκριτικό του πλεονέκτημα που δεν είναι άλλο από τη σύγκλησή του με τα δυναμικά κοινωνικά στρώματα. Μάλιστα επικρατούσα εκτίμηση είναι πως «οι εκλογές κερδίζονται στο κέντρο».
Έτσι εξάλλου ερμηνεύεται η επικράτηση του Τζο Μπάιντεν στις Ηνωμένες Πολιτείες καθώς και η πρόσφατη του Όλαφ Σόλτς στη Γερμανία. Ανάλογες περιπτώσεις υπήρξαν αυτές του Μακρόν και του Μητσοτάκη σε Γαλλία και Ελλάδα αντιστοίχως. Στις προγενέστερες εποχές, η παντοκρατορία του ΠΑΣΟΚ εδραζόταν στη δυνατότητα του να ενσαρκώσει και να εκπροσωπήσει με τρόπο ουσιαστικό και αποτελεσματικό πολιτικές οι οποίες εξέφραζαν πρωτίστως τον κεντρώο χώρο.
Η αποκαλούμενη προοδευτική παράταξη που θεωρείται συνέχεια της βενιζελικής παράδοσης το δρόμο αυτό ακολούθησε. Το έπραξε με εξαιρετική δεινότητα ο Ανδρέας Παπανδρέου αξιοποιώντας την ανώμαλη μετεμφυλιακή περίοδο των δεξιών κυβερνήσεων. Αξιοσημείωτο ήταν το παράδειγμα του Κώστα Σημίτη ο οποίος με το εκσυγχρονιστικό του πρόταγμα, έστρεψε αποφασιστικά το τιμόνι σε κεντρώες πολιτικές αποφορτισμένες από τις διαχωριστικές γραμμές του παρελθόντος.
Την ίδια δε στροφή ακολούθησαν με συνέπεια, οι κεντροαριστερές ηγεσίες σε Ευρώπη και Αμερική με τους Σρέντερ, Μπλέρ, Κλίντον και άλλους. Ήταν η δεκαετία του ενενήντα και έπειτα, όπου έγινε πολύς λόγος για την ανάδυση μιας σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας, αποτινάσσοντας από πάνω της ιδεοληπτικές αγκυλώσεις και παρωχημένες αντιλήψεις. Τότε οι νέοι Εργατικοί της Βρετανίας προέταξαν «το ριζοσπαστικό κέντρο». Οι νέοι Δημοκρατικοί στις ΗΠΑ μίλησαν για «ζωτικό κέντρο». Οι σοσιαλδημοκράτες στη Γερμανία στην ηπειρωτική Ευρώπη και στη σκανδιναβία, υιοθέτησαν χωρίς περιστροφές το «νέο κέντρο» και τον «τρίτο δρόμο».
Η τωρινή στροφή στο κέντρο δεν είναι τίποτα άλλο από την αναζήτηση μιας νέας στρατηγικής που θα ανταποκρίνεται στα δεδομένα της εποχής μας και θα στηρίζεται στον πραγματισμό. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα σύνθετο και απαιτητικό εγχείρημα όπου η πρόοδος και η συντήρηση ανασυντάσσονται στο γόνιμο έδαφος της πολιτικής και των νέων ιδεών.
Επιπροσθέτως ο ιδεολογικoπολιτικός εξοπλισμός της οπισθοδρομικής Δεξιάς και της συντηρητικής Αριστεράς αποδεικνύεται αναχρονιστικός και ανεπίκαιρος. Δεν αποπνέει μόνο παρελθόν. Το σημαντικότερο συνιστά ανασταλτικό παράγοντα για την απεξάρτηση της εγχώριας πολιτικής σκηνής από τις ιδεοληπτικές εμμονές, τις εθνικιστικές δοξασίες και από τις αλόγιστες σκιαμαχίες.
Οι παθογόνες αυτές εκφράσεις ακόμη και σήμερα, φωλιάζουν στα κομματικά σχήματα της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ. Οι ηγεσίες τους δεν τις ανέχονται απλώς αλλά λειαίνουν τις πολιτικές τους για να μη δυσαρεστήσουν κανένα. Μολονότι διακηρύττουν την ανάγκη διαφορετικών προσεγγίσεων εναρμονισμένων με το σήμερα. Τη στιγμή δε που ένα σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος, απελευθερώνεται από δεσμεύσεις και κυρίως από κομματικές εντάξεις τις οποίες μέχρι πρότινος θεωρούσαν αξεπέραστες.
Όπως δείχνουν όλες σχεδόν οι έρευνες της κοινής γνώμης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης υιοθετώντας με επιμέλεια μια κεντρώα ταυτότητα και εικόνα απέσπασε την εμπιστοσύνη κεντροαριστερών εκλογέων. Μάλιστα υπολογίζεται πως το ποσοστό αυτό φτάνει στο επίπεδο του 7-8%. Από την άλλη φαίνεται πλέον καθαρά πως το ραντεβού του Αλέξη Τσίπρα με το κεντρώο ακροατήριο συνεχώς αναβάλλεται. Είτε γιατί οι θεματοφύλακες της αριστερής ορθοδοξίας και καθαρότητας σηκώνουν τείχη. Είτε διότι ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δυσκολεύεται να αφομοιώσει νέες ιδέες και πολιτικές, αδυνατώντας έτσι να προσδώσει πρακτικό αντίκρισμα στο διακηρυγμένο στόχο περί μετεξέλιξης του κόμματος του.
Το παράδοξο είναι ότι το ΚΙΝΑΛ μέχρι σήμερα αντιμετωπίζει με δυσανεξία το Πολιτικό Κέντρο, αν και άλλοτε ήταν ο πυρήνας της στρατηγικής του ΠΑΣΟΚ. Ουσιαστικά το αποστρέφεται, θεωρώντας πως η λεγόμενη αριστερή στροφή θα προσελκύσει τους πρώην πράσινους ψηφοφόρους που τα χρόνια της χρεοκοπίας μεταπήδησαν στο ΣΥΡΙΖΑ. Η επιλογή αυτή αποκαλύπτει τη διάσταση μεταξύ κομματικού μηχανισμού και εκλογικής βάσης. Το γεγονός αυτό δεν εδράζεται μονάχα στο έντονο αντιΣΥΡΙΖΑ κλίμα των εκλογέων του ΚΙΝΑΛ. Αλλά και στους γενικότερους προσανατολισμούς τους.
Η επικείμενη εκλογή ηγεσίας στο Κίνημα Αλλαγής θέτει επί τάπητος το ζήτημα του αναπροσανατολισμού του κόμματος τους. Στο πεδίο αυτό ο ανταγωνισμός μπορεί να προσλάβει ιδιαίτερη σημασία. Η αποποίηση της κυβερνητικής ευθύνης με διάφορα θολά και ακατάληπτα επιχειρήματα περιορίζει το ΚΙΝΑΛ σε έναν αδιάφορο ρόλο. Και ταυτόχρονα επιτείνει την κρίση εκπροσώπησης με συνέπεια τη στασιμότητα και την καχεκτική παρουσία του.
Πάντως η πλειονότητα του κοινωνικού σώματος δείχνει να ασπάζεται τη στροφή στο κέντρο. Πως αλλιώς να εξηγηθεί ότι αξιολογεί θετικά τον Κυριάκο Μητσοτάκη, τα πολιτικά του ανοίγματα καθώς και την προοπτική κυβερνήσεων συνεργασίας. Παρά τη φθορά, τις κυβερνητικές δυσλειτουργίες καθώς και τη δυσφορία και αποστροφή του κομματικού μηχανισμού της Νέας Δημοκρατίας, των βαρόνων της και των ακροδεξιών βαριδίων της στην κεντρώα στρατηγική, ο πρωθυπουργός παραμένει κυρίαρχος.