Παύλος Τσίμας
Τα Νέα, 23/02/2019
Και τι διαφέρει (ή θα ήθελε να διαφέρει) ένα κόμμα της Αριστεράς από τα υπόλοιπα κόμματα;
Το ερώτημα είχε τεθεί, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, σε μία από τις πιο φωτισμένες και ευγενικές μορφές της ευρωπαϊκής Αριστεράς, τον κομμουνιστή Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, από έναν φιλελεύθερο της Αριστεράς, τον εκδότη της εφημερίδας «Ρεπούμπλικα» Εουτζένιο Σκάλφαρι. Η συζήτησή τους, τον Ιούλιο του 1981, παραμένει μέχρι σήμερα ένα κλασικό κείμενο. Ο Μπερλινγκουέρ είχε απαντήσει απαριθμώντας τρεις διαφορές.
Η μία ήταν η διαφορά στην άποψη για την οικονομία και την οικονομική πολιτική. Εμείς – έλεγε ο Μπερλινγκουέρ – δεν θέλουμε να ακολουθήσουμε κάποιο από τα εφαρμοσμένα μοντέλα σοσιαλισμού με αυστηρή, κεντρική διεύθυνση της οικονομίας. Η αγορά, η ιδιωτική πρωτοβουλία, οι ιδιωτικές επιχειρήσεις είναι «αναντικατάστατες». Μα πρέπει να αντιμετωπιστεί η τάση του καπιταλισμού να παράγει παραμορφώσεις του ανταγωνισμού, να σπαταλά ανθρώπινους και φυσικούς πόρους, να παράγει ανισότητες, να διώχνει στο περιθώριο ανθρώπους που θα έπρεπε να μετέχουν της οικονομικής ζωής. Να μετέχουν – όχι να εισπράττουν επιδόματα ως αντάλλαγμα της περιθωριοποίησής τους, θα προσέθετα εγώ.
Η δεύτερη ήταν η διαφορά αντίληψης για την δημοκρατία. Εμείς, έλεγε, θέλουμε να καταργήσουμε τα προνόμια και τους αποκλεισμούς, να ανταμείβονται η αξία και ο επαγγελματισμός, να έχουν χώρο, φωνή και συμμετοχή οι περιθωριοποιημένοι. Μα ήταν κυρίως η τρίτη – την οποία εκείνος ιεραρχούσε ως πρώτη – διαφορά που κάνει εκείνη τη συνέντευξη αξιομνημόνευτη: «Εμείς θέλουμε να πάψουν τα κόμματα να είναι ιδιοκτήτες του κράτους. Τα κόμματα, όπως λέει το Σύνταγμά μας, πρέπει να συμβάλουν στη διαμόρφωση της πολιτικής βούλησης του έθνους. Και αυτό πρέπει να το κάνουν, όχι καταλαμβάνοντας όλο και μεγαλύτερα κομμάτια του κράτους, όλο και περισσότερα κέντρα εξουσίας, αλλά διερμηνεύοντας τα μεγάλα ρεύματα απόψεων, οργανώνοντας τις προσδοκίες του λαού, ελέγχοντας δημοκρατικά τη λειτουργία των θεσμών. Αυτή είναι η πρώτη και σημαντικότερη διαφορά μας από τους άλλους».
Ηταν μια εποχή κρίσης για την Ιταλία. Ο Μπερλινγκουέρ είχε σοκάρει λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1977, υποστηρίζοντας ότι η αληθινά αριστερή πολιτική είναι μια πολιτική λιτότητας, όχι η διεκδίκηση της διαρκούς διεύρυνσης του «καταναλωτικού δικαιώματος», αδιαφορώντας για τη σπατάλη φυσικού και οικονομικού πλούτου. Το 1980 επεφύλασσε ένα νέο σοκ, υποστηρίζοντας ότι το βασικό πρόβλημα της χώρας του ήταν το «ηθικό ζήτημα». La questione morale. Οχι, όπως τόνιζε, με την έννοια ότι υπάρχουν κλέφτες, διεφθαρμένοι, εκβιαστές και καταχραστές στις υψηλές σφαίρες της πολιτικής και της διοίκησης, που πρέπει να καταγγέλλονται και να πηγαίνουν στη φυλακή. Αλλά, κυρίως, με την έννοια ότι το κράτος έχει καταληφθεί από τα κυβερνητικά κόμματα και τις φράξιές τους. Οτι τα κόμματα έχουν γίνει μηχανές, εταιρείες διαχείρισης εξουσίας, αδιάφορα για ιδέες, προγράμματα ή κοινωνικά προβλήματα. Οτι η πολιτική έχει μετατραπεί σε ανταγωνισμό αντίπαλων οργανώσεων για τον έλεγχο της εξουσίας και τη διανομή των λαφύρων της και ότι η σχέση των κομμάτων με τους ψηφοφόρους έχει εξελιχθεί σε σχέση εξάρτησης, αμοιβαίας διαφθοράς, πελατείας και στηρίζεται στον φόβο του πολίτη πως χωρίς πρόσβαση στους κομματικούς ιμάντες της εξουσίας, καμία δουλειά δεν γίνεται, κανένα δικαίωμά του δεν είναι σεβαστό.
Η περιγραφή ταιριάζει γάντι στην πρόσφατη ελληνική εμπειρία. Και μας προσγειώνει στο πεδίο μιας συζήτησης που θα έπρεπε να κάνουμε – μα αποφεύγουμε. Τι άλλαξε από εκείνα που αποτέλεσαν τις βαθιές αιτίες της δικής μας κρίσης, τα τελευταία δέκα χρόνια; Και πώς συνέβαλε η τετραετία του ΣΥΡΙΖΑ στο να αλλάξει ό,τι έπρεπε να αλλάξει;
Να θέτεις το ερώτημα και μόνον, σε φέρνει αντιμέτωπο ξανά με ένα άλλο, κάπως φιλολογικό και «σχολαστικό» ερώτημα που επιστρέφει επίμονα στον δημόσιο διάλογο τα τελευταία τέσσερα χρόνια: είναι ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα – όχι εκ καταγωγής, όχι ως κομματικός οργανισμός ή ως σύστημα ιδεών και αντιλήψεων, μα ως υπόδειγμα διεκδίκησης και άσκησης της εξουσίας – ένα κόμμα της Αριστεράς; Και μάλιστα η πρώτη φορά Αριστερά;
Ναι, βεβαίως – απαντούν όσοι βιάζονται να απαλλάξουν το αξιακό σύμπαν της χώρας από καθετί αριστερό, να καταλύσουν για πάντα, όπως λένε, την υποθετική (και εν πολλοίς φανταστική, μυθοποιημένη) «ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς». Οχι, προς Θεού – απαντούν όσοι, προσηλωμένοι ακόμη στην ευγενή κληρονομιά των μεταπολεμικών αγώνων της Αριστεράς για τη δημοκρατία, θα ήθελαν να την προστατεύσουν από τη συκοφάντηση και τον διασυρμό. Ο Διονύσης Σαββόπουλος έδωσε, προχθές, μια απάντηση διαφορετική. «Μας κυβερνά», είπε σε μια σύντομη τηλεοπτική του συνέντευξη, «η αποτυχία της Αριστεράς».
Αποτυχία, όχι ως προς ανέφικτους στόχους, που υιοθέτησε και διαφήμισε ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικώντας την εξουσία. Αποτυχία, όχι επειδή οι αγορές δεν χόρεψαν με τα νταούλια μας ή επειδή το περίφημο «σχίσιμο» του δεύτερου Μνημονίου δεν οδήγησε σε έναν παράδεισο αλλά σε ένα τρίτο Μνημόνιο και μια αχρείαστη, τριετή παράταση λιτότητας. Μα αποτυχία επειδή, με μέτρο τα τρία κριτήρια του Μπερλινγκουέρ, και προπάντων το πρώτο, την αντιμετώπιση του ηθικού ζητήματος, η καθ’ ημάς Αριστερά ως εξουσία βρέθηκε να είναι στους αντίποδες της Αριστεράς ως ιδέα. Με τους θρήνους πως «πήραμε την κυβέρνηση μόνον, όχι ακόμη την εξουσία» να μετρούν την απόσταση. Και με τον ναρκισσισμό της μαγκιάς του Πολάκη να εικονογραφεί την έκπτωση ενός πολιτικού οργανισμού, που τον εκτόξευσε η κρίση και τον καταβρόχθισε η αγωνία του να γίνει και να παραμείνει κόμμα εξουσίας – με τα όπλα και τα μέσα των άλλων.