Γιάννης Κ. Πρετεντέρης
Τα Νέα, 20/04/2019
Το βράδυ της 5ης Ιουλίου 2015, ολοκληρώθηκε ένα δημοψήφισμα που προκήρυξε η κυβέρνηση Τσίπρα και το οποίο οι περισσότεροι συνταγματολόγοι χαρακτήρισαν «αντισυνταγματικό».
Το Οχι (που υποστήριζε η κυβέρνηση) κέρδισε με ένα εντυπωσιακό 61,3%. Στο Σύνταγμα χόρευαν καλαματιανά.
Το ίδιο βράδυ, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Π. Παυλόπουλος συγκάλεσε συμβούλιο πολιτικών αρχηγών.
Για ποιον λόγο; Τυπικά δεν υπήρχε καμία εξήγηση ή δικαιολογία. Η χώρα διέθετε κυβέρνηση και μάλιστα με ενισχυμένη νομιμοποίηση μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Η κυβέρνηση διέθετε ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Τι δουλειά είχαν λοιπόν στο Προεδρικό Μέγαρο οι αρχηγοί των κομμάτων;
Η σκοπιμότητα της πρόσκλησης έγινε αντιληπτή την επομένη. Με την εξάμηνη διαπραγματευτική πολιτική της και το δημοψήφισμα, η κυβέρνηση είχε περιέλθει σε αδιέξοδο.
Η πρωτοβουλία του Προέδρου (με ή χωρίς την προτροπή του γάλλου ομολόγου του Φρανσουά Ολάντ…) απέβλεπε στην άρση του αδιεξόδου με επιστροφή της κυβέρνησης στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Πώς; Βάζοντας την αντιπολίτευση να μοιραστεί τη ζημιά και διευκολύνοντας την κυβέρνηση να κάνει την περίφημη «κωλοτούμπα» έπειτα από ένα δημοψήφισμα στο οποίο η ίδια είχε καταφύγει.
Θεωρητικά φυσικά υπήρχε ένα πεδίο συνεννόησης των πολιτικών δυνάμεων, η παραμονή στο ευρώ. Το οποίο όμως η δημοκρατική πρακτική εμπλούτιζε εκ των πραγμάτων με αντικρουόμενες επιδιώξεις.
Η κυβέρνηση όπως είναι λογικό επιδίωκε να κρατήσει τη χώρα στο ευρώ αλλά παραμένοντας κι η ίδια στην εξουσία. Η αντιπολίτευση όπως είναι επίσης λογικό ήθελε να μείνει η χώρα στο ευρώ αλλά απομακρύνοντας ή τουλάχιστον αποδυναμώνοντας την κυβέρνηση.
Το πρώτο επιτεύχθηκε. Το δεύτερο ούτε καν ετέθη στο τραπέζι του Προεδρικού Μεγάρου.
Δεν ετέθη ούτε όταν λίγες μέρες αργότερα η κυβέρνηση έχασε (δις) την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Η αντιπολίτευση έδωσε τη στήριξη που της ζητήθηκε χωρίς όρους, χωρίς προϋποθέσεις, χωρίς ανταλλάγματα, χωρίς ούτε καν βουτήματα για τους καφέδες που τους κέρασαν!
Αποτέλεσμα; Μια υπόθεση που ξεκίνησε με το δημοψήφισμα σαν πολιτικό πραξικόπημα εξελίχθηκε σε υπόδειγμα πολιτικής αρπαχτής. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως από την κυβερνητική πλευρά ήταν ένας απόλυτα επιτυχημένος χειρισμός, ο οποίος ολοκληρώθηκε ενάμιση μήνα αργότερα όταν ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε και τις εκλογές του Σεπτεμβρίου.
Ταυτοχρόνως όμως ο χειρισμός αυτός συνιστούσε την απόλυτη στρέβλωση της δημοκρατίας. Ηταν μια μορφή ήπιας εκτροπής της κυβέρνησης και εκούσιας παραίτησης της αντιπολίτευσης. Επέτρεψε στην κυβέρνηση να βγει δωρεάν από το αδιέξοδο.
Υπάρχουν ελαφρυντικά γι’ αυτήν τη στάση της αντιπολίτευσης; Υπάρχουν.
Στην αντιπολίτευση τα είχαν κυριολεκτικά χαμένα μετά την ήττα του προηγούμενου Ιανουαρίου και κυρίως μετά το δημοψήφισμα.
Ετσι οι αρχηγοί των κομμάτων που προσήλθαν στο Προεδρικό Μέγαρο ήταν άπειροι και καταφανώς απροετοίμαστοι να αντιμετωπίσουν μια τέτοια μεθόδευση.
Η Φώφη Γεννηματά δεν είχε κλείσει ούτε μήνα στην αρχηγία του ΠΑΣΟΚ. Ο Στ. Θεοδωράκης είχε μπει στη Βουλή μόλις προ πενταμήνου χωρίς πολιτικές περγαμηνές. Κι ο Β. Μεϊμαράκης είχε εκτοξευτεί στην αρχηγία της ΝΔ κυριολεκτικά το προηγούμενο βράδυ μετά την παραίτηση του Αντ. Σαμαρά.
Ο Δ. Κουτσούμπας που ήταν οριακά παλαιότερος δεν πήρε μέρος στο παιχνίδι.
Ουσιαστικά λοιπόν ο Πρόεδρος κι ο Πρωθυπουργός με τη συνδρομή του Π. Καμμένου και την πίεση των ξένων έπαιξαν χωρίς αντίπαλο. Ακόμη περισσότερο που στην αντιπολίτευση υπήρχε έντονη πολιτική κόπωση και σε πολλούς πλανιόταν η ιδέα μιας εκεχειρίας με τον Τσίπρα. Η Ντ. Μπακογιάννη αποκάλυψε προ ημερών ότι η ΝΔ υπό τον Μεϊμαράκη ήταν διατεθειμένη ακόμη και να μετάσχει σε έναν «μεγάλο συνασπισμό» με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ευτυχώς τη ΝΔ έσωσε ο ΣΥΡΙΖΑ που προτίμησε τον Καμμένο. Λογικό. Ο Τσίπρας φόρτωσε τη ζημιά στην αντιπολίτευση για να την κερδίσει στις εκλογές, όχι για να κυβερνήσει μαζί της. Μόνο οι ηλίθιοι δεν το κατάλαβαν.
Στο τέλος όμως η πολιτική εκδικείται εκείνους που την καταργούν. Σαν να πλανιέται μια «κατάρα του 2015» από την οποία κανείς δεν βγήκε αλώβητος.
Ο Τσίπρας έπεσε μεν στα μαλακά όπως επιδίωκε, πήρε τις εκλογές όπως ήθελε αλλά χρεώθηκε την «κωλοτούμπα» που τον κυνηγάει ακόμα. Το πολιτικό του κεφάλαιο εξαντλήθηκε ταχύτατα κι ουδέποτε ανέκαμψε.
Ο Παυλόπουλος θα χρειαστεί πολλές ευνοϊκές συμπτώσεις για να μείνει δεύτερη πενταετία στην προεδρία.
Ο Μεϊμαράκης έχασε και τις εκλογές και την προεδρία της ΝΔ με την υποψία ότι δεν θέλει ή δεν μπορεί να κάνει αντιπολίτευση κι ότι ο Τσίπρας τον έχει του χεριού του. Ο Μητσοτάκης που τον διαδέχθηκε ακολούθησε την ακριβώς αντίθετη πολιτική κι έως τώρα με επιτυχία.
Ο Θεοδωράκης κι ο Καμμένος είδαν τα κόμματά τους να διαλύονται. Μόνο η Φώφη έπεσε κάπως στα μαλακά, ίσως επειδή μπήκε γρήγορα στον ίσιο δρόμο της αντιπολίτευσης.
Συνολικά δηλαδή η «πολιτική της κωλοφεράντζας» ηττήθηκε κι η ήττα της επιβεβαιώθηκε έκτοτε σε κάθε ευκαιρία από την απλή αναλογική έως το Σκοπιανό.
Πέρα όμως από την τύχη των προσώπων και των κομμάτων, το 2015 άφησε μια ανοιχτή πολιτική πληγή.
Καλλιέργησε τη νοσηρή αυταπάτη ότι δουλειά μιας κυβέρνησης είναι να στήνει «παράγκες» στην αντιπολίτευση, να τη χειραγωγεί και να την υπονομεύει.
Και υποδαύλισε την ανόητη ψευδαίσθηση ότι δουλειά της αντιπολίτευσης είναι να μοιράζεται τα σπασμένα της κυβέρνησης, να βάζει πλάτη στα αδιέξοδα, να λειτουργεί ως υποστηρικτική κι όχι ως αντίρροπη δύναμη.
Τέσσερα χρόνια αργότερα αυτή η πληγή ακόμη δεν έχει κλείσει, παρά τις προσπάθειες της ΝΔ και του ΚΙΝΑΛ μετά το 2016 να πολιτευτούν με σαφήνεια, καθαρότητα κι αυστηρότητα.
Τροφοδοτεί ακόμη το μυαλό και την ψυχή των ανθρώπων με την υποψία της συναλλαγής, τη δυσπιστία του παρασκηνίου και το δηλητήριο του συμψηφισμού.
Στην πραγματικότητα με την αμφισβήτηση της ίδιας της δημοκρατίας.