Νίκος Κωνσταντάρας
Καθημερινή, 10/2/2018
Ο διχασμός –η προσπάθειά μας να ταπεινώσουμε ή και να εξαφανίσουμε τον αντίπαλο– είναι για την ελληνική πολιτική ό,τι το μαγικό φίλτρο που καθιστά ακαταμάχητους τον Αστερίξ και την αδούλωτη γαλατική παρέα του: το υπερόπλο είναι καλό για όσους το διαθέτουν, αρκεί να μην το αποκτήσουν και οι αντίπαλοι. Στην Ελλάδα φαίνεται ότι όλοι ήπιαν από το φίλτρο και μάχονται αλλήλους συνεχώς. Η διχόνοια είναι η κατάρα της φυλής – από τους μύθους, τους θρύλους, τα έπη και την Ιστορία. Ο εμφύλιος σπαραγμός δεν είναι κάτι καινούργιο, ούτε ξεπερασμένο, γι’ αυτό δεν θα μπορούσαμε να προσθέσουμε κάτι σε όσα έχουν ειπωθεί αμέτρητες φορές. Το μόνο που μας μένει είναι να αναρωτηθούμε γιατί ο αλληλοσπαραγμός είναι τόσο βαθιά ριζωμένος στην καρδιά των Ελλήνων;
Μήπως στερηθήκαμε το γάλα της μάνας μας και γι’ αυτό πολλοί βρίσκονται συνεχώς βυθισμένοι στο παράπονο; Ισως. Αλλά τόσο πολλοί και στη διάρκεια τόσων αιώνων; Μήπως έχουν δίκιο οι ψυχαναλυτές που μιλούν για τη σχάση που εγκαθίσταται στο μυαλό του ανθρώπου από τις πρώτες μέρες της ζωής – όταν το βρέφος, ανίκανο να καταλάβει ότι η μητέρα του είναι και η πηγή ευτυχίας (όταν βρίσκεται κοντά του) και η πηγή δυστυχίας όταν απουσιάζει, βλέπει μια καλή μάνα και μια κακή μάνα. Όχι μία μάνα που τη μια είναι καλή και την άλλη κακή. Εάν κρίνουμε από τους Έλληνες, η θεωρία αυτή (της Μέλανι Κλέιν) αντέχει στη βάσανο της ζωής. Έχουμε τόσο έμφυτη τη διαφορά μεταξύ καλού και κακού, μεταξύ ημών και υμών που εύκολα χωρίζουμε τα πάντα σε λευκό και μαύρο. Φανατιζόμαστε υπέρ της δικής μας πλευράς – υπέρ του εαυτού μας, με άλλα λόγια. Αγνοώντας όποιο δίκιο της άλλης πλευράς, θεωρούμε τον συμβιβασμό ήττα ή προδοσία. Ηττα όταν μας καθυποτάσσει ο αντίπαλος, προδοσία εάν κάποιοι δικοί μας τολμήσουν να προτείνουν σύνεση και συμβιβασμό. Τα γεγονότα της τελευταίας εβδομάδας αρκούν για να επιβεβαιώσουν τον κανόνα.
Μήπως στερηθήκαμε μεταφορικά το γάλα της μητέρας μας – ζώντας σε μια πατρίδα η οποία, κατά την παλιά, μακάβρια διατύπωση, «τρώει τα παιδιά της»; Από τον μύθο του Κρόνου έως τους σημερινούς άνεργους και ξενιτεμένους νέους, είναι φανερό ότι και αυτή η θεωρία ισχύει. Η ιστορία του περασμένου αιώνα είναι κατάλογος απανωτών αιματηρών διχασμών και καταστροφών. Οι λαμπρές στιγμές, που ευτυχώς υπάρχουν και αυτές, αποδεικνύουν τι μπορεί να πετύχει αυτός ο λαός όταν είναι ενωμένος. Δυστυχώς οι εξάρσεις αυτοθυσίας και συνεργασίας εκδηλώνονται όταν βρισκόμαστε με την πλάτη στον τοίχο – αντιμετωπίζοντας είτε ξένη εισβολή είτε τα δικά μας αδιέξοδα. Μας είναι ξένη η πρακτική να επισκευάζουμε τη στέγη μας πριν από την καταιγίδα. Αυτό παρατηρούμε τα τελευταία δύσκολα χρόνια. Πριν από την κρίση, όταν το δανεικό χρήμα φούσκωνε μυαλά και τσέπες, δεν δείξαμε να αγαπάμε αλλήλους περισσότερο απ’ όταν πριν, δεν μάθαμε να συνεργαζόμαστε. Ισως επειδή τα πρωτοφανή καλά χρόνια μάς επέτρεπαν να συντηρούμε τους μύθους του διχασμού χωρίς να αναγκαζόμαστε να βρούμε τρόπους επικοινωνίας. Συντηρήσαμε τη νοοτροπία ότι «οι άλλοι» πάνε να μας τη φέρουν.
Οταν ξέσπασε η κρίση, λοιπόν, δεν φταίγαμε εμείς και το κακό μας το κεφάλι αλλά οι άλλοι. Αυτοί οι βολικοί αντίπαλοι ήσαν είτε οι συμπατριώτες που ανήκαν σε άλλο κόμμα, είτε η πολιτικοοικονομική ελίτ, είτε οι ξένοι δανειστές – οι τοκογλύφοι, οι συνωμότες της νέας τάξης. Το τραγικό είναι ότι στη χώρα μας οι καταστροφές δικαιώνουν την καχυποψία ότι κάποιοι έχουν το κακό μας στο μυαλό, και αυτό ακυρώνει τις προσπάθειες ανάκαμψης. Οταν «άλλοι» φταίνε, δεν χρειάζεται ούτε να αναλάβουμε τις δικές μας ευθύνες ούτε να εκπονήσουμε δικό μας πρόγραμμα για να βγούμε από την κρίση. Αφενός, ό,τι κάνουμε εμείς θα είναι μάταιο, αφετέρου, έχουμε μάθει να αποφασίζουν άλλοι για εμάς και εμείς μετά να υπονομεύουμε αυτά που μας προτείνουν. Ετσι δεν χρειάζεται να κουραζόμαστε με δικές μας προσπάθειες, ούτε να απογοητευόμαστε με τις δικές μας αποτυχίες. Μας αρκεί να μπορούμε να παραμένουμε θυμωμένοι και να αισθανόμαστε ταπεινωμένοι.
Οφείλουμε να σημειώσουμε, όμως, ότι ο διχασμός είναι ακαταμάχητος. Μας προσφέρει μια περίεργη, απόλυτη απόλαυση. Είναι λύτρωση –σε μια ζωή γεμάτη πραγματικούς συμβιβασμούς, μικρούς και μεγάλους– να συμπεριφερόμαστε ως ασυμβίβαστοι όσον αφορά την πολιτική, τον «ταξικό πόλεμο», το ποδόσφαιρο. Οι άλλοι είναι κακοί και πάντα φταίνε, εμείς είμαστε οι καλοί και πάντα αδικημένοι. Οποιο κόμμα εκμεταλλεύεται αυτό το ρεύμα κερδίζει. Κύριος στόχος μας δεν είναι να προετοιμαζόμαστε για τις προκλήσεις αλλά να βρούμε άκρη με τον διαιτητή – μάλλον, να ανήκουμε στην ομάδα της οποίας οι ιδιοκτήτες επιβάλλουν στους διαιτητές τη δική τους βούληση.
Αυτή η ηδονή της διχόνοιας, που σε δευτερόλεπτα μας πάει από τον θρίαμβο στο παράπονο και τούμπαλιν, είναι εθιστική αλλά και αποτελεσματική. Οταν συσπειρωνόμαστε γύρω από την αίσθηση ότι μόνο το δικό μας κόμμα είναι καλό, πετυχαίνουμε πολλά. Εως ότου η άλλη ομάδα πετύχει μεγαλύτερη συσπείρωση, όταν πιάσει τον διαιτητή, και μας κατατροπώσει. Ετσι η ζωή είναι συναρπαστική. Αλλά ό,τι χτίζουμε, το γκρεμίζουμε.