Εφημερίδα Η Αξία
25 Αυγούστου 2012
Σήμερα όλο και πιο συχνά διαπιστώνουμε ότι ο λαϊκισμός έχει λάβει εκρηκτικές διαστάσεις στη χώρα μας. Υπερβαίνοντας μάλιστα τις παραδοσιακές διαιρέσεις Δεξιάς–Αριστεράς, διαπερνά όλο το πολιτικό φάσμα, βρίσκοντας πρόσφορο έδαφος σε ειδικές κοινωνικές ομάδες και κατηγορίες. Στην πραγματικότητα ο εθνικόφρων λαϊκισμός αγκαζέ με τον «αριστερό» συντηρητισμό αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Είναι γεγονός ότι ο λαϊκισμός υπήρξε απότοκος της οικονομικής κρίσης. Εκμεταλλευόμενες τα λάθη, τις ανεπάρκειες και τις ανερμάτιστες πολιτικές που ακολούθησαν η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ κατά την περίοδο 2004 – 2011, οι δυνάμεις του λαϊκισμού διεύρυναν την επιρροή και την παρουσία τους στην πολιτική ζωή του τόπου. Η χρεοκοπία της χώρας γέννησε πολιτικά σχήματα με λαϊκίζοντα προσανατολισμό, ενώ συνέβαλε καθοριστικά στη μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ σε αυθεντική πολιτική του έκφραση.
Βέβαια οι δυνάμεις του λαϊκισμού διατηρούν ισχυρές συνιστώσες τόσο στη Νέα Δημοκρατία όσο και στο ΠΑΣΟΚ, αλλά ο βασικός κορμός τους βρήκε πολιτική στέγη κάτω από την ομπρέλα του ΣΥΡΙΖΑ. Ως γνήσια έκφραση του λαϊκισμού, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει καταστεί πολιτικός συνήγορος όλων εκείνων των δυνάμεων που δεν θέλουν να αλλάξει τίποτα στον τόπο. Λειτουργεί ως αποκούμπι των συντεχνιών, της δημοσιοϋπαλληλίας, αλλά και όλων εκείνων των κοινωνικών ομάδων που είναι ταυτισμένες με το πιο αντιπαραγωγικό και παρασιτικό μοντέλο που έχει να επιδείξει η χώρα σε καίριους τομείς της οικονομίας και της διοίκησης.
Προσπαθώντας να αντιγράψει το αρχέγονο ΠΑΣΟΚ, μετατράπηκε σε πολιτική καρικατούρα της πιο λαϊκίστικης περιόδου. Αρνούμενος να δει την πραγματικότητα, ο ΣΥΡΙΖΑ καταφεύγει σε ξεπερασμένες σκιαμαχίες, ανιστόρητους βερμπαλισμούς και ανέξοδες υποσχέσεις. Στοχοποιώντας τα μνημόνια, παραβλέπει εσκεμμένα το γεγονός ότι η χώρα κατέφυγε σε αυτά γιατί βρέθηκε στο χείλος του γκρεμού. Εκτιμώντας ότι η χρεοκοπία θα φουσκώσει τα πολιτικά του πανιά και θα ενισχύει την επιρροή του επενδύει πολιτικά σε αυτή, φτάνοντας στο σημείο να τη θεωρεί επιβεβλημένη και αναγκαία, προσδοκώντας μάλιστα την επιστροφή στη δραχμή.
Στην πραγματικότητα, αυτή είναι η πολιτική ατζέντα που πρεσβεύει ο χώρος του ΣΥΡΙΖΑ. Υπηρετώντας την με συνέπεια, αντιστρατεύεται το σύνολο των πολιτικών που οφείλει να ακολουθήσει η Ελλάδα, προκειμένου να αποφύγει τη χρεοκοπία και την έξοδό της από την Ευρωζώνη. Έχοντας αναδείξει ως σημείο αιχμής τη ρητορεία εναντίον των αποκρατικοποιήσεων, διολισθαίνει σε έναν πρωτοφανή κρατικισμό. Δεν διστάζει να κάνει λόγο για απώλεια της εθνικής κυριαρχίας, αν παραχωρηθούν κάποιοι λιμένες σε ιδιώτες προς χρήση.
Αντιστρατεύεται την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, καταγγέλλοντας τους πάντες για εκποίηση. Υπερασπίζεται με πάθος τη διατήρηση των κεκτημένων και των προνομίων που απολαμβάνουν διάφορες συντεχνίες του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα. Αρνείται το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, ξέροντας ότι αυτή είναι μια από τις μεγάλες παραδοξολογίες που έχει να επιδείξει η Ελλάδα έναντι των προηγμένων χωρών της Ευρώπης.
Προσδοκώντας πολιτικά οφέλη, φτάνει στο σημείο να πλειοδοτεί ακόμη και ακραίες αντικοινωνικές αντιδράσεις, όπως συνέβη πρόσφατα με τα γεγονότα της Ύδρας. Υιοθετώντας ως πολιτικό υπόδειγμα από τη μια το κακό κράτος και από την άλλη εν γένει το λαό που αυτό εκμεταλλεύεται, δικαιολογεί και υπερασπίζεται τα πιο παρασιτικά κοινωνικά στρώματα, είτε είναι φοροδιαφυγάδες είτε είναι ακραία συντεχνιακά συμφέροντα, αγνοώντας τις συνέπειες των πράξεών του.
Επιμένοντας στον καταγγελτικό λόγο και στην ισοπεδωτική κριτική, παρέχει πολιτική προστασία σε όλες εκείνες τις κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες που υπερασπίζονται τα κεκτημένα τους, αδιαφορώντας για τα μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα στα οποία έχει οδηγηθεί η χώρα.
Για όλα τα δεινά της χώρας θεωρεί υπεύθυνα τα μνημόνια, αλλά και την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις ξένες δυνάμεις που αντιστρατεύονται τα συμφέροντά της, τον καπιταλισμό, το διεθνές κεφάλαιο κ.ά. Με αυτόν τον τρόπο πυροβολεί προς όλες τις κατευθύνσεις, αδιαφορώντας για τις συνέπειες των πολιτικών που υποστηρίζει.
Γνωρίζει ότι υπάρχουν δυνάμεις εντός Ευρώπης που απεργάζονται την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, γι’ αυτό και προσπαθεί να εκμεταλλευτεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ξέρει ότι οι πολιτικές που είναι υποχρεωμένη να ακολουθήσει η κυβέρνηση θα έχουν κοινωνικό και πολιτικό κόστος και προσπαθεί εγκαίρως να καρπωθεί τις αντιδράσεις, την απόγνωση, ακόμη και το φόβο των πολιτών. Η στρατηγική που ακολουθεί υπαγορεύεται από μικροπολιτικές και κομματικές σκοπιμότητες.
Ως πολιτικός εκφραστής των δυνάμεων του λαϊκισμού, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν νοιάζεται για τη δημοσιονομική προσαρμογή της χώρας, για τη βελτίωση των σχέσεών της με τους Ευρωπαίους εταίρους, για την αξιοποίηση των ευκαιριών και των δυνατοτήτων που προσφέρονται, και το κυριότερο από όλα δεν καταθέτει συγκεκριμένες εναλλακτικές προτάσεις για την έξοδο από την κρίση. Επικαλούμενος τα λαϊκά συμφέροντα κατακεραυνώνει τους πάντες χωρίς να προτείνει κάτι συγκεκριμένο. Στην ουσία οι απόψεις του συνιστούν ένα πλέγμα ανορθολογικών, αναχρονιστικών και συντηρητικών αντιλήψεων που βρίσκονται σε δυσαρμονία με το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον.
Εξάλλου, εξετάζοντας διαχρονικά τον λαϊκισμό, θα διαπιστώσουμε ότι πάντα απευθυνόταν στα πιο άγρια ένστικτα των πολιτών, θεωρώντας το λαό ως υπέρτατο κριτή και φορέα της μοναδικής αλήθειας. Είναι γνωστές οι μάχες οπισθοφυλακής που έδωσε, προκειμένου να μην υλοποιηθούν καίριες μεταρρυθμίσεις και σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές, λειτουργώντας ως δύναμη αποτροπής για τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Αρνούμενες την οποιαδήποτε αλλαγή στην οικονομία και στη διοίκηση, οι λαϊκιστικές δυνάμεις του βαθέος ΠΑΣΟΚ αλλά και της αποκαλούμενης λαϊκής Δεξιάς ακύρωσαν στην πράξη τις οποιεσδήποτε προσπάθειες επιχειρήθηκαν.
Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση του «Τσοβόλα δώστα όλα», η οποία ανέκοψε το σταθεροποιητικό πρόγραμμα τη στιγμή που είχε αρχίσει να αποδίδει καρπούς. Καταλυτική υπήρξε επίσης η πρόσφατη διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, η οποία με λαϊκίστικες πολιτικές εκτόξευσε το έλλειμμα και το δημόσιο χρέος στα ύψη. Και βεβαίως τη χαριστική βολή για τη χώρα την έδωσε η διακυβέρνηση Παπανδρέου, η οποία με τις ανερμάτιστες πολιτικές της οδήγησε την οικονομία σε πλήρη κατάρρευση.
Συνεπώς, η Ελλάδα δεν βρέθηκε τυχαία στον αστερισμό της υπανάπτυξης. Την οδήγησαν εκεί τα βαρίδια του λαϊκισμού, τα οποία αντιτάχθηκαν με όλα τα μέσα στην ανάγκη εξευρωπαϊσμού της, αρνήθηκαν την προσαρμογή της στα νέα δεδομένα θεωρώντας την μια ιδιαίτερη και ιδιάζουσα περίπτωση, η οποία μπορεί να λειτουργήσει με τους δικούς της κανόνες και ρυθμούς. Ο δημοσιονομικός της εκτροχιασμός δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Ήταν η φυσική συνέπεια των πολιτικών που ακολούθησε.
Συμπερασματικά, θα έλεγα πως ο λαϊκισμός ήταν και παραμένει ένα σημαντικό ανάχωμα για την αναζωογόνηση της οικονομίας και την ανάταξη της Ελλάδας. Ήταν και παραμένει η γάγγραινα τόσο για την πολιτική, όσο και για την ίδια τη χώρα. Επομένως, για να μπορέσουμε να κερδίσουμε το μεγάλο στοίχημα της δημοσιονομικής εξυγίανσης και της ανάταξης της οικονομίας θα πρέπει στο δίλημμα λαϊκισμός ή ορθολογισμός να πάρουμε σαφή και καθαρή θέση προκρίνοντας τη στρατηγική του ορθολογισμού.