Εφημερίδα Η Αξία
2 Μαρτίου 2013
Τον προηγούμενο αιώνα ο Καρλ Μαρξ είχε κάνει λόγο για το φάντασμα του κομμουνισμού που πλανιόταν στην Ευρώπη. Σήμερα αν κάτι ξεπροβάλλει στον ευρωπαϊκό ορίζοντα είναι το φάντασμα του λαϊκισμού. Και αυτό δεν είναι απλή πρόβλεψη, αλλά μια αδιάψευστη πραγματικότητα για τις κυοφορούμενες εξελίξεις στο μεγάλο κοινωνικό αρχιπέλαγος της Γηραιάς Ηπείρου.
Οι ιταλικές εκλογές ήταν μεγάλη αποκάλυψη. Επιβεβαίωσαν με τον χειρότερο τρόπο τη δύναμη του λαϊκισμού ο οποίος, όπως φαίνεται, εξαπλώνεται σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, λιγότερο ή περισσότερο ανεπτυγμένες. Το φαινόμενο δεν είναι κάτι καινούργιο, υπήρχε και τα προηγούμενα χρόνια. Όμως, πάντα βρισκόταν στις παρυφές του πολιτικού συστήματος, δεν είχε προσβάλει τον πυρήνα του. Σήμερα, ωστόσο, η εξάπλωσή του είναι πρωτοφανής. Βρίσκει πρόσφορο έδαφος σε ευρύτερες και διαφορετικές κοινωνικές ομάδες. Διαπερνά όλο το πολιτικό φάσμα, καθώς οι πολιτικές του σημάνσεις είναι τόσο αριστερόστροφες όσο και δεξιόστροφες.
Στην πραγματικότητα, ο λαϊκισμός συνιστά ένα συνονθύλευμα αντιφατικών και αλλόκοτων απόψεων, εμποτισμένων με μια ανορθολογική κριτική που αποδομεί τα πάντα. Ρίχνοντας στο μίξερ του την αντικαπιταλιστική ρητορεία, την ξενοφοβία, την αριστεροσύνη, τις φασίζουσες και αντιπολιτικές διακηρύξεις, το ρατσισμό, τη θρησκοληψία, τον εθνικισμό, τον εθνοκεντρισμό, το αντισυστημικό μένος, το ταξικό μίσος, τον κοινωνικό φθόνο, τον κυνισμό, τη δημαγωγία κ.λπ., δημιουργεί έναν πολιτικό, ταξικό και κοινωνικό πολτό.
Ως πολιτικό προϊόν, εμφανίζεται και αναπτύσσεται σε συνθήκες οξείας οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Αξιοποιώντας υπαρκτά προβλήματα, πυροβολεί ασύστολα δεξιά και αριστερά, διεκδικώντας για τον εαυτό του τη μοναδική αλήθεια. Διαπνέεται από έντονη κοινωνική και πολιτική τύφλωση, διολισθαίνοντας πολλές φορές σε πρακτικές κανιβαλισμού.
Ενοχοποιώντας τους πάντες και τα πάντα, αυτοεμφανίζεται ως αντισυστημική παρουσία. Αμφισβητώντας συλλήβδην την πολιτική, τα κόμματα και τους εκπροσώπους τους, αντιμετωπίζει τον λαό ως σωτήρια, καθαρή και μυθική δύναμη, υποδαυλίζοντας παράλληλα τα πιο άγρια ένστικτά του. Καλλιεργώντας την εσωστρέφεια και τον φόβο, περιχαρακώνεται σε εθνοκεντρικές αντιλήψεις. Δεν είναι τυχαία η νεκρανάσταση του Μπερλουσκόνι, αλλά και τα μεγάλα εκλογικά ποσοστά του Γκρίλο στην Ιταλία. Ο λαϊκισμός και η εθνικιστική τους ρητορεία βρήκαν ανταπόκριση, λόγω και της οικονομικής κρίσης που αντιμετωπίζει η γειτονική χώρα.
Στην πραγματικότητα, ο λαϊκισμός δεν είναι τίποτα άλλο από την ήττα της πολιτικής. Λειτουργεί ως καταφύγιο όλων εκείνων που αμφισβητούν την αποτελεσματικότητα και την ηθική της διάσταση. Τα φαινόμενα φθοράς και διαφθοράς της πολιτικής τάξης, σε συνδυασμό με την πρωτοφανή λιτότητα, την ανέχεια, την εξαθλίωση, την ανεργία, τη φτωχοποίηση μεγάλων κοινωνικών ομάδων, την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια των Ευρωπαίων πολιτών, ρίχνουν νερό στον μύλο των δυνάμεων του λαϊκισμού.
Είναι γεγονός ότι η κρίση γεννά πολιτικά εκτρώματα και τέρατα στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Δημιουργώντας ένα ασταθές και ρευστό πολιτικό τοπίο, θέτει σε αμφισβήτηση το οικοδόμημα της ενοποίησης. Για τους λαϊκιστές η ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι το κατεστραμμένο είδωλο μιας ευημερούσας και ανεπτυγμένης Ευρώπης. Δεν συγκινούνται ούτε πείθονται από το εγχείρημα της οικονομικής και νομισματικής ένωσης. Αντίθετα, πιστεύουν ότι είναι συνώνυμο των πολιτικών που πλήττουν θανάσιμα το εισόδημα μεγάλων κοινωνικών ομάδων, οδηγώντας τους κάτω από τα όρια της φτώχειας.
Η έκρηξη του λαϊκισμού ενέχει τον κίνδυνο στις ευρωεκλογές που θα πραγματοποιηθούν σε ένα χρόνο από τώρα, όχι μόνο να προκαλέσει έντονες αρρυθμίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά να αμφισβητήσει δυναμικά την ίδια τη συνοχή των ευρωπαϊκών δομών, με πρώτη και κύρια αυτή της Ευρωζώνης. Ο κίνδυνος είναι υπαρκτός και μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με έναν πραγματικό και ουσιαστικό αναπροσανατολισμό της στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τα τελευταία χρόνια η Ένωση έχει χάσει την προωθητική δύναμη που διέθετε πριν από κάποιες δεκαετίες. Στερούμενη μιας στρατηγικής για την οικονομική και κοινωνική της ανάπτυξη, παγιώθηκε ως μια διακυβερνητική συνεργασία με έντονες τις ενδοπεριφερειακές αντιθέσεις. Αυτοπεριορίστηκε στη δημοσιονομική εξυγίανση των χωρών-μελών, χωρίς να τη συνδέει με πολιτικές που θα προστάτευαν την απασχόληση και το βιοτικό επίπεδο των πολιτών της. Μένοντας προσηλωμένη στο μονοθεματικό της χαρακτήρα, η ευρωπαϊκή ενοποίηση οδηγείται με βεβαιότητα στην αστάθεια και στην απορρύθμιση.
Την ίδια στιγμή, οι παραδοσιακές φιλοευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις, είτε έχουν κεντροδεξιά είτε κεντροαριστερή σήμανση, θεωρούνται υπεύθυνες για την κρίση και την καταβαράθρωση των πολιτικών κοινωνικής προστασίας και αλληλεγγύης. Γι’ αυτό και μεγάλες κοινωνικές κατηγορίες πολιτών γυρίζουν την πλάτη στα παλιά πολιτικά κόμματα, ενώ φουσκώνουν τα πανιά καινοφανών μορφωμάτων που συγκροτούν οι ποικιλώνυμοι αγανακτισμένοι πολίτες εργατικών αλλά και μεσοαστικών στρωμάτων.
Στην Ιταλία ο Γκρίλο και ο Μπερλουσκόνι, στην Ελλάδα η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, μαζί με άλλους αποκαλούμενους αντισυστημικούς ακροδεξιάς και ακροαριστερής πατέντας, αποκτούν το δικό τους ακροατήριο που κάθε άλλο παρά αμελητέο είναι. Στη χώρα μας το ρεύμα του λαϊκισμού διαχέεται ακόμη και μέσα στις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό και η ηγεσία του οφείλει να οριοθετηθεί χωρίς μισόλογα και υστεροβουλίες.
Η κρίση που διαπερνά σήμερα το ευρωπαϊκό οικοδόμημα είναι κατ’ αρχήν κρίση των ίδιων των πολιτικών υποκειμένων. Οι δυνάμεις που κυριαρχούσαν επί πολλά χρόνια στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, δεν μπόρεσαν να δώσουν στο εγχείρημα της ενοποίησης ένα ισχυρό κοινωνικό στίγμα και να ενισχύσουν περαιτέρω την κοινοτική αλληλεγγύη. Το ημιτελές εγχείρημα της οικονομικής και νομισματικής ενοποίησης, καθίσταται εμπόδιο για τη συνοχή και την ισόρροπη ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Συμπερασματικά, το φάντασμα του λαϊκισμού δεν αντιμετωπίζεται με εξορκισμούς. Όσο οι ευρωπαϊκές χώρες βρίσκονται παγιδευμένες στις συμπληγάδες της λιτότητας και της κρίσης, τόσο θα καθίσταται αδήριτη η ανάγκη μιας άλλης στρατηγικής για την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη.
Οι δυνάμεις της Κεντροδεξιάς αλλά και της Κεντροαριστεράς, προς το παρόν τουλάχιστον, παραμένουν εγκλωβισμένες σε μια διαχειριστική πολιτική, η οποία το μόνο που κάνει είναι να ανακυκλώνει τα γνωστά προβλήματα και αδιέξοδα.