Κυπριακή εφημερίδα Πολίτης
20 Δεκεμβρίου 2016
Το Κυπριακό δεν συνιστά από τη φύση του δυσεπίλυτο πρόβλημα. Η διεθνής πολιτική σκηνή έχει διευθετήσει δυσκολότερα και πιο σύνθετα ζητήματα. Η διαχρονικότητά του οφείλεται σε πολλούς εξωγενείς και ενδογενείς παράγοντες. Κατ’ αρχάς στην τουρκική κατοχή και αδιαλλαξία της Άγκυρας.
Όμως, οι καταβολές του είναι προγενέστερες. Εδράζονται στη δυστοκία των δύο κοινοτήτων να αποκτήσουν την απαιτούμενη συνεκτικότητα, όπως καθόριζε το συνταγματικό πλαίσιο της ίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Και τούτο διότι οι εκατέρωθεν θύλακες του εθνικισμού αντιστρατεύονταν την αρμονική συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων. Καλλιεργώντας την αντιπαλότητα, τη μισαλλοδοξία, τις εθνικές ψυχώσεις, διεύρυναν το χάσμα της διαίρεσης επιτείνοντας περαιτέρω τα αδιέξοδα.
Οι «μητέρες πατρίδες» είχαν τη δική τους συμβολή και συνδρομή σ’ αυτά. Την εγκληματική ενέργεια της χούντας των Αθηνών εκμεταλλεύθηκε ο τουρκικός επεκτατισμός, επιδιώκοντας να δημιουργήσει τετελεσμένα στην Κύπρο. Παρά τις προσπάθειες που καταβάλλονται επί σαράντα δύο χρόνια η επίλυση του Κυπριακού προσκρούει τόσο στις γεωστρατηγικές επιδιώξεις της Τουρκίας, όσο και στις εθνικιστικές εμμονές που βρίσκουν πρόσφορο έδαφος στη Μεγαλόνησο.
Οι άγονες συνθήκες που διαμορφώθηκαν επί δεκαετίες επέτρεψαν στους αποκαλούμενους «απορριπτικούς» να δημιουργήσουν κλίμα φόβου, ανασφάλειας και αβεβαιότητας στην ελληνοκυπριακή και ελλαδική κοινή γνώμη. Εξ ου και το σχέδιο Ανάν ενοχοποιήθηκε. Πρωτίστως, από εκείνους που σε Κύπρο και Ελλάδα ασπάζονται τη θεωρία ότι το σημερινό στάτους είναι καλύτερο από την οποιαδήποτε λύση.
Οι θιασώτες της μάλιστα πέτυχαν κάτι σημαντικό: Στοχοποίησαν όλους όσοι έχουν τη βούληση και το σθένος να εργαστούν για να αρθεί η διχοτόμηση. Ταυτόχρονα, κατέστησαν το Κυπριακό αντικείμενο σκιαμαχιών για μικροπολιτικά οφέλη στην εσωτερική σκηνή. Το χειρότερο: Πολλοί απ’ αυτούς στήριξαν και στηρίζουν τις πολιτικές και πανεπιστημιακές καριέρες τους εις βάρος του εθνικού ζητήματος και σε βάρος της κυπριακής οικονομίας και ανάπτυξης.
Έτσι σήμερα, βλέποντας τα θετικά βήματα των συνομιλιών Αναστασιάδη-Ακιντζί, κάνουν ό,τι μπορούν να πείσουν την κοινή γνώμη ότι τυχόν συμφωνία θα συνιστά κατάλυση της κρατικής οντότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Συνειδητά επιδίδονται σ’ έναν αγώνα διαστρέβλωσης, αρνούμενοι ότι το ομόσπονδο σχήμα που μπορεί να θεμελιωθεί, στην πραγματικότητα θα εδράζεται στη συνέχεια της Κύπρου.
Η παρθενογένεση, άλλωστε, μόνο στη θρησκευτική μυθολογία συναντάται. Όποιος την επικαλείται στην πολιτική είτε δεν διατηρεί αυθεντική σχέση με τη ζώσα πραγματικότητα, είτε εξυπηρετεί ανομολόγητες επιδιώξεις. Επενδύοντας, λοιπόν, στην κινδυνολογία επιχειρούν να θολώσουν τα νερά. Εσκεμμένα παραγνωρίζουν αυτονόητες αλήθειες: Η Κύπρος συνιστά και θα παραμείνει ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αποκαλυπτική είναι η αναφορά που περιλαμβάνεται στα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου: «… το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επανέλαβε την υποστήριξή του στην εν εξελίξει διαδικασία για την επανένωση της Κύπρου. Η ΕΕ, λαμβάνοντας υπόψη ότι η Κύπρος είναι και θα παραμείνει μέλος της Ένωσής μας μετά τη διευθέτηση, είναι έτοιμη να συμμετάσχει στη διάσκεψη της Γενεύης για την Κύπρο στις 12 Ιανουαρίου 2017».
Πάντως η πρόοδος που σημειώθηκε μετά και την αταλάντευτη επιμονή του προέδρου Αναστασιάδη αποτελεί ελπιδοφόρα ηλιαχτίδα στο πολύχρονο σκοτάδι του Κυπριακού. Ο συνασπισμός που συγκροτούν τα δύο μεγάλα κόμματα του Νησιού, ο ΔΗΣΥ και το ΑΚΕΛ, δημιουργεί βάσιμες προσδοκίες για να γκρεμιστεί το τελευταίο τείχος διαίρεσης και μίσους στην Ευρώπη. Αντίθετα όσοι κρύβονται πίσω από υποτιθέμενες εθνικές ανησυχίες δεν καταφέρνουν τίποτε άλλο από το να συντηρούν τη στασιμότητα, το τέλμα και την αδράνεια, στερώντας τις δυνατότητες ανάπτυξης της Κύπρου. Το δίδυμο Ν. Αναστασιάδη-Α. Κυπριανού μπορεί να πείσει την ελληνοκυπριακή κοινή γνώμη για τα πλεονεκτήματα που θα επιφέρει η επανένωση της πατρίδας τους.