Κυπριακή εφημερίδα Πολίτης
2 Απριλίου 2017
Το ΑΚΕΛ, με την πολύχρονη διαδρομή του, απέδειξε ότι διαθέτει ανθεκτικότητα, συνεκτικότητα και στιβαρότητα. Τα χαρακτηριστικά αυτά του προσδίδουν ξεχωριστή πολιτική αξία. Το συγκριτικό του πλεονέκτημα είναι η εμπεδωμένη κυριαρχία του σε ένα συγκεκριμένο εκλογικό ακροατήριο. Παρά τις αυξομειώσεις που κατά περιόδους εμφανίζει η απήχηση του, τα κοινωνικά και πολιτικά του αποθέματα παραμένουν ισχυρά.
Η δεξαμενή από την οποία αλιεύει δυνάμεις είναι ευρεία. Υπερβαίνει τα στενά κομματικά πλαίσια που συνδέονται με τις ιδεολογικοπολιτικές του διακηρύξεις. Ψηφοφόροι του δεν είναι μόνο οι κομμουνιστές ή οι αριστεροί. Άλλωστε αυτοί δεν συνιστούν καμιά μεγάλη πλειοψηφία. Αντιθέτως, είναι μια κατηγορία πολιτών που χρόνια τώρα προσβλέπει στο ΑΚΕΛ. Είτε γιατί είχε συνδρομή και συμβολή στους εθνικούς και κοινωνικούς αγώνες της Κύπρου. Είτε διότι ενσαρκώνει πολιτικές που εξυπηρετούν τους εργαζόμενους.
Στην ουσία το ΑΚΕΛ συνιστά ιδιότυπο κόμμα. Δεν παραπέμπει ούτε στα κομμουνιστικά ούτε στα σοσιαλδημοκρατικά σχήματα. Μολονότι αυτοτοποθετείται στον ορθόδοξο αριστερό χώρο, εντούτοις οι θέσεις του δεν απέχουν πολύ από εκείνες της παλιάς κρατικιστικής σοσιαλίζουσας και εργατικής παράδοσης. Ο λόγος του, αν και επενδυμένος με τα παραδοσιακά κλισέ της Αριστεράς, δεν διακρίνεται για τις μανιχαϊστικές και αντικαπιταλιστικές αντιλήψεις των κομμουνιστικών κομμάτων. Δεν αποπνέει τη γνώριμη αρτηριοσκλήρωση. Ούτε διολισθαίνει σε λαϊκισμούς.
Οι προτάσεις και οι απόψεις του, ωστόσο, πρωτίστως στα ζητήματα της οικονομίας και της ανάπτυξης, εδράζονται σε ένα ξεπερασμένο και εν πολλοίς αναχρονιστικό υπόδειγμα. Παγιδευμένο το ΑΚΕΛ από ιδεοληψίες και αγκυλώσεις, εμφανίζεται επιφυλακτικό ως προς τον ιδιωτικό τομέα. Σε μεγάλο βαθμό τον θεωρεί συνώνυμο των ακραίων νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Κι αυτό σε μια χώρα που η οικονομική της ανόρθωση και ανάπτυξη οφείλεται στη δυναμική και στην εξωστρέφεια της επιχειρηματικότητας. Το αποτέλεσμα είναι να βρίσκεται σε διάσταση με τις σύγχρονες ανάγκες και απαιτήσεις. Και ενίοτε να πολιτεύεται εκτός οικονομικής και ευρωπαϊκής πραγματικότητας.
Η αμφιθυμία του ΑΚΕΛ απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν απορρέει από τις εύλογες ενστάσεις που συνδέονται με το υπαρκτό οικονομικό, κοινωνικό και θεσμικό έλλειμμά της. Αλλά από τον δογματισμό και τις παρωχημένες εμμονές, που αποτρέπουν μια δημιουργική προσέγγιση. Η επιμονή του σε παλιές συνταγές, ως προς το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, δεν του επιτρέπει να ανασκευάσει και να συγχρονίσει τη στρατηγική και τις πολιτικές του. Παράλληλα, απομειώνει τις δυνατότητές του να αποτελέσει ισχυρό προοδευτικό πόλο, στην εσωτερική ζωή της Κύπρου. Έναν πόλο που θα υπηρετεί σταθερά και με αποτελεσματικότητα και την ευρωπαϊκή προοπτική του νησιού και την ανάγκη αλλαγής των προτεραιοτήτων της ίδιας της Ένωσης.
Παρόλα αυτά το πλεονέκτημα του ΑΚΕΛ ήταν και είναι το Κυπριακό. Το κόμμα εισέπραξε σημαντικά οφέλη γιατί εξαρχής αντιτάχθηκε στη διαίρεση και στις εθνικιστικές εξάρσεις, στις μαξιμαλιστικές διακηρύξεις, στις κοντόφθαλμες πολιτικές, καθώς και στον φόβο που επιμελώς καλλιεργούσαν και καλλιεργούν οι δυνάμεις που κατά βάθος αρνούνται τη συνύπαρξη Ελληνοκυπρίων-Τουρκοκυπρίων.
Η παράδοξη ταύτισή του, όμως, με τον Τάσσο Παπαδόπουλο, το 2004, αναμφίβολα προκάλεσε σύγχυση στο εκλογικό του σώμα και ρωγμές στην κυριαρχία του. Κυρίως γιατί αντιστρατεύτηκε την πάγια θέση του για επανένωση της Κύπρου. Η μετέπειτα ανατοποθέτησή του συνέβαλε στην εξάλειψη των αμφισημιών και αντιφάσεων, επιτρέποντάς του να ακολουθήσει καθαρή πλέον στρατηγική ως προς την εθνική εκκρεμότητα. Αν εξαιρέσουμε τη στάση του στο Σχέδιο Ανάν, το ΑΚΕΛ και σε αντίθεση με τα άλλα κόμματα, διαχρονικά επέδειξε συνέπεια στη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία. Στην πολιτική του αυτή οφείλει την υπεροχή του. Άλλωστε, στην Κύπρο η ιστορική διαίρεση Αριστερά-Δεξιά επισκιάστηκε από το εθνικό της ζήτημα.
Η θέση του Άντρου Κυπριανού, στις πρόσφατες συνομιλίες και διαπραγματεύσεις Αναστασιάδη-Ακιντζί, επιβεβαίωσε την πλήρη αποδέσμευσή του από τις προγενέστερες παλινωδίες του. Μετά το ναυάγιο των πρόσφατων συνομιλιών στη Γενεύη, το ΑΚΕΛ και η ηγεσία του έχουν τη δυνατότητα να αντιτάξουν τον δικό τους ξεκάθαρο λόγο απέναντι σε όλους εκείνους που δυσκολεύονται ακόμη και σήμερα να απεγκλωβιστούν από τις μονομέρειες της εσωτερικής ατζέντας της Κύπρου. Αν επιχειρηθούν ουσιαστικά και τολμηρά βήματα, που θα συνδέονται με τον συγχρονισμό του στη ζώσα πραγματικότητα -εθνική, οικονομική, ευρωπαϊκή-, μπορεί να ενισχυθεί περαιτέρω στον κομματικό ανταγωνισμό.
Το Κυπριακό, χρόνια τώρα, παράγει πολιτική αξία για όσους επιδιώκουν την επίλυση. Αυτό όμως δεν επαρκεί. Αν η επίλυση δεν συνδεθεί με την οικονομική ανάπτυξη και ευημερία του νησιού, αφ’ ενός αφήνεται πεδίο ελεύθερο στις εθνικιστικές δυνάμεις του ψευδεπίγραφου «ενδιάμεσου χώρου», αφ’ ετέρου οι υποστηρικτές της λύσης εγκλωβίζονται σε άγονες αντιπαραθέσεις, προτάσσοντας την εσωτερική ατζέντα.
Το ΑΚΕΛ, συνδυάζοντας την αταλάντευτη προσήλωσή του στην επίλυση του Κυπριακού με τα μείζονα ζητήματα της κυπριακής οικονομίας και της ανάπτυξης, μπορεί να διευρύνει την απήχησή του, απευθυνόμενο σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Η υιοθέτηση και αφομοίωση μιας ευρωπαϊκής στρατηγικής που θα έχει ως προτεραιότητες την επανένωση της Κύπρου και την εναρμόνισή της με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, θα προσδώσει μεγαλύτερη αξία και στο ίδιο το ΑΚΕΛ. Και το κυριότερο, θα δείξει ότι δεν αποτελεί παλιό πολιτικό προϊόν, αλλά ένα ανανεωμένο κόμμα και περισσότερο ελκυστικό.