Κυπριακή εφημερίδα Πολίτης
7 Μαΐου 2017
H πολιτική σκηνή της Κύπρου διακρίνεται από δύο βασικά χαρακτηριστικά: Τη μονοαναφορικότητα, καθώς ορίζεται από ένα ζήτημα, το Κυπριακό. Και τον μανιχαϊσμό, με τους καλούς και τους κακούς, τους «Ναι» και τους «Όχι», τους πατριώτες και τους ενδοτικούς. Στην πραγματικότητα, αμφότερα συνθέτουν μια ετεροβαρή ατζέντα θεμάτων. Επιδρούν στον κομματικό ανταγωνισμό. Καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις θεατές και αθέατες πλευρές των τάσεων της κοινής γνώμης. Διαμορφώνουν τους όρους της αντιπαράθεσης και του δημόσιου διαλόγου. Καλλιεργούν στρεβλώσεις. Και το κυριότερο, καθιστούν την πολιτική ζωή ατροφική.
Με δεδομένη την εθνική εκκρεμότητα, ευλόγως το μονοαναφορικό στοιχείο παραμένει κυρίαρχο. Ταυτόχρονα, η αρνητική παρακαταθήκη του 2004 και του Σχεδίου Ανάν κρατάει τον μανιχαϊσμό ισχυρό. Εξ ου και το στρατήγημα του Τάσσου Παπαδόπουλου βρίσκει ακόμη και τώρα ευρύτερη ανταπόκριση. Έτσι άλλωστε, ερμηνεύεται και το γεγονός ότι η ελληνοκυπριακή κοινή γνώμη δεν φαίνεται να έχει σταθερές, αλλά λειτουργεί περισσότερο ως εκκρεμές. Κυμαίνεται ανάμεσα στο «Όχι» –εκλογή Τ. Παπαδόπουλου, το 2003- και στο «Ναι» – εκλογή Δ. Χριστόφια, το 2008 και Ν. Αναστασιάδη, το 2013. Η συγκεκριμένη διακύμανση εκφράζει τουλάχιστον αμφιθυμία. Η πλειονότητα των πολιτών θέλει τη λύση, όμως η στάση των πολιτικών δυνάμεων αναμφίβολα κατευθύνει τις τελικές τους επιλογές. Αυτές καθρεφτίζουν την κίνηση του εκκρεμούς.
Το χειρότερο δε είναι ότι οι πολιτικές και κομματικές ηγεσίες επηρεάζονται από τις διάφορες δημοσκοπήσεις, σοβαρές και μη. Η πολύχρονη εμπειρία δείχνει πόσο επίκαιρη αποδεικνύεται η Μάργκαρετ Θάτσερ όταν υποστήριζε ότι αν κάποιος ενεργεί ανάλογα με τις δημοσκοπήσεις ακυρώνει τον ρόλο του. Υπακούοντας σε ευάλωτες και ευμετάβλητες τάσεις των πολιτών, γίνεται έρμαιο μιας συνήθως θολής περιρρέουσας ατμόσφαιρας, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να την καθορίσει. Γι’ αυτό, εξάλλου, κάθε φορά που αναπτύσσονται πρωτοβουλίες για την επίλυση του Κυπριακού, αλλά και όταν προχωρούν οι διαπραγματεύσεις ο μανιχαϊσμός ενισχύεται περαιτέρω.
Δεν είναι τυχαίο που οι δυνάμεις που επενδύουν στην παραπάνω λογική, και στην ουσία αντιστρατεύονται τη λύση, κινητοποιήθηκαν μόλις διαφάνηκαν στον ορίζοντα οι πρόσφατες διαβουλεύσεις που κατέληξαν στις συνομιλίες της Γενεύης. Εμφανιζόμενες ως αυθεντικές εκφράσεις καθαρών πατριωτικών θέσεων, προσπάθησαν να ταυτίσουν τον Ν. Αναστασιάδη με τους ενδοτικούς. Το πλεονέκτημά τους έγκειται στο ότι παίζουν διαρκώς με την ανασφάλεια και την αβεβαιότητα. Η ακινησία και το τέλμα είναι σύμμαχός τους που κρύβει τους ανομολόγητους στόχους τους. Αντίθετα, η κινητικότητα και οι μεταβολές ενεργοποιούν τα αντανακλαστικά του φόβου.
Παρ’ όλα αυτά το εγχείρημα της επίλυσης μπορεί να διευρύνει την εμβέλεια και την απήχησή του, αν αναδειχθούν όλες οι θετικές πλευρές του. Και κυρίως προβληθούν επαρκώς η παράμετρος της ασφάλειας, αλλά και οι αναπτυξιακές προοπτικές μιας επανενωμένης Κύπρου. Το συγκριτικό αυτό πλεονέκτημα μόνο όσοι εθελοτυφλούν ή διακατέχονται από εθνικιστικές εμμονές δεν μπορούν να το αντιληφθούν.
Η εκλογή του σημερινού προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας νοηματοδοτούσε την επίλυση του Κυπριακού. Η ταύτισή του με το εγχείρημα αυτό του προσέδωσε πολιτικό κεφάλαιο. Πρωτίστως επέδρασε θετικά στην ηγετικότητά του. Τα προβλήματα που προέκυψαν μετά το ναυάγιο της Γενεύης δεν αναιρούν την ταυτότητά του. Ούτε ακυρώνουν τη δυνατότητά του να διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο στην εξεύρεση συμφωνίας.
Ο Νίκος Αναστασιάδης καλείται να επενεργήσει δραστικά πάνω στο σκηνικό των αδιεξόδων που εμφανίστηκαν. Το σημαντικότερο δεν είναι η απρόβλεπτη Τουρκία ούτε οι προεδρικές εκλογές του Φεβρουαρίου. Αλλά η διεκδίκηση από μέρους του και από κοινού με τον Ακιντζί της «ιδιοκτησίας» της επίλυσης. Μια τέτοια στρατηγική δεν συνιστά σε καμιά περίπτωση ξεκαθάρισμα εθνοτικών λογαριασμών. Αντιθέτως, συμβάλλει στην αποφόρτιση των διαπραγματεύσεων. Είναι αναγκαία συνθήκη για την ανάπτυξη και ευημερία της Κύπρου ως οργανικού τμήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.