Γιάννης Βούλγαρης
Τα Νέα, 06/03/2021
Η δήλωση των συγγενών των θυμάτων της τρομοκρατίας της 17Ν εξέφρασε ασφαλώς το κοινό αίσθημα μιας σύγχρονης Δημοκρατίας που δεν εκδικείται αλλά και δεν ξεχνά ούτε εκβιάζεται. Σε αυτό το πνεύμα, ελπίζουμε η πρόσφατη ενεργοποίηση των προβλεπόμενων διαδικασιών του κράτους Δικαίου και του σωφρονιστικού κώδικα να οδηγήσουν στη λήξη της περιπέτειας διασφαλίζοντας τη ζωή του κρατούμενου. Χρειάζεται να ακυρωθούν οι προθέσεις όσων επιθυμούν να φτάσουν τη σύγκρουση στα άκρα, είτε αυτοί βρίσκονται έξω είτε μέσα στο νομικό, ιατρικό και μιντιακό «περιβάλλον» του φυλακισμένου.
Η αντιπαράθεση που εξελίσσεται με επίκεντρο την υπόθεση Κουφοντίνα, βοηθά να κατανοήσουμε τις ιστορικές ρήξεις που έχουν επέλθει. Ρήξεις που δυσκολευόμαστε να αντιληφθούμε το βάθος τους καθώς ζούμε σε μεταβατική περίοδο και εξακολουθούμε να χρησιμοποιούμε ονόματα, σύμβολα, έννοιες με τις παρελθοντικές σημασίες τους ενώ εδώ και κάποιο καιρό έχουν αλλάξει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ίδια η φυσιογνωμία και ο ρόλος της Αριστεράς, γεγονός που αντανακλάται στη σχέση της με τον νεοαναρχικό χώρο και τη μηδενιστική βία των «μπάχαλων». Γιατί αυτό που κάνει εντύπωση, είναι η επιρροή που βλέπουμε να ασκεί αυτός ο χώρος στον ΣΥΡΙΖΑ.
Ιστορικά η Αριστερά στεκόταν απέναντι στην τρομοκρατία και τους αναρχικούς, ενώ παράλληλα σεβόταν τον απεργό πείνας. Στη μεταπολιτευτική Ελλάδα η Αριστερά καταδίκαζε ανεπιφύλακτα τη 17Ν, αποδοκίμαζε τον νεοαναρχισμό, και παράλληλα στήριζε τα δικαιώματα των κρατουμένων και τον εξανθρωπισμό των φυλακών. Αυτό το παρελθόν εξηγεί τη συναισθηματική ένταση που προκαλεί η υπόθεση Κουφοντίνα στον παλιό αριστερό κόσμο, πέρα από την όποια «ψυχρή» εκτίμηση που ο καθένας κάνει για το «διά ταύτα».
Οι ανωτέρω αντιλήψεις αφορούσαν ωστόσο την ιστορική Αριστερά του 20ου αιώνα που στην Ελλάδα όπως ξέρουμε, ήταν κομμουνιστική, καθώς ούτε η σοσιαλδημοκρατία ούτε ο αναρχισμός ευδοκίμησαν στα μέρη μας. Και αφορούσαν τον κύριο όγκο της ιστορικής Αριστεράς γιατί παράλληλα υπήρχαν μειοψηφικές γκρούπες που στη μεταπολιτευτική περίοδο, στάθηκαν περισσότερο φιλικές στην τρομοκρατία. Η ιστορική Αριστερά είχε διαμορφωθεί στη βάση μιας συνεκτικής αλληλουχίας στην οποία συνεργάζονταν η θεωρία για την κοινωνία (μαρξισμός), ο στρατηγικός στόχος (σοσιαλισμός), το πρόγραμμα και το κοινωνικοπολιτικό υποκείμενο (Κόμμα, εργατική τάξη). Αυτή η συνεκτική αλληλουχία σφυρηλάτησε μια ισχυρή ιστορική ταυτότητα που ήταν στραμμένη στο μέλλον. Και η μνήμη των προηγούμενων αγώνων ήταν «ανάμνηση του μέλλοντος» γιατί προμήνυαν την έλευση της νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Όλα όμως αυτά τελείωσαν το 1989 καταπλακωμένα από το Τείχος που κατέρρευσε.
Από τη δεκαετία του 1990 ζούμε σε νέα εποχή που δεν έφερε το τέλος της Ιστορίας, καθώς η μία κρίση διαδέχεται την άλλη, από τη γεωπολιτική κρίση του 2001, στην χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, στην υγειονομική κρίση του 2020. Από την άλλη όμως, ο καπιταλισμός επικράτησε και παγκοσμιοποιήθηκε χωρίς να υπάρχει ανταγωνιστικό κοινωνικό μοντέλο ούτε εναλλακτικό όραμα. Σε αυτό το πλαίσιο, άλλαξαν ριζικά οι αντιλήψεις και οι νοοτροπίες των σημερινών σχηματισμών και των ρευμάτων του αριστερού χώρου του 21ου αιώνα. Κυρίως των νέων γενεών, που διαπλάστηκαν στο πλαίσιο των «αντιπαγκοσμιοποιητικών» κινημάτων, του αριστερού ή αριστερίστικου δικαιωματισμού, αλλά και της επιτρεπτικότητας μιας όλο και πιο εξατομικευμένης κοινωνίας ευημερίας. Η διεθνής κρίση του 2008 τροφοδότησε την κοινωνική δυσφορία που βρήκε ποικίλους δρόμους έκφρασης: τον ακροδεξιό και δευτερευόντως τον αριστερό λαϊκισμό, την εμφάνιση κινημάτων διαμαρτυρίας με μικρότερη ή μεγαλύτερη διάρκεια, με περισσότερη ή λιγότερη βία. Σε όλες σχεδόν τις δυτικές χώρες μεταβλήθηκε ο πολιτικός- ιδεολογικός στίβος με κοινό πάντως στοιχείο την υποβάθμιση της ποιότητας της Δημοκρατίας.
Στην Ελλάδα οι μεταβολές βρήκαν τη δική τους εθνική έκφραση. Η οξύτητα της οικονομικής κρίσης, το απόθεμα λαϊκισμού που ήδη διέθετε η χώρα και το σημαντικό βάρος της αριστερής ιδεολογίας, «ριζοσπαστικοποίησε» την κοινωνική ζωή και τις μορφές διαμαρτυρίας. Η «αγανάκτηση» ανέδειξε τον ΣΥΡΙΖΑ και σταθεροποίησε έναν σχετικά ευρύ χώρο νεοαναρχισμού και βίαιου μηδενισμού – και από την άλλη, τους ΑΝΕΛ και τη ΧΑ. Γέννημα του λαϊκιστικού κύματος, ο ΣΥΡΙΖΑ-Κόμμα ζούσε την ασάφεια της φυσιογνωμίας του η οποία αποτυπώθηκε στη σύγχυση των επιλογών του, με χαρακτηριστικότερη τη ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ-Κυβέρνηση. Σε αυτό το κράμα, τα κατάλοιπα της ιστορικής Αριστεράς συνεχίζουν να υπάρχουν, με βαρύνουσα επιρροή στον κομματικό οργανισμό, αλλά με τα όρια που βάζει η νέα εποχή: μια κομμουνιστογενής Αριστερά, που δεν διαθέτει πλέον ορατή εναλλακτική προοπτική, ούτε μπορεί να αποσιωπήσει τα βάρη της ιστορίας του 20ου αιώνα. Την ίδια ώρα, η κεντρική πολιτική πρακτική του κόμματος επιβεβαιώνει τον πρωταρχικά πολυσυλλεκτικό λαϊκιστικό χαρακτήρα του. Η «ριζοσπαστικότητα» την οποία επικαλείται ο ΣΥΡΙΖΑ ως ιδεολογικό προφίλ, είχε έναν και μοναδικό δρόμο να πραγματωθεί: μια τολμηρή στρατηγική μεταρρύθμισης του εθνικού μοντέλου ώστε να υπερβεί την κρίση και τη διεθνή υποβάθμιση – στρατηγική που θα είναι στο γενικότερο πολιτικό και αξιακό πλαίσιο της δημοκρατικής διακυβέρνησης της παγκοσμιοποίησης. Όπως όμως έδειξε η κυβερνητική του θητεία, μια τέτοια επιλογή ούτε αντιστοιχούσε ούτε αντιστοιχεί στη φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ – ούτε φαίνεται στις εν εξελίξει συνεδριακές ζυμώσεις.
Αυτή η αντιφατικότητα της φυσιογνωμίας προκαλεί συνεχείς φαύλους κύκλους καθώς κινείται μεταξύ ενός μετέωρου φαντασιακού ριζοσπαστισμού που δεν πραγματώνεται στην πράξη, και ενός κοινότοπου εκλογικίστικου τακτικισμού που δεν μπορεί να παραγάγει πρόγραμμα και κουλτούρα σύγχρονης διακυβέρνησης. Η επίκληση της αριστερής ταυτότητας του 20ου αιώνα δεν λύνει το πρόβλημα καθώς ανήκει στο παρελθόν, ενώ το ίδιο συμβαίνει με τον παρωχημένο αντιδεξισμός στον οποίο καταφεύγει όλο και περισσότερο.
Όμως ο φαντασιακός ριζοσπαστισμός δεν είναι αβλαβής. Κάνει τον τακτικισμό επιθετικό, πολωτικό και εχθροπαθή. Και επειδή η πόλωση δεν μπορεί να βασιστεί στις προγραμματικές διαφορές ή στον απολογισμό της κυβερνητικής θητείας, καταφεύγει σταθερά στη μνήμη ανακινώντας τις πιο συγκρουσιακές στιγμές, όχι για να επεξεργαστεί και να υπερβεί τα «ιστορικά τραύματα», αλλά για να αφήσει ανοιχτές τις πληγές. Η ανάκληση των εικόνων του Εμφυλίου είναι το πιο κραυγαλέο παράδειγμα. Σε αυτό συναντάται με τον «αντιεξουσιαστικό» χώρο. Η συνάντηση δεν οφείλεται μόνο στην πρόθεση να χρησιμοποιήσει το μπάχαλο για αντιπολιτευτικούς λόγους. Ούτε εξηγείται μόνο με τις παλιές και ξεπερασμένες ιδεολογικές συγγένειες αριστερίστικων ομάδων προς την τρομοκρατία. Η καταφυγή στη μνήμη που μένει εγκλωβισμένη σε ένα παρελθόν που δεν περνά, είναι η άλλη όψη της μετέωρης φυσιογνωμίας του χώρου του ΣΥΡΙΖΑ. Καταφυγή που δεν λύνει το πρόβλημα, αντιθέτως το οξύνει γιατί ανακαλεί φαντάσματα ξεκομμένα από το ιστορικό βίωμα της σημερινής ελληνικής κοινωνίας, που όταν ακούει ότι «οι αντάρτες επιστρέφουν στην πλατεία Κουφοντίνα», ασυναίσθητα αναρωτάται: και τι καθεστώς θα επιβάλλουν; Η Ιστορία του 20ου αιώνα έχει το δικό της βάρος. Οι γενιές των αριστερών που έζησαν τον Εμφύλιο, το ήξεραν καλύτερα από όλους.
Αυτό που συμβαίνει αυτές τις μέρες είναι ένα μεγάλο πισωγύρισμα. Δεν είναι αυτός ο δρόμος για να αναδυθεί μια νέα κριτική συνείδηση που να αντιστοιχεί και να λογαριάζεται με τις προκλήσεις της νέας εποχής.