Σκίτσο του Δημήτρη Χαντζόπουλου στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Του Γιώργου Πανταγιά
Αυταπόδεικτη προϋπόθεση για τις αλλαγές στην πολιτική σκηνή, είναι ο συνδυασμός αντικειμενικές συνθήκες, υποκειμενικές δυνατότητες. Ουσιαστικά πρόκειται για αξίωμα. Δεν αρκεί η βούληση. Πόσο μάλλον, η προσδοκία. Πρωτίστως χρειάζεται η εκφρασμένη ανάγκη του κοινωνικού σώματος, που θα καθιστά απαραίτητη την ανατροπή των συσχετισμών οι οποίοι επικρατούν. Και το κυριότερο, οι επίδοξοι πρωταγωνιστές να απολαμβάνουν μια ευρύτερη αποδοχή, να πείθουν για την επάρκεια και την ικανότητά τους. Αλλά και να ενσαρκώνουν μια ενναλακτική πολιτική πρόταση.
Μολονότι η πολιτική είναι μια πολυδύναμη άσκηση, εντούτοις δεν ακολουθεί γραμμική αντικειμενική κίνηση. Ούτε καθιστά αναπόφευκτές τις μεταβολές. Απεναντίας οι θύλακες της αδράνειας και της αναδίπλωσης λειτουργούν ανασταλτικά. Αποτρέπουν βαθύτερες εσωτερικές αναδιατάξεις και αναπροσαρμογές. Μάλιστα δέσμιοι των παλιών υποδειγμάτων, αδυνατούν να αντιληφθούν αλλά και να ερμηνεύσουν το νέο κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό ακόμη και κομματικό περιβάλλον.
Ως εκ τούτου, η σωστή ανάγνωση της τωρινής πραγματικότητας είναι ο μόνος τρόπος για να κατανοήσουμε τι ακριβώς συμβαίνει γύρω μας. Άλλωστε σ’ αυτήν καθρεφτίζονται οι διεργασίες οι οποίες συντελούνται διαρκώς, καθώς και οι πεποιθήσεις που κυριαρχούν, μετατρέποντας τον πολιτικό ανταγωνισμό σε μια άνιση και ετεροβαρή μάχη.
Η ασυμμετρία που επικρατεί, κάθε άλλο παρά τυχαία είναι. Το ισχυρό δικομματικό πολιτικό σύστημα, δίχως υπερβολή, είναι πλέον παρελθόν. Τα σπαράγματα της αντιπολίτευσης, όποια σήμανση και αν έχουν αριστερή, κεντροαριστερή, το επιβεβαιώνουν. Η πλεονάζουσα έλξη που εμφανίζει το κυβερνών κόμμα και προσωπικά ο Πρωθυπουργός, έρχεται να δείξει την απουσία ενός εναλλακτικού πόλου.
Η κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι αναμφισβήτητη, αν και δεν εδράζεται στη θετική αποδοχή ενός μεγάλου εθνικού εγχειρήματος. Περισσότερο οφείλεται στην απώθηση των άλλων αντιπολιτευόμενων ανταγωνιστών. Κάτι που αποτυπώνεται σε όλες τις έρευνες της κοινής γνώμης.
Εξάλλου οι κυβερνητικές επιδόσεις, δεν είναι τέτοιες που θα δικαιολογούσαν την αξιοσημείωτη υπεροχή. Και αυτό γιατί υπολείπονται των προσδοκιών και των αναγκών της χώρας. Απλώς ο πραγματισμός του Κυριάκου Μητσοτάκη βρίσκει ανταπόκριση σε ένα σημαντικό τμήμα των πολιτών, γιατί απαντά στο καίριο ζήτημα της κυβερνησιμότητας, ενισχύοντας ταυτόχρονα την πρωθυπουργική του εικόνα. Με άλλα λόγια, αξιοποιώντας τα πλεονεκτήματα αυτά κυριαρχεί. Και το σπουδαιότερο, ακολουθώντας την αποκαλούμενη μέθοδο της «τριγωνοποίησης» μπαίνει στα χωράφια της κεντροαριστεράς.
Οι αντίπαλοί του, φαίνεται να μην αντιλαμβάνονται τις ανακατατάξεις που έχουν πραγματοποιηθεί στο ευρύτερο εκλογικό σώμα. Είτε γιατί επιχειρούν να τις ερμηνεύσουν φορώντας τους παραμορφωτικούς φακούς του παρελθόντος. Είτε διότι υποτιμούν τον ανταγωνιστή τους, καθώς και τις πολιτικές που εκείνος πρεσβεύει. Το αποτέλεσμα βέβαια είναι πως βρίσκονται σε δυσαρμονία με τις σημερινές ανάγκες και απαιτήσεις του τόπου, της οικονομίας και της κοινωνίας.
Πολιτευόμενη εκτός πραγματικότητας, η αντιπολίτευση που τοποθετείται αριστερά του Μητσοτάκη, αδυνατεί να εισπράξει ακόμη και τη φθορά της κυβέρνησής του. Η καταγγελτική ρητορική της, παραπέμπει σε άλλες εποχές. Η έλλειψη πειστικού πολιτικού λόγου, της στερεί τη δυνατότητα να θεμελιώσει μια αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση. Φυσικό επακόλουθο είναι η οξείδωσή της, καθιστώντας αδύνατη τη διεύρυνση της απήχησης.
Η δυσανεξία της στις νέες πολιτικές προσεγγίσεις, την κρατά δέσμια παρωχημένων αντιλήψεων και ξεπερασμένων στερεοτύπων. Και το κυριότερο, στέκεται εμπόδιο απέναντι στην αυτονόητη ανάγκη της προσαρμογής των δυνάμεων της αντιπολίτευσης στα νέα δεδομένα. Η δυστοκία τους να ανταποκριθούν στις τωρινές απαιτήσεις, είναι εύλογο να περιορίζει τους πολιτικούς τους ορίζοντες. Η εμβέλειά τους μειώνεται δραστικά, όπως συμβαίνει με την περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ του ΠΑΣΟΚ παραμένει στάσιμη. Παρά το ότι, η αλλαγή των κομματικών συσχετισμών το φέρνει σε δεύτερη θέση.
Η αποσύνθεση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, είναι αναμφισβήτητο γεγονός. Το πείραμα Κασσελάκη, αποδεικνύεται εν τη γενέσει του καταστροφικό. Ο ΣΥΡΙΖΑ από το δράμα πέρασε στην κωμωδία. Η γελοιοποίησή του, τον καθιστά ανυπόληπτο. Το πρόβλημα ταυτότητας που αντιμετωπίζει, τον μετατρέπει σε ένα ασπόνδυλο και αποχρωματισμένο απολίτικο σχήμα.
Η συρρίκνωσή του ήταν αναμενόμενη. Ο νέος του αρχηγός επιταχύνει τη διάλυση του. Η απελευθέρωση των δυνάμεων που μέχρι πρότινος τον στήριζαν, επιτείνει το βαθύ ρήγμα το οποίο έχει προκληθεί στην εκλογική του βάση. Η πρωτοφανής ελαφρότητα της ηγεσίας του, εξανεμίζει τα όποια αποθέματα είχαν απομείνει. Ο τυχοδιωκτισμός της, είναι εξαιρετικά επικίνδυνος. Η παρακμή που αποπνέει, επισκιάζει τις δημοκρατικές αξίες. Μετά την ώσμωσή του με τους ακροδεξιούς του Καμένου, διολισθαίνει σε βελοπουλικές εθνικιστικές εκρήξεις και πατριδοκάπηλες διακηρύξεις.
Ο Κασσελάκης μετατρέποντας τον ΣΥΡΙΖΑ σε υποχείριό του, τον εξευτελίζει. Και το χειρότερο τον εξαγοράζει. Η ακατάσχετη ιδιωφέλειά του, τον ωθεί σε πράξεις κυνισμού. Προκειμένου δε να πετύχει τους αμοραλιστικούς του στόχους, είναι ικανός για όλα. Η αήθης ενέργειά του εις βάρος του Νίκου Ανδρουλάκη το επιβεβαιώνει.
Οι συνοδοιπόροι του, βουλευτές και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, εμφανίζονται να έχουν απωλέσει τα όποια ψήγματα αξιοπρέπειας διέθεταν. Η συμπόρευση μαζί του, τους εκθέτει ανεπανόρθωτα. Τους καθιστά έρμαιο των ανομολόγητων επιδιώξεών του. Βέβαια ο εκφυλισμός του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι φυσιολογική εξέλιξη. Η υπόστασή του ήταν απότοκος ενός αντιμνημονιακού παραληρήματος. Η επιστροφή της χώρας στην κανονικότητα, το έχει θέσει σε τροχιά αποδόμησης. Ο κατακερματισμός του απελευθερώνει δυνάμεις.Τροφοδοτεί αναζητήσεις και προβληματισμούς. Αλλά και κάτι άλλο εξίσου σημαντικό. Δημιουργεί προϋποθέσεις για μια νέα πολιτική αρχιτεκτονική.
Τα ιδεολογικοπολιτικά ρεύματα που διαπερνούν την ελληνική κοινωνία, δεν είναι πλέον στατικά. Υπόκεινται σε αναδιατάξεις και σε αναπροσαρμογές. Ο χώρος της ευρύτερης κεντροαριστεράς δεν καταργήθηκε, ακόμη και αν ένα σημαντικό τμήμα των ψηφοφόρων του μετακινήθηκε σε άλλα κόμματα. Οι δεξαμενές της, δεν έχουν στερέψει. Η εκρίζωση του ΠΑΣΟΚ αποδείχθηκε αδύνατη.
Η επάνοδός του στο κέντρο της πολιτικής σκηνής, είναι το μεγάλο στοίχημα. Παρόλα αυτά η αναθέρμανση της αποσταμένης ελπίδας, που είχε δημιουργήσει η εκλογή της νέας ηγεσίας του, φαίνεται να στερείται δυναμικής. Η στασιμότητα του, είναι εύλογο να θέτει ερωτήματα ως προς τον τρόπο που πολιτεύεται. Αλλά και ως προς τις πολιτικές που πρεσβεύει στη σημερινή περίοδο. Ο ανέμπνευστος πολιτικός του λόγος, δεν το καθιστά ελκυστικό. Η προσήλωση σε έναν ιδεολογικοπολιτικό εξοπλισμό άλλων εποχών, δεν προσελκύει το ενδιαφέρον εκείνων των δυνάμεων που αναζητούν νέα πολιτική έκφραση. Ο μονότονος αντιμητσοτακισμός, δείχνει έλλειψη ολοκληρωμένης στρατηγικής πρότασης.
Το ΠΑΣΟΚ είναι κάτι περισσότερο από ένα κόμμα. Ουσιαστικά συνιστά την υπαρξιακή κοιτίδα της ελληνικής κεντροαριστεράς. Οι περιπέτειες που πέρασε, δεν εξοβελίζουν την αξία του. Το έργο του αναγνωρίζεται περισσότερο από κάθε άλλη φορά, τώρα. Μάλιστα το παράδοξο είναι, ότι το υπερασπίζονται οι αντίπαλοί του. Όπως πρόσφατα έπραξε ο Πρωθυπουργός, αναφερόμενος στην αλλαγή του οικογενειακού δικαίου. Ωστόσο το ίδιο το ΠΑΣΟΚ δεν επιδεικνύει τα απαιτούμενα αντανακλαστικά. Μολονότι οι αλλαγές και οι μεταρρυθμίσεις που επέφεραν στη χώρα οι κυβερνήσεις του, είναι αναμφισβήτητα γεγονότα. Εξού και τα αποθέματα που διαθέτει δεν είναι αμελητέα.
Η δυστοκία του ΠΑΣΟΚ να διαχειριστεί την τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα είναι πασιφανής. Η δημοσκοπική άνοδος του, στη δεύτερη θέση δεν συνοδεύεται με την αναθέρμανση των σχέσεων του με το ευρύτερο κεντροαριστερό ακροατήριο. Εντούτοις, το ζήτημα αυτό παραμένει ανοικτό.
Πάντως το πρόβλημα της οξείδωσης της αντιπολίτευσης, είναι ένα υπαρκτό πρόβλημα. Η αλλαγή των κομματικών συσχετισμών είναι μια δύσκολη και απαιτητική άσκηση. Ο λεγόμενος πολυδύναμος εκσυγχρονισμός του Μητσοτάκη, αποδεικνύεται στρατήγημα. Η αμφισβήτηση της κυριαρχίας του, προϋποθέτει μια σύγχρονη αντιπολίτευση, που θα πείθει πως διαθέτει αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση, ενέχοντας την απαραίτητη ηγετικότητα και την απαιτούμενη κυβερνησιμότητα.