Γιάννης Βούλγαρης
Τα Νέα, 10/05/2020
Είναι ίδιον των κρίσεων. Φέρνουν στην επιφάνεια τα αδρότερα χαρακτηριστικά μιας χώρας, αναδεικνύουν τις καλές και τις κακές πλευρές της, ρίχνουν φώς σε θέματα που ήταν στο ημίφως, επιταχύνουν προϋπάρχουσες τάσεις. Από την άλλη, η κρίση καθαυτή αποτελεί ένα αυτοτελές «γεγονός», στη διαχείρισή της κρίνονται ηγεσίες, κόμματα, θεσμοί, κρίνεται η ίδια η κοινωνία. Κατά τούτο μπορεί να παραγάγει μακροπρόθεσμα αποτελέσματα. Μακροχρόνιες δομικές τάσεις και μάχιμες επιλογές που γίνονται στο καμίνι του κινδύνου και της αβεβαιότητας, αθροίζονται κάποια στιγμή στη συλλογική συνείδηση και κάνουν ταμείο. Διεθνώς η ώρα αυτή δεν έχει έρθει, η υγειονομική κρίση παραμένει, οι οικονομικές επιπτώσεις είναι προς το παρόν απροσδιόριστες, και οι γεωπολιτικές παιζόμενες με κομβικό σημείο τις αμερικανικές εκλογές τον Νοέμβριο του 2020.
Στην Ελλάδα κάποιος απολογισμός έχει ήδη γίνει, χάρη στην επιτυχή διαχείριση της πρώτης φάσης της επιδημίας. Θεωρήθηκε «έκπληξη». Έκπληξη όμως δεν ήταν. Ήταν μία από τις ευτυχείς περιπτώσεις της εθνικής ιστορίας όπου η αντιμετώπιση μιας κρίσης εξαρτάται από τη συγκέντρωση της πολιτικής απόφασης στις κορυφές του Κράτους, την ικανότητα της ηγεσίας να αντιληφθεί το πρόβλημα, τη γρήγορη αναδιάταξη τμημάτων του διοικητικού μηχανισμού και την αναγνωρισμένη επάρκεια του επιστημονικού δυναμικού της χώρας. Η πειθαρχία που ως τώρα έδειξε η ελληνική κοινωνία δεν ήταν μόνο ή τόσο αποτέλεσμα της υπακοής των «κάτω» στην Εξουσία, ήταν ταυτόχρονα αυτοσυμμόρφωση πολιτών που συνδύασαν τον ατομικό φόβο με την οικογενειακή και κοινωνική ευθύνη. Χρειάζεται να το υπογραμμίσουμε. Η Ελλάδα, όχι μόνο αντιμετώπισε επιτυχώς την υγειονομική κρίση, αλλά τήρησε με ιδιαίτερη προσοχή τους κανόνες του κράτους δικαίου και τη δημοκρατική διαδικασία, σεβόμενη και τις κριτικές που προβλήθηκαν από την «κοινωνία των πολιτών». Είπαμε, η κρίση αναδεικνύει τα αδρότερα χαρακτηριστικά της χώρας. Εν προκειμένω επιβεβαίωσε την ωριμότητα των δημοκρατικών θεσμών της μεταπολιτευτικής Ελλάδας και τη διάχυτη συναίνεση που χαίρουν. Το είχαμε διαπιστώσει ήδη σε πιο δύσκολες καταστάσεις, όταν στην περίοδο της χρεοκοπίας 2010-2019 άντεξαν την πίεση της αντιμνημονιακής «αγανάκτησης» με τις έκδηλες αντιδημοκρατικές ή ανοιχτά φασιστοειδείς συμπεριφορές της.
Αυτή την επιβεβαίωση υποτιμούν οι απόψεις που εκφράστηκαν για τους κινδύνους που ενέχει για τους δημοκρατικούς θεσμούς η κρατική επιβολή των υγειονομικών μέτρων. Αφήνοντας στην άκρη τη γελοία συνομωσιολογία περί γενικού σχεδίου κοινωνικού ελέγχου, διατυπώθηκαν δύο διαφορετικής τάξης επιχειρήματα. Η πρώτη επιχειρηματολογία αφορά τους κινδύνους για την ιδιωτικότητα λόγω του πλήθους των προσωπικών δεδομένων που συσσωρεύονται μέσω των ψηφιακών και βιολογικών τεχνολογιών. Αυτή είναι μια συζήτηση που θα πυκνώνει στο μέλλον, και αφορά πρωτίστως τις φιλελεύθερες δημοκρατίες, οι οποίες όχι τυχαία, είναι και οι πρώτες ανησυχούσες. Ας μην παραβλέψουμε όμως ένα γεγονός. Λίγο καιρό πριν, τα αυταρχικά καθεστώτα του Κόσμου είχαν αρχίσει, με σχετική αλαζονεία, να απαξιούν τη φιλελεύθερη δημοκρατία, υποστηρίζοντας ότι τα δικά τους καθεστώτα ανταποκρίνονται καλύτερα στις νέες ανάγκες ανάπτυξης και ευημερίας των πληθυσμών τους. Με την πανδημία, οι αυταρχισμοί έγιναν πιο αυταρχικοί αλλά όχι πάντα πιο αποτελεσματικοί. Αντιθέτως, οι φιλελεύθερες δημοκρατίες στάθηκαν ικανές να λάβουν τα αναγκαία μέτρα μέσα σε ελάχιστο χρόνο, σεβόμενες ταυτόχρονα τη δημοκρατική λειτουργία, τη διαφάνεια και τη συναίνεση των πολιτών. Είναι ένα κεκτημένο που έχει τη σημασία του καθώς διανύουμε μια περίοδο μείωσης των δημοκρατικών καθεστώτων και ίσως βαδίζουμε σε έναν Κόσμο που θα ενταθεί η πολιτική ανομοιογένειά του.
Σε κάθε περίπτωση, αυτή είναι μια συζήτηση που περιλαμβάνει μεν την Ελλάδα, αλλά και την υπερβαίνει γιατί σχετίζεται με διλήμματα που γεννιούνται σε τεχνολογικά υπεραναπτυγμένα περιβάλλοντα. Αντιθέτως, η δεύτερη επιχειρηματολογία ακουμπά στην πρόσφατη ελληνική πραγματικότητα. Εδώ ο υποτιθέμενος κίνδυνος συνίσταται στην παραβίαση του «διεκδικητικού κεκτημένου» της μεταπολιτευτικής περιόδου, είτε από τον αυτοπεριορισμό λόγω του φόβου του κορωνοϊού είτε από την κρατική εκμετάλλευση του φόβου. Στην πραγματικότητα το επιχείρημα λίγο διαφέρει από την ιδεολογική υπεράσπιση γνωστών κομματικο-συνδικαλιστικών παθογενειών της μεταπολιτευτικής Ελλάδας που επιδεινώθηκαν στη διάρκεια της χρεοκοπίας. Ακραίος συντεχνιασμός, αρτηριοσκληρωτικός και αντικοινωνικός συνδικαλισμός του δημόσιου τομέα, πολιτική δημαγωγία ενός πολωμένου και αυτονομημένου κομματικού συστήματος, περιορισμένη ικανότητα του Κράτους να ασκήσει τον συντονιστικό του ρόλο και να συνθέσει τα επιμέρους κοινωνικά αιτήματα σε μια μεταρρυθμιστική προοπτική. Από κοινού συνέργησαν στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό και αργότερα στην πολυετή παραμονή στα μνημόνια, στην περίοδο των οποίων προστέθηκε η εχθροπάθεια και ο πρωτοφανής εκβαρβαρισμός της δημόσιας σφαίρας.
Όλα αυτά δεν κινδυνεύουν από μια φαντασιακή αυταρχική πολιτική «νόμου και τάξης» του Κράτους. Αντιθέτως, η κοινωνία κινδυνεύει και πάλι από αυτά. Όχι ότι θα υπάρξει μια επανάληψη της εμπειρίας 2010-2016, όσο και αν οι τότε πρωταγωνιστές ελπίζουν και ακροβολίζονται, όπως δείχνει η όξυνση της αντιπολιτευτικής δημαγωγίας, οι νέες συμπτώσεις ακροδεξιάς και κάποιας αριστεράς, οι μπαχαλάκικες «συλλογικότητες» και η σοσιαλμιντιακή βαρβαρότητα. Η κοινωνία δεν θα ακολουθήσει γιατί βρίσκεται αλλού. Και γιατί τα δύσκολα είναι μπροστά μας. Η Ελλάδα έχει να διαχειριστεί τρεις τεμνόμενες διαδικασίες: χαλάρωση των υγειονομικών μέτρων – αντιμετώπιση της άμεσης οικονομικής κρίσης και της ανεργίας – δρομολόγηση μεταρρυθμίσεων του εθνικού μοντέλου ανάπτυξης σε συντονισμό με την αναζητούμενη ακόμα οικολογική και ψηφιακή στρατηγική της Ευρώπης. Καμία από αυτές δεν λύνεται με αυταρχικές μεθόδους, πόσω μάλλον ο συνδυασμός τους. Πολύ εύκολα όμως η χώρα μπορεί να παγιδευτεί αν υποτροπιάσει το πολιτικό κλίμα. Σε αυτή την περίπτωση η υγειονομική απειλή θα καιροφυλακτεί, η οικονομική ύφεση θα επιδεινώνεται και οι διαρθρωτικές αλλαγές θα πάνε στις καλένδες. Σήμερα χρειαζόμαστε μια ορισμένη πολιτική καταλλαγή, την περιθωριοποίηση των ακραίων από τα ίδια τους τα κόμματα, την ενίσχυση του προγραμματικού λόγου έναντι της γυμνής δημαγωγίας. Η κοινωνία βίωσε μια έκτακτη κατάσταση που ευνοεί περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά μια κουλτούρα υπευθυνότητας και σεβασμού των ορίων. Είναι λοιπόν ευεπίφορη σε ένα νέο πολιτικό κλίμα και περιμένει σταθερά σημεία προσανατολισμού από τις ηγεσίες. Δεν είναι αλήθεια ότι ο φόβος καταλήγει σε δύο μόνο εναλλακτικές κοινωνικές συμπεριφορές: ή σύγκρουση ή παραίτηση – fight or flight όπως λένε οι αγγλοσάξονες. Μπορεί και να ευνοήσει δράσεις που στοχεύουν να αλλάξουν τα πράγματα έτσι ώστε να περιοριστούν οι αιτίες της απειλής, να μετριαστούν οι επιπτώσεις. Μπορεί με άλλα λόγια, η πολιτική του φόβου να ενωθεί με την πολιτική της ελπίδας σε μια προοπτική μεταρρυθμίσεων και αναβάθμισης της ποιότητας της Δημοκρατίας μας η οποία αντιστάθηκε μεν, αλλά κακοπάθησε την τελευταία δεκαετία.
Είναι άλλωστε μια εξαιρετική διπλή πρόκληση. Η Ελλάδα να συνεχίσει να επαινείται για την αντιμετώπιση της κρίσης του κορωνοϊού και ταυτόχρονα να ενισχύσει το προφίλ της ως μια σταθερή φιλελεύθερη δημοκρατία σε έναν Κόσμο αβεβαιότητας όπου το είδος δοκιμάζεται.