Κυπριακή εφημερίδα Πολίτης
12 Δεκεμβρίου 2005
Ο χρόνος, όπως παραδέχονται ακόμη και οι ιστορικοί, δεν είναι μια γραμμική ροή, αλλά μια ροή με ασυνέχεια και τομές. Με άλλα λόγια, τα γεγονότα μέσα στο χρόνο δεν είναι προσθετικά, αλλά ασύμμετρα. Η πολιτική βρίσκεται στην καρδιά αυτής της δυναμικής.
Με τον ίδιο τρόπο, κάθε φορά που προσεγγίζουμε το νόημα και τη σημασία του εκσυγχρονισμού, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αποτελεί ζήτημα ενεστώτος χρόνου, όχι ως στατική αποτύπωσή του, αλλά ως ζωντανή προβολή του στο μέλλον. Όπως είναι φανερό, πρόκειται για μια καθαρά διαλεκτική προσέγγιση του παρόντος που συνοψίζεται στη φράση του Μπλοντέρ «να γίνουμε τολμηρά σύγχρονοι».
Η νέα εποχή δημιουργεί καινούργιες ανάγκες. Υπάρχει η ανάγκη για προσέγγιση των προβλημάτων της κοινωνίας και της οικονομίας με ρεαλιστικό τρόπο. Υπάρχει η ανάγκη -που συνιστά την άλλη όψη του νομίσματος- να εγκαταλειφθεί η ιδεοληπτική αντιμετώπιση των θεμάτων.
Σήμερα οι κοινωνικές ουτοπίες έχουν εξοβελιστεί στο υποσυνείδητο της ιστορίας, ενώ επικυριαρχεί ο πολιτικός ρεαλισμός. Ο ρεαλισμός παραπέμπει στον ορθολογισμό, στην άρνηση της ψευδούς συνείδησης και του ανορθολογισμού. Ρεαλισμός, λοιπόν, δεν σημαίνει υποταγή στα «πράγματα», προσαρμογή στα «υπάρχοντα». Ούτε συνεπάγεται ακύρωση των «ονείρων»… Ρεαλιστής δεν είναι αυτός που παθητικά αποδέχεται τα «πράγματα» ή τη «λογική των πραγμάτων», αλλά αυτός που γνωρίζει τους κανόνες αλλαγής τους…
Ας είμαστε, λοιπόν, ρεαλιστές, γιατί πρέπει να καταγινόμαστε με τα «μικρά», τα «καθημερινά» και …άχαρα. Γνωρίζοντας πως η αλλαγή των «μικρών» τροποποιεί –μακροπρόθεσμα- τους συσχετισμούς και στα «μεγάλα».
Οι παραπάνω παραδοχές θέτουν επιτακτικά το αίτημα του εκσυγχρονισμού. Το αίτημα αυτό αφορά όλες τις εκφάνσεις της δημόσιας ζωής. Συνδέεται με τις απαιτήσεις και τις προκλήσεις που φέρνει μαζί του το νέο διεθνές περιβάλλον. Συνδέεται επίσης με τον επαναπροσδιορισμό της ταυτότητας όλων των πολιτικών ρευμάτων που διαπερνούν κάθε σύγχρονη κοινωνία.
Το αίτημα του εκσυγχρονισμού είναι συνυφασμένο με την πρόοδο και έχει αναφορά στο χώρο των προοδευτικών και κεντροαριστερών δυνάμεων.
Ο εκσυγχρονισμός δεν είναι «άδειο πουκάμισο» που μπορεί να το φορά με την ίδια ευκολία η Αριστερά και η Δεξιά. Ο εκσυγχρονισμός είναι η σύγχρονη πολιτική στρατηγική των δυνάμεων της προόδου και της μεταρρύθμισης, της εργασίας και του πολιτισμού, της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς.
Η διαίρεση Αριστερά – Δεξιά είναι ιστορική, είναι υπαρκτή είναι διακριτή. Η προσπάθεια κάποιων να διαγράψουν τις θεμελιώδεις διαφορές που υπάρχουν είναι αυθαίρετη και υποκρύπτει ανομολόγητες σκοπιμότητες. Στην προσπάθεια αυτή επιδίδονται τα τελευταία χρόνια οι συντηρητικές δυνάμεις, θέλοντας να κρύψουν το πραγματικό τους πρόσωπο, να αποσιωπήσουν τις δεδομένες κοινωνικές αναφορές τους, αλλά και να συγκαλύψουν ότι είναι φορείς συντηρητισμού και κοινωνικής οπισθοδρόμησης.
Η πολιτική γεωγραφία της Κύπρου δεν έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Και εδώ κυριαρχούν δύο μεγάλα ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα που έχουν τις δικές τους κοινωνικές, αλλά και ιστορικές αναφορές. Στο χώρο της Κεντροαριστεράς το ΑΚΕΛ, στο χώρο της Κεντροδεξιάς ο ΔΗΣΥ. Οι άλλες πολιτικές δυνάμεις κινούνται στον αστερισμό του ενός ή του άλλου πολιτικού ρεύματος.
Η ειδοποιός διαφορά της Κύπρου όμως, έγκειται στην ύπαρξη του Κυπριακού που παραμένει ανοιχτή πληγή. Επισκιάζει τις υπαρκτές και μεγάλες πολιτικοϊδεολογικές διαφορές των κομμάτων της Αριστεράς και της Δεξιάς. Το γεγονός αυτό προκαλεί σύγχυση. Αποπροσανατολίζει τη δημόσια συζήτηση. Δημιουργεί φαινόμενα ατροφίας στην πολιτική ζωή της Κύπρου. Στην ουσία η πολιτική ατζέντα της Κύπρου συγκροτείται από το παρακάτω τρίπτυχο: Κυπριακό…Κυπριακό… Κυπριακό.
Όλα τα άλλα θέματα, κοινωνικά, οικονομικά κ.λπ. έχουν εξοβελιστεί. Όποιες αναφορές γίνονται σ’ αυτά, είναι απλές πινελιές που στην ουσία τονίζουν και φωτίζουν το υπαρκτό εθνικό πρόβλημα. Το αποτέλεσμα είναι η «κυπριακοποίηση» της πολιτικής, η «κυπριακοποίηση» της ευρωπαϊκής της πολιτικής, η «κυπριακοποίηση» των πολιτικών κομμάτων. Τα κόμματα της Κύπρου είναι μονοθεματικά. Η πολιτική ενασχόλησή τους ξεκινά και καταλήγει στο Κυπριακό.
Αν ο εκσυγχρονισμός αποτελεί σήμερα αίτημα αιχμής, είναι γιατί το νέο πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον γίνεται διαρκώς πιο ανταγωνιστικό. Για τις κοινωνίες ή τα κράτη που δεν ανταποκρίνονται εγκαίρως στις αλλαγές και τις νέες απαιτήσεις, οι ποινές γίνονται αυστηρότερες.
Το πραγματικό δίλημμα που καλείται να αντιμετωπίσει σήμερα η Κύπρος είναι: Θέλουμε ένα σύστημα παραγωγικό και οικονομικά αποτελεσματικό ή ένα σύστημα πολιτικών συμβιβασμών χάριν της υπάρχουσας ισορροπίας; Άλλωστε, «η ένταξη στην ευρωπαϊκή οικονομία επιτείνει τον ανταγωνισμό», όπως πρόσφατα υποστήριξε ο διανοητής της Αριστεράς Κωνσταντίνος Τσουκαλάς. Ανταγωνιστικό σύστημα, λοιπόν, δεν είναι το άδικο ή το δίκαιο, αλλά το παραγωγικά οργανωμένο, που δεν σπαταλά τους αναπτυξιακούς του πόρους πελατειακά για την αναπαραγωγή της «μικρομεσαίας μιζέριας». Της πολιτικής και οικονομικής υπερτροφίας των επαγγελματιών της …μεσολάβησης. Της πολιτικής συντήρησης–ενίσχυσης, αντιπαραγωγικών, παρασιτικών κοινωνικών μερίδων, στο όνομα δήθεν της υπεράσπισης των δυνάμεων εργασίας, των αδυνάτων, του λαού και των μη-προνομιούχων.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δίπλα μας και συχνά «κάτω απ’ τα μάτια μας» δημιουργείται μέρα με τη μέρα ένα είδος νέας παγκόσμιας «Τρίτης τάξης» που μπορεί –ίσως- δυνητικά ν’ αποτελέσει τον πυρήνα μιας νέας ελπιδοφόρας κοινωνικής σύνθεσης. Αυτή η τάξη διαθέτει πρωτόγνωρα χαρακτηριστικά: αφ’ ενός εκτείνεται και στους δύο πόλους της σημερινής κοινωνικής πυραμίδας (ξεκινά από τον αντιεξουσιαστή χάκερ και φτάνει στο μάνατζερ δημιουργίας και πώλησης λογισμικού), αφ’ ετέρου τα πλεονεκτήματά της «εντοπίζονται στην ανάπτυξη των πνευματικών ικανοτήτων της εργασίας (διαμόρφωση εννοιών, συμβολισμός, πληροφόρηση, επικοινωνία)
Κεφάλαιο και εργατική δύναμη σ’ αυτή την τάξη συνενώνονται σε μία έννοια: Γνώση. Είναι, ασφαλώς, αρκετά νωρίς για τελικές κρίσεις. Όμως, από εδώ θα ξεκινήσει η νέα μεγάλη σύνθεση που ίσως αχρηστεύσει τις παλιές μανιχαϊστικές αντιθέσεις.
Πέρα, λοιπόν, από τη νεοσυντηρητική πρόταση των δυνάμεων της Δεξιάς, πέρα από τις εθνικιστικές εξάρσεις και τους αυτοκαταστροφικούς λαϊκισμούς, οι δυνάμεις της προόδου, της ευρωπαϊκής προοπτικής, της εργασίας, της αγοράς, οι κεντροαριστερές δυνάμεις καλούνται να αναζητήσουν νέες προτάσεις, νέες ιδέες, νέες λύσεις. Το αίτημα του εκσυγχρονισμού, προκειμένου να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της νέας εποχής, καλείται να αντιμετωπίσει συσσωρευμένα προβλήματα από το παρελθόν.
Λαϊκισμός, εθνικισμός, πελατειακά δίκτυα, κομματοκρατία, διαπλοκή, εμποδίζουν την Κύπρο να ανοίξει τα φτερά της, κρατώντας την σε τέλμα ή μάλλον σε μια ψευδαίσθηση ευδαιμονίας. Το αδιέξοδο είναι ορατό. Ακόμη χειρότερα: η εφαρμογή των ίδιων πολιτικών «συνταγών» θα κρατήσει τη χώρα παγιδευμένη στο παρελθόν.
Σήμερα τα πολιτικά ρεύματα που εκφράζουν την πρόοδο και τη συντήρηση ανασυντάσσονται γύρω από νέα πολιτικά δεδομένα και είναι φορείς διαφορετικών πολιτικών και προγραμματικών προτάσεων.
Έτσι, λοιπόν, το αίτημα του εκσυγχρονισμού δεν είναι πολιτικό εκκρεμές που ταλαντεύεται από την Αριστερά ως τη Δεξιά, αλλά έχει σταθερή αναφορά στο χώρο των προοδευτικών δυνάμεων. Το γεγονός αυτό δεν είναι τυχαίο. Είναι αποτέλεσμα της ετοιμότητας των συγκεκριμένων πολιτικών δυνάμεων της Ευρώπης να αντιμετωπίσουν παραγωγικά και αποτελεσματικά τα πιο σύνθετα κοινωνικά προβλήματα. Είναι επίσης συνέπεια της αυξημένης απαιτητικότητάς τους, καθώς θεωρούν ότι έχουν καθήκον να επεξεργάζονται και να εφαρμόζουν πολιτικές που εξασφαλίζουν ευρύτερη κοινωνική συνοχή.
Η οργανική ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θέτει την ακρωτηριασμένη αυτή χώρα σε μια τροχιά μετάβασης, προς ένα σύγχρονο, αποτελεσματικό, κοινωνικό κράτος, το οποίο θα ορίζεται κυρίως από την οικονομία και τη διαδικασία ενσωμάτωσής της στην ευρωπαϊκή οικονομία. Η μετάβαση αυτή φέρει μαζί της μία νέα πολιτική ατζέντα. Μια νέα κοινωνικοοικονομική ατζέντα που θα έχει ισχυρό το άρωμα της Ευρώπης.
Η αυτοπαγίδευση σε μια μονοδιάστατη στρατηγική, που ως μοναδικό της θέμα έχει το Κυπριακό, γεννά φαινόμενα υστέρησης της πολιτικής, των κομμάτων και των στελεχών της.
Τα όρια αυτής της πολιτικής είναι δεδομένα και γνωστά. Όπως δεδομένη είναι και η αδυναμία των συντηρητικών δυνάμεων που κουβαλούν τα βαρίδια του παρελθόντος, να γίνουν φορείς μιας νέας πολιτικής ατζέντας στην Κύπρο.
Η ανασύνθεση του πολιτικού σκηνικού στην Κύπρο και η αναδιάταξη των πολιτικών δυνάμεων είναι υπόθεση μείζονος σημασίας. Σ’ αυτή την υπόθεση θα κριθεί από τη στάση και τη συμπεριφορά της η πολιτική τάξη στην Κύπρο. Είναι πια καιρός να βγει από τη γυάλα του μικρόκοσμού της, να απεξαρτηθεί από φαινόμενα αυτισμού, να απεγκλωβιστεί από τις σκιαμαχίες και τις δοξασίες του παρελθόντος. Είναι πια καιρός να πάψει να ζει με ψευδείς συνειδήσεις, ψευδαισθήσεις, ακόμη και φαντασιώσεις.
Η χώρα έχει ανάγκη από θετικά πολιτικά μηνύματα. Πρέπει να μιλήσει και να δουλέψει για το μέλλον.
Οι επικείμενες βουλευτικές εκλογές μπορεί να είναι η απαρχή για ένα νέο πολιτικό προσανατολισμό που δεν θα κατακερματίζει την πολιτική ζωή της Κύπρου, διαχωρίζοντάς τη σε μάρτυρες του «ΝΑΙ» και σε μάρτυρες του «ΟΧΙ».
Εν κατακλείδι, το πρόβλημα που καλείται να αντιμετωπίσει το αίτημα του εκσυγχρονισμού στην Κύπρο είναι, πως ενώ τα βιολογικά ρολόγια συμφωνούν με το ημερολόγιο, τα πολιτικά ρολόγια είναι μονίμως πίσω. Δείχνουν μια ώρα παλιά. Και αυτό είναι που πρέπει να αλλάξει. Πρέπει επιτέλους να φέρουμε την Κύπρο στον παρόντα πολιτικό χρόνο.