Γιάννης Κ. Πρετεντέρης
Τα Νέα , 18-3-2017
Το ευρωπαϊκό σύστημα δεν μπορεί να ανασυγκροτηθεί πάνω στα παλιά δεδομένα, αλλά μόνο μέσα από την αναγνώριση της καινούργιας πραγματικότητας. Που είναι μία: η επίθεση του λαϊκισμού εναντίον του δημοκρατικού Κέντρου
Το 1919, μετά το τέλος του Μεγάλου Πολέμου, ο William Butler Yeats έγραψε ένα μεγαλειώδες ποίημα με τίτλο «The Second Coming» -«Η Δευτέρα Παρουσία»…
«Τα πράγματα καταρρέουν / το κέντρο δεν μπορεί να αντέξει / μόνο αναρχία μαίνεται πάνω απ’ τον κόσμο / ξεχύνεται αιματοβαμμένη η παλίρροια / και παντού / η τελετή της αθωότητας πνίγηκε / οι καλύτεροι στερούνται κάθε πεποίθησης / ενώ οι χειρότεροι ξεχειλίζουν παθιασμένη ένταση / Σίγουρα κάποια Αποκάλυψη έρχεται / Σίγουρα η Δευτέρα Παρουσία πλησιάζει»
«Η Δευτέρα Παρουσία» έχει θεωρηθεί ένα κείμενο προφητικό. Μέσα στους στίχους του προαναγγέλθηκε όλος ο Μεσοπόλεμος και τα δεινά του.
Η κατάρρευση των πραγμάτων, το κέντρο που δεν αντέχει, η αναρχία. Κι ακόμη: το τέλος της αθωότητας, η ράθυμη ολιγωρία των καλύτερων και το νικηφόρο πάθος των χειρότερων.
Αν το θυμήθηκα τώρα είναι επειδή διαισθάνομαι ότι μιλάει με ακρίβεια και για τη σημερινή κατάσταση του κόσμου μας, της Ευρώπης. Σήμερα, όπως και τότε, αναζητείται μια «Δευτέρα Παρουσία» – κατά προτίμηση χωρίς να περάσουμε από την Αποκάλυψη…
Δεν ξέρω ποια θα είναι αυτή. Οι πολιτικοί διαβουλεύονται, η Επιτροπή παρουσιάζει μια Λευκή Βίβλο, οι χώρες (ελπίζω) προβληματίζονται.
Ξέρω όμως τι δεν μπορεί να είναι. Διότι οι τρεις βασικές παραδοχές στις οποίες στηρίχτηκε το μεταπολεμικό ευρωπαϊκό σχέδιο κατέρρευσαν. Ή, αν προτιμάτε, τα δεδομένα έγιναν ζητούμενα.
Παραδοχή πρώτη. Η δημοκρατία, το κράτος δικαίου, ο πλουραλισμός συγκροτούν την αυτονόητη κοινή μας βάση.
Δεν ισχύει. Το δημοκρατικό οικοδόμημα δοκιμάζεται σήμερα σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο.
Ενα κύμα λαϊκισμού, αυταρχισμού κι ανορθολογισμού αμφισβητεί ευθέως τις βασικές αξίες του ευρωπαϊκού πολιτικού πολιτισμού. Την ανοχή και την ανεκτικότητα, τη διαφορά και τη διαφορετικότητα, τον διάλογο και τον αντίλογο, τον έλεγχο και την εξισορρόπηση κάθε εξουσίας.
Ενα κύμα το οποίο αρδεύεται από την ίδια πηγή που ποτίστηκε παλιότερα ο φασισμός: την κοινωνική μνησικακία.
Επιστρέψαμε σε μια εποχή αυταρχικών προσδοκιών κι ατομικού εκφοβισμού, μόνο που τη βρωμοδουλειά δεν διεκπεραιώνουν πλέον στους δρόμους φαιοχίτωνες και μελανοχίτωνες τραμπούκοι αλλά τα υστερικά αποβράσματα του Διαδικτύου.
Οπως και τότε, δίνουν μάχη για την κατάληψη του δημόσιου χώρου. Και το ζητούμενο είναι ίδιο με τότε: να απονομιμοποιήσουν τον αντίλογο στην παράνοια. Να ακυρώσουν τον ορθό λόγο στο όνομα ενός υβριστικού ανορθολογισμού.
Παραδοχή δεύτερη. Η ανάπτυξη είναι κανόνας και η αλληλεγγύη υποχρέωση.
Δεν ισχύει πια. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες βυθίζονται στη στασιμότητα ή την ύφεση, συνεπώς η αλληλεγγύη δεν μπορεί να ασκηθεί αγόγγυστα. Λεφτά δεν υπάρχουν.
Ενα νέο αναπτυξιακό μοντέλο ζητείται επειγόντως μέσα στην παγκοσμιοποιημένη υφήλιο. Αλλά ποιο; Με ποιο κόστος; Και ποιες προδιαγραφές;
Την ίδια στιγμή και σε συνθήκες οικονομικής στασιμότητας ή ύφεσης, οι αφομοιωτικές δυνατότητες της ανοιχτής Ευρώπης εξαντλούνται. Ετσι δημιουργούνται ρήγματα κι οι κοινωνίες οδηγούνται στην απόρριψη όποιου δεν μπορούν να αφομοιώσουν.
Το αποτέλεσμα είναι ότι η κρίση του αναπτυξιακού μοντέλου μεταφράζεται σε μια διπλή εκδήλωση ανασφάλειας, κοινωνικής και πολιτισμικής, και παράγει προνομιακά πελατεία για τον λαϊκισμό.
Παραδοχή τρίτη. Η χώρα μας είναι η πατρίδα μας κι η Ευρώπη η οικογένειά μας.
Ούτε αυτό ισχύει πλέον. Η δημοκρατία δοκιμάζεται επειδή δυσκολεύεται να προσδιοριστεί μεταξύ εθνικού και ευρωπαϊκού. Ποιο είναι το πλαίσιο αναφοράς; Το εθνικό ή το ευρωπαϊκό;
Αν είναι το εθνικό, πώς είναι δυνατόν να αλλάζει η Ευρώπη κάθε φορά που μια χώρα κάνει εκλογές;
Αν είναι το ευρωπαϊκό, γιατί να ψηφίζουν οι χώρες αφού το πλαίσιο προσδιορίζεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο και συνεπώς παραμένει δεδομένο;
Αυτό το υπαρκτό δίλημμα πλήρωσε ακριβά η Ελλάδα το πρώτο εξάμηνο 2014 – παρόλο που ο Μάρτιν Σουλτς είχε εγκαίρως προειδοποιήσει τον Τσίπρα ότι «δεν γίνεται το 1,8% της ευρωζώνης να επιβάλει στην ευρωζώνη την πολιτική της».
Προφανώς είχε δίκιο. Η δυσκολία όμως στην άρθρωση μεταξύ εθνικού και ευρωπαϊκού είναι η δεύτερη πηγή πελατείας του λαϊκισμού.
Επιστρέφουμε λοιπόν στην προφητική διάγνωση του Yeats. Η κατάρρευση των πραγμάτων (των παραδοχών στη συγκεκριμένη περίπτωση…) υπονομεύει την αντοχή του Κέντρου και αφήνει να μαίνεται η αναρχία του λαϊκισμού.
Αυτή είναι η απειλή. Η αντιμετώπιση της οποίας δεν μπορεί να προκύψει από παλιές συνταγές και παλιές γραμμές, όπως εκείνες μεταξύ της Δεξιάς και της Αριστεράς.
Η Δεξιά κι η Αριστερά που ξέραμε κατέρρευσαν μαζί με τον κόσμο που εκπροσωπούσαν και τις προτεραιότητες που έθεταν σε μια μεταξύ τους αναμέτρηση, η οποία ξεπεράστηκε από τα πράγματα.
Δεν φταίνε οι απαντήσεις τον Σοσιαλδημοκρατών, των Φιλελευθέρων ή των Χριστιανοδημοκρατών. Είναι οι ερωτήσεις που έχουν αλλάξει.
Κι ούτε είναι τυχαίο ότι οι πιο ριζοσπαστικές κι απερίφραστες εκδοχές της Δεξιάς και της Αριστεράς διαλύθηκαν στη μεγάλη κοινή μαρμίτα του λαϊκισμού που προσφέρει τροφή και τρέφει με παρηγοριά τις πιο πάσχουσες κι αναχρονιστικές πελατείες τους.
Ούτως ή άλλως, οι τραυματισμένες κοινωνίες αναζητούν πλέον τους δρόμους τους χωρίς να τους υποδείξει κανείς, ούτε δεξιός ούτε αριστερός. Σπασμωδικά.
Κάπως έτσι το ευρωπαϊκό σύστημα δεν μπορεί να ανασυγκροτηθεί πάνω στα παλιά δεδομένα, αλλά μόνο μέσα από την αναγνώριση της καινούργιας πραγματικότητας. Που είναι μια: η επίθεση του λαϊκισμού εναντίον του δημοκρατικού Κέντρου.
Ή, για να το διευκρινίσω καλύτερα, η μάχη όλων των λαϊκισμών εναντίον όλων των Κέντρων. Των άκρων εναντίον του μέτρου, της απόγνωσης εναντίον της φρόνησης, των παθιασμένων χειρότερων εναντίον των υποψιασμένων καλύτερων.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες καλείται να αναζητήσει η Ευρώπη τη «Δευτέρα Παρουσία» της. Να επινοήσει κάτι καινούργιο έχοντας επίγνωση ότι το παλιό πέθανε.
Για να δανειστώ την ορολογία του Yeats, το ζητούμενο είναι πλέον να ορθώσουν οι καλύτεροι τις πεποιθήσεις τους. Και να αντέξει το Κέντρο.
Τα υπόλοιπα θα τα βρούμε…