Νικόλας Σεβαστάκης
Το Βήμα, 28/10/2017
H εποχή των δημαγωγών φαίνεται πως θα έχει διάρκεια. Η «αντισυστημική» ψήφος, τα δημοψηφισματικά επεισόδια, οι σκοτεινές προσωπικότητες φορώντας το προσωπείο του λαϊκού λυτρωτή, όλα αυτά δεν φεύγουν εύκολα από το προσκήνιο. Αντίθετα, μοιάζει να χρωματίζουν τους φόβους των συγχρόνων, ασχέτως από το αριθμητικό εκτόπισμα του ενός ή άλλου κόμματος και κινήματος. Οι δημαγωγίες ρίχνουν τη σκιά τους σε ολόκληρους τομείς της κοινωνικής ζωής, περισσότερο όμως μολύνουν την πολιτική φαντασία και την καθημερινή, κοινωνική επικοινωνία.
Υπάρχει φυσικά μια αρκετά καθησυχαστική άποψη που λέει ότι αυτές οι «εκτροπές» είναι απλώς παραπροϊόντα της ύφεσης ή των εύλογων ανησυχιών για τη λιτότητα και την αποξένωση των ελίτ. Κάτι σαν φυσικό, «αμυντικό» αντανακλαστικό. Αυτός ο εφησυχασμός μπορεί να αντλεί από την κλασική φιλελεύθερη αισιοδοξία για την πρόοδο της ανθρωπότητας ή να ανακυκλώνει την αιώνια αριστερή εμμονή στην οικονομική εξήγηση των πολιτικών κρίσεων. Δεν παύει όμως να είναι εκτίμηση που βασίζεται σε έναν απλοϊκό και στατικό ορθολογισμό. Σύμφωνα με αυτόν τον ορθολογισμό, τα υλικά συμφέροντα καθοδηγούν, σε τελευταία ανάλυση, τη ροή της Ιστορίας και τις συλλογικές συμπεριφορές. Κάποιοι έτσι συμπεραίνουν ότι στις σύγχρονες κοινωνίες τα πάθη είναι λιγότερο ισχυρά από τα συμφέροντα και επομένως το φως της σύνεσης θα επικρατεί πάντα στο τέλος ενώ οι δημαγωγίες θα αποσύρονται στο περιθώριο.
Eτσι πιστεύει κατά κανόνα ο κλασικός ορθολογιστής, ανεξάρτητα αν κλίνει προς τα δεξιά ή τα αριστερά του πολιτικού χάρτη: θεωρεί ότι τα πάθη είναι, σε μεγάλο βαθμό, κατάλοιπα αναχρονιστικών διαιρέσεων και μυθικών εμμονών, κάποιες «ανατολίτικες» επιρροές στις κοινωνίες του ορθολογικού κανόνα. Μέχρι που κάτι γίνεται στη Γερμανία, στη Σουηδία ή στην κοιτίδα του εμπειρικού πραγματισμού Βρετανία και αρχίζουν τα ερωτήματα: μήπως τα δημαγωγικά πάθη δεν γνωρίζουν πολιτισμικά και πολιτικά σύνορα;
Η αναζωπύρωση των δημαγωγιών στην καρδιά της Δύσης δείχνει πράγματι πως τα πάθη παρεμβαίνουν για τα καλά στους πολιτικούς κύκλους. Ισχυρές ιδέες, «παράλογα» συναισθήματα, ατομικές και συλλογικές δοξασίες παράγουν απτά πολιτικά αποτελέσματα. Δεν είναι λοιπόν απαραίτητα συγκυριακοί αναβρασμοί που θα καταλαγιάσουν, όταν «επιστρέψει η κανονικότητα». Μπορεί βεβαίως να περνούν από επιθετικές και εμπύρετες μορφές σε ήπιες παθολογίες – παραμένουν όμως διαβρωτικά στη μακροχρόνια σώρευσή τους.
Για να το πούμε στη σημερινή γλώσσα, τα λεγόμενα πάθη ταυτότητας φαίνεται να έχουν μέλλον μπροστά τους. Ακόμα και αν σχετίζονται με εμφανείς ταξικές, πολιτικές ή εθνοτικές κρίσεις, φτιάχνουν μια δική τους, αυτόνομη δυναμική. Τα επί μέρους διάφανα συμπτώματα – που τα αναλύουμε και «ιστορικά» — καταλήγουν σε παράξενες και ασαφείς νόσους. Από την Καταλωνία και τη Βόρεια Ιταλία ως την Τσεχία του Μπάμπις και την Αυστρία του Κουρτς, τα αιτήματα ταυτότητας μπορούν επίσης να χειρίζονται διαφορετικούς κώδικες. Να ενώνουν φορολογικά παράπονα ευπόρων της μεσαίας τάξης με παλαιά πολιτισμικά απωθημένα, αντιμεταναστευτικούς κοινούς τόπους και τη δυσφορία για το ευρώ και το «σύστημα των Βρυξελλών». Με άλλα λόγια, στις νέες δημαγωγίες κατορθώνονται και κοινωνικές συμμαχίες, εκτός από τις οικείες πολιτικές επιμειξίες από τις παραδόσεις της εθνικιστικής Δεξιάς και της «αγανακτισμένης» Αριστεράς (όπου υπάρχει αυτή, κυρίως δηλαδή στη Νότια Ευρώπη).
Η δημαγωγική σκηνή μιμείται, επίσης, όλες τις άλλες σκηνές της παγκοσμιοποιημένης ανθρωπότητας. Συνδυάζει την επινοητικότητα με την επανάληψη των ίδιων και των ίδιων μοτίβων, την πολυφωνία των χαρακτήρων και των «προσωπικοτήτων» της με μια εμμονή σε παρόμοιες ψευδοαναγεννητικές και ριζοσπαστικές προθέσεις. Η ενότητα των θεμάτων εναλλάσσεται με την ποικιλία και την ευρηματικότητα των μουσικών τους εκτελέσεων, αν επιτρέπεται η σύγκριση.
Το θέμα είναι ότι η σκηνή αυτή διαθέτει ζωντάνια, ικανότητες μεταμόρφωσης και ένα πλήθος τοπικών και εθνικών παραλλαγών. Στη χρόνια ακινησία της κανονικής Δεξιάς και στην ατονία των Σοσιαλδημοκρατών, ο δημαγωγικός αστερισμός αντιπαραθέτει εκπλήξεις και καλά σκηνοθετημένα σοκ. Ακόμα και αν του λείπει η καλαισθησία, ο δημαγωγικός εθνικολαϊκισμός ξέρει καλά από αισθητικές προκλήσεις: χειρίζεται την εικόνα και τον λόγο καλύτερα από τους πιο συμβατικούς πολιτικούς παίκτες – παρά την εξοικείωση των πάντων με τις τεχνικές της πολιτικής επικοινωνίας.
Το ερώτημα είναι εάν αυτή η τάση μπορεί να αντιμετωπιστεί με όπλο έναν παιδευτικό ορθολογισμό (όπως προτείνουν κάποιοι) ή με την ενσωμάτωση τεχνικών και θεμάτων του λαϊκισμού (όπως υποστηρίζουν άλλοι). Η δική μου αίσθηση είναι ότι τόσο η αφ’ υψηλού κριτική στα θύματα των δημαγωγών όσο και η προσπάθεια μίμησης για «καλούς σκοπούς» έχουν μεγάλους κινδύνους.
Ο ελιτίστικος ορθολογισμός που καταδικάζει τους «βαρβάρους» γίνεται αδύναμο παράπονο και διανοουμενίστικη καταφυγή στη θαλπωρή κλασικών μορφών του συντηρητικού φιλελευθερισμού. Καταλήγει στη θρηνολογία της αριστείας.
Ο καιροσκοπικός και μιμητικός λαϊκισμός νομιμοποιεί, με τον τρόπο του, τη ναρκισσιστική φαντασίωση των αυθεντικών δημαγωγών ότι επανιδρύουν την πολιτική και ότι μόνον αυτοί «μιλούν τη γλώσσα του λαού». Καταλήγει συχνά σε κυνικούς οπορτουνισμούς που δηλητηριάζουν τη δημοκρατία περισσότερο από όσο οι διεφθαρμένοι του «παλαιού συστήματος».
Μια πιο έξυπνη και μακρόχρονη προσέγγιση θα είχε ίσως καλύτερες προοπτικές να αποτρέψει το ρίζωμα των δημαγωγικών λόγων και πρακτικών. Χωρίς όμως την αυταπάτη ότι θα ζήσουμε σε κοινωνίες ειρηνευμένης και αποκλειστικά «λογικής συζήτησης», πράγμα που είναι αδύνατον σε συνθήκες κλονισμού της παγκοσμιοποίησης και διαγενεακών (όχι απλώς κοινωνικών) ρηγμάτων.
Πιθανόν, η εποχή των δημαγωγών να μην είναι ένα επεισόδιο που θα κλείσει με δυο, τρία «θετικά» εκλογικά αποτελέσματα. Γιατί πάει πέρα από τους εκλογικούς ανταγωνισμούς, στη σφαίρα του φρονήματος και των λαϊκών πεποιθήσεων. Η όποια απάντηση δεν μπορεί λοιπόν να αδιαφορεί για αυτά τα πεδία και να μετράει απλώς τα ποσοστά των κομμάτων στις εκλογικές βραδιές. Οσο σημαντικά και αν είναι τα πολιτικά μεγέθη της δημαγωγίας, πιο σοβαρή είναι η αόρατη, τοξική της δράση. Και εκεί θα κριθούν και τα φάρμακα.