Εφημερίδα Η Αξία
5 Οκτωβρίου 2013
Η πόλωση ήταν και παραμένει βασικό χαρακτηριστικό της εγχώριας πολιτικής ζωής. Την τακτική αυτή πρωτίστως ακολούθησαν τα κόμματα εξουσίας. Αποτελούσε το βασικό τους όπλο για την κατάκτηση και τη διατήρησή της.
Οι δυνάμεις του παλιού δικομματισμού, το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία, βρέθηκαν αρκετές φορές, σε όλη τη διάρκεια της μεταπολιτευτικής περιόδου, στα όρια του παροξυσμού. Οι αντιπαραθέσεις τους δεν αφορούσαν την ουσία της πολιτικής, των προτάσεων και των θέσεών τους. Χαρακτηρίζονταν από τις προσωπικές αιχμές, τις αναφορές στην προϊστορία των δύο μονομάχων και των αρχηγών τους.
Η μικροπολιτική κυριαρχούσε. Απώτερος στόχος, η φθορά, η αποδόμηση, η απαξίωση του αντιπάλου, η καλλιέργεια αρνητικού κλίματος σε βάρος του, προκειμένου να κερδηθούν πολιτικά οφέλη. Αξιοσημείωτο του κλίματος ήταν ότι οι κομματικοί μηχανισμοί πίστευαν πως οι πολίτες συνήθως καταψηφίζουν, δεν επιδοκιμάζουν προτάσεις και θέσεις. Και βεβαίως την αντίληψη αυτή φρόντιζαν να την καλλιεργούν, αφού τους βόλευε για να θεμελιώσουν την επικυριαρχία τους. Ο διάλογος στο πεδίο της πολιτικής και των ιδεών θεωρήθηκε περιττός από τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου. Η συνεννόηση αντιμετωπιζόταν ως ένδειξη αδυναμίας, ενώ η συναίνεση και η συνεργασία, απεμπόληση της αυθυπαρξίας τους.
Η στρατηγική της έντασης ήταν μονόδρομος, προκειμένου να καλύψουν την ένδεια αντιπροτάσεων και την έλλειψη θεμελιωμένων επιχειρημάτων. Εξάλλου αυτή είχε κι ένα πρόσθετο πλεονέκτημα: τους επέτρεπε να αποφεύγουν την αποσαφήνιση των θέσεών τους. Με γενικόλογες διατυπώσεις, βερμπαλισμούς και στομφώδεις διακηρύξεις δεν αναλάμβαναν συγκεκριμένες δεσμεύσεις. Μπορεί η αντιπαράθεσή τους να χτύπαγε κόκκινο, στην πραγματικότητα όμως ήταν άσφαιρη.
Έτσι λοιπόν στην Ελλάδα των πολλών και φλεγόντων προβλημάτων, η οξεία πολιτική πόλωση, οι προσωπικοί διαξιφισμοί, ο εξοβελισμός του διαλόγου, συνέτειναν στην απουσία κουλτούρας συνεργασιών. Αντιθέτως, οι αυτοδύναμες κυβερνήσεις ήταν κάτι σαν φετίχ. Θεωρήθηκαν ισχυρές και αποτελεσματικές, ενώ στην πραγματικότητα ενείχαν τις ενδογενείς αδυναμίες και τις αντιφάσεις του κάθε κόμματος που τις συγκροτούσε.
Η παντοδυναμία τους εστιαζόταν απλώς και μόνο στην κομματοκρατία, στην προστασία των κολλητών, στο χάιδεμα των ψηφοφόρων, στην εξυπηρέτηση συντεχνιακών συμφερόντων διαφόρων κοινωνικών ομάδων. Απέφευγαν να πάρουν αποφάσεις γιατί δεν ήθελαν να υποστούν το πολιτικό κόστος. Περιορίστηκαν στην απλή διαχείριση και άρα στην ανακύκλωση των προβλημάτων. Με την τακτική «δώσε χρόνο στο χρόνο» άφησαν να συσσωρεύονται μια πλειάδα εκκρεμοτήτων του παρελθόντος. Ούτε λόγος για τις αναγκαίες και απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις στην οικονομία, στο παραγωγικό μοντέλο, στη διοίκηση στους θεσμούς.
Ακόμη κι όταν η χώρα βρέθηκε στο χείλος του γκρεμού, το κομματικό σύστημα συνέχιζε να ακολουθεί με απόλυτη συνέπεια την καταστροφική τακτική της πόλωσης, της έντασης και της τυφλής σύγκρουσης. Χαρακτηριστικό της παθογένειάς του είναι ότι τη συμπεριφορά αυτή δεν την έχει εγκαταλείψει ούτε και τώρα που οι πολίτες με την ψήφο τους, στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση, προέκριναν την ανάγκη συναινέσεων και συνεργασίας.
Τα συγκυβερνώντα κόμματα λειτουργούν σαν να μην έχουν αντιληφθεί ακόμη τι έχει μεσολαβήσει. Αν και έχει περάσει πάνω από ένας χρόνος, δεν μπόρεσαν να μοντάρουν τη συμπαράταξή τους. Αφ’ ενός γιατί ακολουθούν τις πάγιες και μαρμαρωμένες πολιτικές τους -δηλαδή εκείνες που μας οδήγησαν στην κρίση και τη χρεοκοπία- και, αφ’ ετέρου γιατί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός τους συνεχίζει να είναι η διασφάλιση του κομματικού οφέλους.
Η Νέα Δημοκρατία πολιτεύεται με γνώμονα την κατάκτηση της περιβόητης αυτοδυναμίας της. Παραμένοντας δέσμια ενός βαθέος συντηρητισμού, αδυνατεί να αντιπαρατεθεί με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο πεδίο της πολιτικής και σκιαμαχεί μαζί του, ανασύροντας αναχρονιστικές ιδέες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η θεωρία των δύο άκρων.
Αντί να επιλέγει τη συνεννόηση, την ενίσχυση και εμπέδωση του πολιτικού διαλόγου, πράττει το εντελώς αντίθετο: ακολουθεί τη στρατηγική της έντασης για την οποία εγκαλεί τον κύριο αντίπαλό της, τον ΣΥΡΙΖΑ. Στερούμενη στρατηγικής και θέλοντας να καλύψει τα επώδυνα μέτρα που λαμβάνει, επιχειρεί να μεταθέσει την αντιπαράθεση σε ένα ιδεολογικά φορτισμένο επίπεδο. Καταφεύγει σε κοκορομαχίες που μας θυμίζουν τις πιο κακές στιγμές του παλιού δικομματισμού.
Το ΠΑΣΟΚ, έχοντας απωλέσει την κεντρικότητα που επί τρεις δεκαετίες διατηρούσε στο πολιτικό σκηνικό, άγεται και φέρεται από το κλίμα έντασης των δύο νέων μονομάχων. Αποφεύγει να οριοθετηθεί με σαφή και καθαρό τρόπο στην τακτική της πόλωσης που ακολουθεί η Νέα Δημοκρατία, ενώ παρασύρεται και σε μια οξεία και τυφλή αντιπαράθεση με την αξιωματική αντιπολίτευση. Προσπαθώντας να συγκαλύψει τις αντιφάσεις και τις αμφισημίες του, αδυνατεί να λειτουργήσει ως μια ήρεμη και υπεύθυνη συγκυβερνώσα δύναμη.
ΟΣΥΡΙΖΑ, μετά τις ατελέσφορες προσπάθειές του να μετακινηθεί σε πιο ρεαλιστικές θέσεις, έχει παλινδρομήσει σε πολωτικές τακτικές. Φαίνεται πως η βίαιη ωρίμανσή του, την οποία προσδοκά μια μερίδα μετριοπαθών στελεχών του, προσκρούει στις εγγενείς αδυναμίες του. Επιδιώκοντας να οικειοποιηθεί την εύλογη και δικαιολογημένη αντίδραση των πολιτών, διολισθαίνει σε ακραίες και άγονες αντιπαραθέσεις. Η αμφισβήτηση των κυβερνητικών πολιτικών δεν γίνεται στο πεδίο μιας ουσιαστικής και τεκμηριωμένης κριτικής.
Μάλιστα δεν είναι λίγες οι φορές που με άστοχες ενέργειές του πυροδοτεί την κοινωνική πόλωση, θεωρώντας ότι έτσι εξυπηρετούνται οι πολιτικοί στόχοι του. Αντί να συμπεριφερθεί ως υπεύθυνη αντιπολίτευση καταφεύγει σε άκαιρες τοποθετήσεις. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η επιμονή του να συνδέει την αντιναζιστική συμπαράταξη με την αντιμνημονιακή του ατζέντα.
Το κλίμα της έντασης αξιοποιούν για τους δικούς τους λόγους τα νεόκοπα πολιτικά κομματίδια, του ακροδεξιού χώρου. Στερούμενα πολιτικών θέσεων και προκειμένου να δικαιολογήσουν και να συντηρήσουν την ύπαρξή τους, καταφεύγουν σε εξτρεμισμούς και εξαλλοσύνες. Απευθύνονται στα πιο άγρια ένστικτα των πολιτών, προσφέροντας γόνιμο έδαφος να αναπτυχθούν εθνικιστικές, μισαλλόδοξες, αντιευρωπαϊκές απόψεις.
Ωστόσο η πόλωση και η ένταση δεν συνιστούν σοβαρή στρατηγική. Εξυπηρετούν μεσοπρόθεσμους και μικροπολιτικούς στόχους. Τα πολιτικά κόμματα αν θέλουν να είναι χρήσιμα, οφείλουν να συνδιαμορφώσουν ένα πλαίσιο ουσιαστικού διαλόγου, συνεννόησης, ακόμη και συναίνεσης. Κάτι τέτοιο δεν αντιστρατεύεται ούτε τις πολιτικές τους ούτε τις φιλοδοξίες τους. Άλλωστε, σήμερα μια κυβερνητική αυτοδυναμία, οποιασδήποτε κομματικής απόχρωσης, φαίνεται πλέον καθαρά ότι είναι μια χίμαιρα.