Εφημερίδα Η Αξία
3 Μαρτίου 2012
Σήμερα που η Αριστερά εμφανίζει δημοσκοπική ανάκαμψη, τίθενται δύο καίρια ερωτήματα: Ποια είναι η ταυτότητα, η στρατηγική και η πολιτική της; Αποτελούν οι επιλογές και οι θέσεις της αξιόπιστη και φερέγγυα πρόταση για τη χώρα;
Η ταυτότητα της ιστορικής Αριστεράς καθοριζόταν από τις αξίες που πρέσβευε – κοινωνική αλληλεγγύη, δίκαιη κατανομή του πλούτου κ.λπ.-, αλλά και από την αποστροφή της σε φαινόμενα με βαθύ συντηρητικό προσανατολισμό, όπως ο λαϊκισμός, ο εθνικισμός, η φοβικότητα, ο ρατσισμός.
Βέβαια, τα χαρακτηριστικά αυτά ενίοτε συνυπήρχαν και με ιδεοληπτικές εμμονές, και δογματικούς φορμαλισμούς, που οδηγούσαν σε αγκυλώσεις και περιχαρακώσεις. Άλλωστε, η διαρκής αναζήτηση στον συγκεκριμένο χώρο είχε ως αποτέλεσμα τον κατακερματισμό των δυνάμεων και την πανσπερμία σχημάτων.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η ελληνική Αριστερά έχει υποστεί μια βαθιά ιδεολογική και πολιτική μετάλλαξη. Οι στρατηγικές επιλογές και οι θέσεις της μετέβαλαν τη φυσιογνωμία και τον προσανατολισμό της. Ο λόγος της είναι μονίμως καταγγελτικός, ισοπεδωτικός, φοβικός, αναχρονιστικός, με έντονα τα στοιχεία του λαϊκισμού. Χαρακτηρίζεται από έναν ακραίο μανιχαϊσμό, στερείται ρεαλισμού, αποκαλύπτει ένδεια ιδεών και απουσία συγκεκριμένων προτάσεων.
Η σημερινή Αριστερά, ζώντας στον μικρόκοσμό της, λειτουργεί ως μηχανισμός εξυπηρέτησης και διαμεσολάβησης και όχι ως δύναμη προώθησης των συμφερόντων των λαϊκών δυνάμεων. Υποστηρίζει άκριτα τα συντεχνιακά συμφέροντα κοινωνικών ομάδων που δεν έχουν την παραμικρή σχέση με τις δυνάμεις της εργασίας. Ταυτίζεται με συνδικαλιστικές ηγεσίες που λειτουργούν ως ανάχωμα για την οποιαδήποτε αλλαγή και μεταρρύθμιση στη δημόσια διοίκηση, την οικονομία, στους θεσμούς. Καταφεύγοντας σε ιδεοληψίες, επικαλείται τις ταξικές αντιθέσεις, αρνούμενη να πάρει θέση επί συγκεκριμένων ζητημάτων.
Διολισθαίνει σε λογικές εθνικισμού και εθνικοφροσύνης, βλέποντας παντού εχθρούς που επιβουλεύονται τη χώρα. Ακολουθώντας έναν ανιστόρητο αντιευρωπαϊσμό, αμφισβητεί την ευρωπαϊκή ταυτότητα της Ελλάδας, συμπορευόμενη ακόμη και με «τη συμμορία της δραχμής». Υποστηρίζει θολές απόψεις περί αναπροσανατολισμού μας σε Ασία και Ανατολική Ευρώπη.
Η αντιμνημονιακή στρατηγική έχει καταστεί η πεμπτουσία της πολιτικής της. Με την κοντόφθαλμη λογική της αρνείται να δει την ελληνική πραγματικότητα, να κατανοήσει τις στρεβλώσεις και τις παθογένειές της. Προσπερνά με ευκολία τα τραγικά οικονομικά αδιέξοδα που έχουν προκληθεί από τα ελλείμματα και από το χρέος, αντιμετωπίζοντάς τα ως απόρροια του καπιταλιστικού συστήματος.
Βάλλει κατά των Ευρωπαίων εταίρων, θεωρώντας τους υπεύθυνους για τα σημερινά αδιέξοδα. Δηλώνει ότι δεν αναγνωρίζει το χρέος, αμφισβητώντας την ανάγκη να είναι συνεπής η χώρα στις υποχρεώσεις της. Καλεί τους πολίτες σε ανυπακοή, υιοθετώντας τα αιτήματα κινημάτων, όπως το «Δεν πληρώνω» ή συγκεκριμένη μερίδα της συμπορεύεται ακόμη και με τους αποκαλούμενους «μπαχαλάκηδες». Θεωρεί ότι η αντιμνημονιακή πολιτική θα καλύψει το κενό στρατηγικής που εμφανίζει.
Το ΚΚΕ, έχοντας μετατραπεί σε μηχανισμό διαμαρτυρίας και καταγγελίας, αρέσκεται στην επαναστατική γυμναστική και σε ανέξοδες διακηρύξεις. Ζώντας στις πολιτικές φαντασιώσεις του, επιδιώκει την κατάληψη των «χειμερινών ανακτόρων».
Ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά τη νεοκομουνιστική του μετεξέλιξη, προσπαθεί να μπολιάσει στη στρατηγική του τις αποκαλούμενες κινηματικές πολιτικές, ενώ την ίδια στιγμή ο αρχηγός του μοιράζει πιστοποιητικά εθνικοφροσύνης!
Και οι δύο κομματικοί χώροι πιστοποιούν με τον χειρότερο τρόπο την ιδεολογική και πολιτική μετάλλαξη της ελληνικής Αριστεράς, η οποία μετατράπηκε από προοδευτική δύναμη σε συντηρητική, από φορέας κοινωνικής αλλαγής σε υπερασπιστή συντεχνιακών συμφερόντων.
Η Αριστερά των αναζητήσεων και του κοσμοπολιτισμού, της εργασίας και του πολιτισμού έχει εκφυλιστεί. Στην πραγματικότητα παλινδρόμησε σε αναχρονιστικές, ανεδαφικές και εξωπραγματικές θέσεις. Και το χειρότερο, εξελίχθηκε σε δύναμη αποτροπής των αλλαγών και των μεταρρυθμίσεων που έχει ζωτική ανάγκη η χώρα και η κοινωνία.
Και βεβαίως, η άνοδος που καταγράφουν οι δυνάμεις της Αριστεράς στις δημοσκοπήσεις, σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει αποδοχή των πολιτικών της. Είναι έκφραση της οργής και της αγανάκτησης μερίδας της κοινής γνώμης απέναντι στις δυνάμεις του δικομματισμού, που χρόνια τώρα εναλλάσσονται στη διακυβέρνηση της χώρας. Αποτελεί φυσιολογική αντίδραση απέναντι σε εκείνες τις δυνάμεις που θεωρούνται υπεύθυνες για τα τραγικά αδιέξοδα που σήμερα αντιμετωπίζουμε.
Εξάλλου, η δημοσκοπική ανάκαμψη της Αριστεράς θα δοκιμαστεί στην κάλπη των εκλογών. Εκεί θα καταγραφούν οι τάσεις του εκλογικού σώματος, το οποίο διακατέχεται από έντονη αγωνία, αβεβαιότητα και ανασφάλεια.
Εκτός των άλλων, πολλά από τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων μπορούν να χαρακτηριστούν αντιφατικά. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα αυξημένα ποσοστά των δυνάμεων της Αριστεράς, την ίδια στιγμή που ένα μεγάλο μέρος των πολιτών (περίπου 80%) θεωρεί απαραίτητη την παραμονή της Ελλάδα στην Ευρωζώνη.
Γι’ αυτό και η αποκαλούμενη αριστερόστροφη τάση της κοινής γνώμης χρήζει πολλής συζήτησης. Η δημοσκοπική ανάκαμψη της Αριστεράς αναμφίβολα θα δοκιμαστεί και από την ενδεχόμενη αφύπνιση των αντανακλαστικών του δικομματισμού ή του φόβου της ακυβερνησίας.
Κανείς δεν μπορεί να προδικάσει την αναδιάταξη των πολιτικών δυνάμεων σε μια εποχή αβεβαιότητας και ανασφάλειας.