Γιάννης Βούλγαρης
Τα Νέα, 04/05/2019
Εδώ και κάποια χρόνια οι εθνικές εκλογές των χωρών του δυτικού Κόσμου συγκεντρώνουν αμέσως τα φώτα της διεθνούς δημοσιότητας. Το αυξημένο ενδιαφέρον εκφράζει προφανώς την αίσθηση της πολιτικής αλληλεξάρτησης που έχει επιφέρει η διεθνοποίηση και η ευρωπαϊκή ενοποίηση, αλλά υπάρχει κάτι επιπλέον. Η αίσθηση ότι αλλάζουμε ιστορική εποχή και το επερχόμενο είναι ακόμα αδιαμόρφωτο. Κάθε εκλογικό αποτέλεσμα δίνει πρόσθετα δεδομένα στην προσπάθεια να αποκρυπτογραφήσουμε τις νέες δυναμικές που εμφανώς αναδύονται.
Οι πρόσφατες εκλογές στην Ισπανία ήταν ο τελευταίος κρίκος σε αυτή την αλυσίδα. Πέρα από τις ιδιαίτερες εθνικές συνθήκες, τα αποτελέσματα επανέλαβαν ένα κοινό μοτίβο που πιστεύω ότι χαρακτηρίζει την ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή τα τελευταία 3-4 χρόνια. Ας το περιγράψουμε με τρία βήματα. Το πρώτο και αφετηριακό ήταν η αποσταθεροποίηση των κομματικών συστημάτων της μεταπολεμικής περιόδου η οποία επιταχύνθηκε μετά την παγκόσμια κρίση του 2008, αλλά οι αιτίες λειτουργούσαν ήδη από το τέλος του διπολικού Κόσμου. Τα συμπτώματα; Μείωση της δύναμης των μεγάλων κομμάτων, εμφάνιση μικρότερων ανταγωνιστών. Το δεύτερο βήμα που νομίζω ότι τώρα εξελίσσεται, είναι ότι μετά από μια συγκεχυμένη φάση μετάβασης, παρατηρείται μια σχετική μορφοποίηση των νέων κομματικών συστημάτων. Παραμένουν ωστόσο σε μια ασταθή ισορροπία, καθώς τα ποσοστά των κομμάτων είναι ευμετάβλητα, και οι δεσμοί με τους ψηφοφόρους αδύναμοι. Το τρίτο βήμα είναι ότι η αποκρυστάλλωση που επιτυγχάνεται στα κομματικά συστήματα δεν δημιουργεί συνθήκες σταθερής διακυβέρνησης των χωρών.
Οι εκλογές στην Ισπανία εντάσσονται σε αυτή τη γενική εικόνα και παράλληλα φωτίζουν τα επιμέρους κομμάτια της. Καταρχάς, με την εμφάνιση του Vox η Ακροδεξιά έσπασε την ισπανική εξαίρεση και διέψευσε την υπόθεση ότι χώρες που έζησαν δικτατορίες ήταν «απρόσβλητες» από τον ιό. Επιβεβαιώθηκε ότι η Ακροδεξιά εκφράζει ευρύτερες διαθέσεις ενός τμήματος του ευρωπαϊκού εκλογικού σώματος, που μπορεί να διαφέρει σε μέγεθος από χώρα σε χώρα, αλλά σε όλες αποτέλεσε παράγοντα μεταβολής των κομματικών συστημάτων. Έχει εγκατασταθεί στο ευρωπαϊκό σκηνικό σαν μόνιμη πλέον συνιστώσα χωρίς όμως την αύξουσα ανατρεπτική δυναμική που φαινόταν να έχει λίγα χρόνια πριν. Από την άλλη πλευρά του κομματικού φάσματος, η ήττα των Podemos πιστοποιεί τη γενικότερη στασιμότητα ή υποχώρηση της αποκληθείσας «ριζοσπαστικής Αριστεράς». Η ανάδυσή της ήταν πιο αποσπασματική από εκείνη της ακροδεξιάς, δεν είχε την ίδια γεωγραφική διάδοση, αλλά συνέτεινε επίσης στην αποσταθεροποίηση των μεταπολεμικών κομματικών συστημάτων. Περισσότερο από την ήττα ή τη στασιμότητα, σημασία νομίζω ότι έχει η απομυθοποίηση του ρεύματος αυτού στο οποίο ένα μέρος της προοδευτικής κοινής γνώμης επένδυσε ελπίδες εξωπραγματικές. Η άποψη ή η προσδοκία ότι θα ανανέωνε τη «γερασμένη» Σοσιαλδημοκρατία ωθώντας την να επιστρέψει στο αριστερό της παρελθόν σήμερα πείθει μόνο όσους θέλουν να πειστούν. Στην καλύτερη περίπτωση τα κόμματα αυτά στηρίζουν μια ηγεμονική στη χώρα τους κυβερνώσα σοσιαλδημοκρατία όπως συμβαίνει στην Πορτογαλία, ενώ αλλού συμπλέουν σε θέσεις και συμπεριφορές με τον αντίπερα ακροδεξιό λαϊκισμό. Αυτό που πάντως συμβαίνει είναι ότι ο υποτιθέμενος «αντισυστημισμός» και η ριζοσπαστικότητα προσγειώνονται κατά κανόνα όχι στον ρεαλισμό, αλλά στην αντιγραφή των παραδοσιακών κομματικών πρακτικών. Ο ΣΥΡΙΖΑ που ήταν το πιο επιτυχημένο από εκλογική άποψη κόμμα αυτής της οικογένειας, αποτελεί την επιτομή όλης αυτής της πορείας.
Η νίκη του Σάντσεθ έφερε χαμόγελα στη Σοσιαλδημοκρατία και στις ευρύτερες φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις. Όχι αδικαιολόγητα. Μετά από μια περίοδο διαδοχικών ηττών από την Ελλάδα ώς την Ολλανδία και από την Γαλλία ώς τη Γερμανία, τα κόμματα της σοσιαλιστικής οικογένειας δείχνουν να σταθεροποιούνται και να παραμένουν βασικοί πολιτικοί παίκτες είτε είναι στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση. Μακριά βεβαίως από τα παλαιά υψηλά τους ποσοστά αλλά πάντως κόμματα εξουσίας. Η σταθεροποίηση μπορεί να λειτουργήσει σαν ανάπαυλα αναστοχασμού. Πράγματι, εδώ και είκοσι χρόνια, η «κρίση της Σοσιαλδημοκρατίας» ήταν η πιο συνηθισμένη πολιτική κουβέντα στον δημόσιο λόγο. Όχι άδικα. Ήταν το κύριο θύμα των μεταβιομηχανικών μετασχηματισμών, της αποδυνάμωσης της βιομηχανικής εργατικής τάξης, της παγκοσμιοποίησης. Εκπροσωπώντας τη μεγάλη μερίδα του ιστορικού εργατικού κινήματος και έχοντας συγκροτηθεί στη βάση μιας ταξικής-εργατικής κουλτούρας, ακολούθησε την παρακμή και των δύο. Η αναπλήρωση των απωλειών με κέρδη στα μεσαία στρώματα δεν στάθηκε αρκετή. Βεβαίως δεν είχαν όλα τα σοσιαλιστικά κόμματα αυτή τη φυσιογνωμία. Ειδικά στη Νότια Ευρώπη ήταν κόμματα πολυσυλλεκτικά που καθοδήγησαν τον εκσυγχρονισμό και την επέκταση του κράτους πρόνοιας στη χώρα τους. Γι αυτό πλήρωσαν πρωτίστως τη μακρόχρονη παραμονή τους στην εξουσία και τις επιπτώσεις της κρίσης του 2008, παρά την περιθωριοποίηση του κόσμου της εργασίας. Αλλά και αυτά, ομοίως με την κλασική Σοσιαλδημοκρατία, είδαν την εκλογική τους βάση να συρρικνώνεται. Ο ταξικός-λαϊκός λόγος που ιστορικά εξέπεμπαν επικαλύφτηκε και εν μέρει λεηλατήθηκε από τους ποικιλόχρωμους λαϊκισμούς που κατήγγελλαν τις «ελίτ» και την «κοινωνική αδικία».
Ωστόσο, με τις ισπανικές εκλογές έγινε έκδηλο ότι πέρα από τη Σοσιαλδημοκρατία και η άλλη μεγάλη παράταξη, της Δεξιάς και της Κεντροδεξιάς, δοκιμάζεται από τα δικά της προβλήματα. Στο επίκεντρο δεν βρίσκεται η έννοια της «κοινωνικής τάξης» και της αναδιανομής μέσω του κράτους όπως στη σοσιαλδημοκρατία, αλλά το ζήτημα του Έθνους. Μέχρι λίγα χρόνια πριν, τα κόμματα αυτά, με προεξάρχουσα τη γερμανική Χριστιανοδημοκρατία, φαίνονταν να πορεύονται με μεγαλύτερη σταθερότητα. Είχαν πετύχει μια επισφαλή σύνθεση μεταξύ μιας φιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής που ευνοούσε τη διεθνοποίηση και ενός πλέγματος συντηρητικών αξιών με επίκεντρο το Έθνος που ανταποκρινόταν στην ανάγκη τής κοινωνικής συνοχής και της πολιτισμικής ασφάλειας. Τα τελευταία όμως χρόνια η ισορροπία κλονίζεται. Οι συντηρητικές ηθικές αξίες έρχονται σε αυξανόμενη αντίθεση με τον φιλελευθερισμό, και οι αντιλήψεις για το έθνος αποκλίνουν έτσι ώστε να μην λειτουργεί σαν μια φαντασιακή ενότητα που απαλύνει το κοινωνικό κόστος του οικονομικού ανταγωνισμού. Δεν είναι η πρώτη φορά που τα κόμματα αυτής της οικογένειας αντιμετωπίζουν την απόκλιση των δύο πυλώνων που συνθέτουν τη φυσιογνωμία τους, όμως το ζήτημα επανακάμπτει υπονομεύοντας τη σύνθεση που είχε επιτευχθεί. Ο ακροδεξιός λαϊκισμός ήταν ο κύριος ωφελημένος της απόκλισης, ενώ τα κέρδη που αποκόμισε ένας κεντρώος φιλελεύθερος χώρος ήταν πολύ μικρότερα.
Το συμπέρασμα όλων αυτών μου φαίνεται ότι επιβεβαιώνει την αρχική υπόθεση. Μετά από μια περίοδο συγκεχυμένων αλλαγών, τα ευρωπαϊκά κομματικά συστήματα διαμορφώνουν μια νέα ισορροπία με περισσότερους παίκτες και πιο σύνθετα μέτωπα. Η ισορροπία είναι ασταθής γιατί δεν εξασφαλίζεται εύκολα η κυβερνητική σταθερότητα και συνοχή.
Σε αυτό πάντως το κάδρο η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει τη δική της ιδιαίτερη και δραματική εθνική ατζέντα καθώς αγωνίζεται ακόμα να αποτρέψει την επαπειλούμενη ιστορική παρακμή. Παλεύει να βγει από την επιτροπεία, αναζητά τον δρόμο της εθνικής ανασυγκρότησης, χρειάζεται μια στρατηγική ανάπτυξης και επενδύσεων που προϋποθέτει την πολιτική σταθερότητα. Τα υπόλοιπα είναι κουβέντες του αέρα για τον Σάντσεθ, τον Ινγκλέσιας, τον Μέσσι, τον Αντετοκούμπο και ό,τι άλλο επιθυμεί ο καθένας.